De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

110

117 λωτὸς τὸ δένδρον φυτόν ἐστιν εὐμέγεθες, καρπὸν δὲ φέρει μείζονα πεπέρειως, γλυκύν, βρώσιμον, εὐστόμαχον, κοιλίας στεγνωτικόν. τῶν δὲ πρισμάτων τοῦ ξύλου τὸ ἀφέψημα πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον βοηθεῖ δυσεντερικοῖς καὶ γυναιξὶ ῥοικαῖς. ξανθίζει δὲ καὶ τρίχας καὶ ἐπέχει δεούσας.

118 μέσπιλον τὸ δένδρον, ὃ παρʼ ἐνίοις ἀρωνία καλεῖται, ἀκανθῶδές ἐστιν, ὅμοιον τοῖς φύλλοις πυρακάνθῃ, καρπὸν δὲ φέρει μικρόν, στρογγύλον, μήλῳ ὅμοιον, πλατὺν ἔχοντα τὸν πυθμένα, ἡδύν, ἔχοντα τρία ὀστάρια ἔνδοθεν, παρʼ ὃ καὶ τρίκοκκόν τινες αὐτὸν ὠνόμασαν. στύφει δὲ καὶ βιβρωσκόμενός ἐστιν εὐστόμαχος, κοιλίας στεγνωτικός.

ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἷδος ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ ἔνιοι πιμηλ ίδα, οἱ δὲ σητάνιον ὀνομάζουσι· δένδρον μήλῳ ἐμφερὲς [*](1 SIM. Theophr. p. pl. IV 3. 1. PI. XIII 104. XXIII 6 (e S. N.) cf. Polyb XII 2 (Ath. XIV 551 d); D. eup. II 51 (264) II 82 (294) I 98. 97 (142).) [*](1 EXC. Gal. XII 65 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VIl 3 s. v.).) [*](6 SIM. Theophr h. pl. III 12, 5. Pl. XV 84. XXIII 141; D. eup. II 49 262).) [*](6 EXC Orib. XI s. v. (μέσπλον — στγνωτιός); Gal. ΧΙΙ 72, unde Garg. Μ. 47.) [*](6 TEST. Garg. M. 47: mespili arborem Dioscorides contentus nominasse praeteriit (?).) [*](12 TEST. Gal. XIX 99: Διοσκου υρίδης μὲν ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης εἷδος μεσπίλου (Sc. ἐπιμηλίδα λέγει) τὸ καὶ σητάνιον δνομμζόμενον. ἔνιοι δὲ τὰ πῆλα τὰ σμικρά, [τὰ] ἄγρια, ἅπερ καὶ ἁμαμηλίδες ὀνομάζοντι (cf. Ath. XIV 650 cd). Gal. XIX 77: ἁμαμηλίδες· εἷδός τι μεσπίλου πλεῖστον ἐν Ἰταλίᾳ γενόμενον, ὡς καὶ Διοσκουρίδης λέγει) [*](1 num. cap. ριξ Q: ρκή Dl: cap. post 119 transpos. Di 2 βρώσιμον] aptu ad edendum Dl: βαρὑοσμον coni. Marc., at cf. Theophr. IV 3, 1 ἐοθδμενος δ᾿ ὁ ἐν τοῖς Λωτοφάγοις καλούμεεος γλυκὺς καὶ δὺς καὶ ἀσινὴς καὶ ἔτι πρὸς τήν κοιλίαν ἀγαθός 4 ἐκλειχόμενον D, eup. Π 82 (294) 5 γαστέρα δεοῦσαν ODi: corr. Corn. coll. Gal. XII 65. Pl. XXIV, 6 cf. Dl capillis cadentibus occurrit, rufum colorem capillis facit) [*](6 num. cap. ριη Q: ριζ; Dl: ρκθ Dl ὃ om. Q: ὃ — καλεῖττι om. 0rib. 7 ἐστιν om. Q ὅμοιον— πυρακάνθῃ om. Οrib. πυρακάνθῃ libri: ὀξυακάνθῃ Lac. (ex E?): πνξακάνθῃ Cornar. δὲ addidi 8 φέρον Οrib.Di: φρ΄ F: φέρει Η μικρῷ Di στρογγύλον addidi e Dl semen habet rotundum et minutum πλατὺν — πυθμένα om. Οrib.DiDl: seclusi (e p. 111,2 huc transl.) 9 ἔνδοθεν— ἀνδμκσαν om, Οrib. παρʼ δ] ἀφʼ ὧν Di cf. BλαΒ l. s. 139, 4 10 αὐτὸ Η ὀνομάζουσι, βραδέαως πεπαινόμειον Di καὶ om, Di βιβρωσκόμενς (εὐστόμαχος, στεγναητικός) 0rib.: βιβρνυσκόμενον (εὐστόδμχον, στεγνωτικόν) reliqui 11 εὐστόμαχόν τέ ἐστι καὶ Di κοιλίας] καὶ λίαν H 12 μεσπλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν εἷδος Di εἷδος] γένος Q (vit. sollemne) 13 ἐπιμηλίναν Q: pimelidam Dl, cf. Pamphil. (Ath. III 82d. XIV 650 E). Hes. s. v. ἐπιμηλίδα καλοῦσιν Di σιτάνιον QDi: setanion Dl, cf. Pl. l. s.: σατάνειος Theophr. l. s. δένδρον έσεὶ Di μηλέᾳ H)

111
καὶ τοῖς φύλλοις, ὅτι μὴ μικρότερον. καρπὸν δὲ ἔχει καὶ τοῦτο στρογγύλον, βρώσιμον, πλατὺν ἔχοντα τὸν πυθμένα, ὑποστύφοντα, πεπαινόμενον βραδέως.

119 κρανία δένδρον ἐστὶν ἁδρόν, καρπὸν φέρον ὡς ἐλαίας, ἐπιμήκη, χλωρὸν τὸ πρῶτον, πεπαινόμενον δὲ ξανθὸν ἢ κηροειδῆ, ἐδώδιμον, στύφοντα, ἁρμόζοντα πρὸς κοιλίας ῥύσιν καὶ δυσεντερίαν, συντιθέμενον καὶ εἰς ἕψημα καὶ εἰς βρῶσιν καὶ ἁλμεύεται δὲ ὡς ἐλαία. ὁ δʼ ἐκ τῶν χλωρῶν ξύλων ἰχὼρ καιομένων πρὸς λειχῆνας καταχριόμενος ποιεῖ.