De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

119 κρανία δένδρον ἐστὶν ἁδρόν, καρπὸν φέρον ὡς ἐλαίας, ἐπιμήκη, χλωρὸν τὸ πρῶτον, πεπαινόμενον δὲ ξανθὸν ἢ κηροειδῆ, ἐδώδιμον, στύφοντα, ἁρμόζοντα πρὸς κοιλίας ῥύσιν καὶ δυσεντερίαν, συντιθέμενον καὶ εἰς ἕψημα καὶ εἰς βρῶσιν καὶ ἁλμεύεται δὲ ὡς ἐλαία. ὁ δʼ ἐκ τῶν χλωρῶν ξύλων ἰχὼρ καιομένων πρὸς λειχῆνας καταχριόμενος ποιεῖ.

120 οὖα τὰ μηλίζοντα καὶ μήπω πέπειρα τμηθέντα καὶ ξηρανθέντα ἐν ἡλίῳ σταλτικὰ γίνεται κοιλίας ἐσθιόμενα· καὶ τὸ ἐξ αὐτῶν δὲ ἄλευρον ἀλεσθέντων ἀντὶ ἀλφίτου λαμβανόμενον καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν πινόμενον τὸ αὐτὸ ποιεῖ.

121 κοκκυμηλέα δένδρον ἐστὶ γνώριμον, οὗ ὁ καρπὸς ἐδώδιμος, κακοστόμαχος, κοιλίας μαλακτικός· τῶν δὲ Συριακῶν καὶ μάλιστα τῶν ἐν Δαμασκῷ γεννωμένων ὁ καρπὸς ξηρανθεὶς εὐστόμαχος καὶ κοιλίας σταλτικός. τὸ δὲ ἀφέψημα τῶν φύλλων ἐν οἴνῳ σκευαζόμενον καὶ ἀναγαργαριζόμενον κιονίδα καὶ οὖλα [*](2 TESΤ. Garg. M. 60: hoc pomum (sc. hypomelidem) Dioscorides frigidissimum adfirmat atque ideo et laborem digestionis incutere.) [*](4 SIM. Theophr h. pl. III 12, 1, Pl. XVI 105;  XXIII 151 (e S. N.): D. eup. I 126 (156).) [*](4 EXC Gal. ΧΙΙ 41 (═ Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](10 SIM. Theophr h. pl. III 12,6; Pl.XV 85; XXIII 141 (e S. N.); D. eup. ΙΙ 49 (212).) [*](10 EXC. cf. Gal. XII 87; Garg. Μ. 50.) [*](14 SIM. Theophr h. pl. IV 2, 10; Diphil. Ath. II 50 b); Pl. XXIII 132. 133 (e S. N.); Sim. S. s. v. δαμασκηνά; D. eup. I 86 (136) I 85 (l36) ΙΙ 111 (309).) [*](14 EXC. Gal. XII 32 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Gal. VI 613; Garg. M. 46 (aliis e Gal. Pl. additis); cf. Ps. 0rib. III 7, Isid. XVII 10.) [*](17 TEST. Gal. XII 32: Διοσκουρί ίδηε δʼ οὐκ οὗδ᾿ ὅπως τὰ Δαμμσκηνὰ κοκκύμηλα ξηρανθέντα φησὶν ἐπέχειν ὑπέχειν ed.) γαστέρα.) [*](1 καὶ (pr.) om. Di ἔχει δὲ καρπὸν Di) [*](4 num. cap. ριθ QDi: ρλα΄ (post c. 120 colloc.) Dl 5 post πρῶτον habet ἔπειτα δὲ κηροειδῆ καὶ τεευταίως πεπαινόμενον ἐρυθρόν Sarac. cod. (E?): uiridem cum maturauerit obrufo coiore est cere similem DI 7 δυσεντερίας HDI καὶ (alt) om. F 8 δὲ  addidi δʼ ἐι scripsi: δὲ libri φύλλων QDiDl: corr. Cornar., cf. D, eup. I 26 (156) δμοίαωε καὶ ἐκ τῶν κραναίνων ξύλων (sc. ἰχὼρ ὁ ἀπορέων πρὸς λ. κρμόζει) 9 τοιεῖ addidi) [*](10 num. cap. ρκ QDi: λ΄ Dl 12 ἀλφίτου QDi: ἀλίτων D. eup. I. s.) [*](14 num. cap. ρκα QDi: ρλβ΄ Dl tit. περὶ κοκκιμήλων Di: περὶ κοκκυμηλέας Q 17 κοιλίας σταλτικός] at Gal. (XII 32) pruna Damascena ventrem subducere dicit, minus tamen quam Iberica)

112
καὶ παρίσθμια ῥευματιζόμενα σνέλλει. τὰ δὲ αὐτὰ παρέχει καὶ ὁ τῶν ἀγρίων κοκκυμηλέων καρπὸς πέπειρος ξηρανθείς, ἑψηω δὲ μετὰ ἑψήματος εὐστομαχώτερος καὶ σταλτικώτερος κοιω γίνεται. τὸ δὲ κ όμμ ι τῆς κοκκυμηλέας ἐστὶ κολλητικόν, λίθων θρυπτικὸν πινόμενον σὺν οἴνῳ, σὺν ὄξει δὲ ἐπιχριόμενον λειχῆνας τοὺς ἐπὶ παιδίων θεραπεύει.

122 κόμαρ ος δένδρον ἐστὶ παρόμοιον κυδωνίᾳ, λεπτόφλοιον, καρπὸν ἔχον ὡς κοκκυμήλου μέγεθος, ἀπύρηνον, μεμαίκυλα καλούμενον πεπανθέντα δὲ ὑπόκιρρον, ἐσθιόμενον ἀχυρώδη, κακοστόμαχον καὶ κεφαλαλγῆ.

123 ἀμυγδάλης πικρᾶς ἡ ῥίζα λεία ἑψηθεῖσα ἐφήλεις τάς ἐν προσώποις ἀποκαθαίρει· καὶ αὐτὰ δὲ τὰ ἀμύγδαλα καταπλασθέντα τὰ αὐτὰ ποιεῖ, προστιθέμενα δὲ ἄγει καταμήνια, καὶ κεφαλαλγίαις ἀρήγει τοῦ μετώπου καταπλασσομένου μετʼ ὄξους καὶ ῥοδίνου, καὶ πρὸς ἐπινυκτίδας σὺν οἴνῳ, πρὸς [*](2 TEST. Garg. M. 46 (191, 9 R.): Dioscorides sicca cocta alvum restringere existimat.) [*](7 SIM. Theophr h. pl. III 16, 4; Pl. XV 99 XXIII 151; Ath. Π 50 d: D. eup. I 25 (106).) [*](7 EXC. Orib. lat. XI s. v. (κόυαρος — κεφαλαλγῆ); Gal. XII 34 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](11 SIM. (Hipp ) π. δ. ΙΙ 55 Vl 564); Diocles frg. 126 W.); Phγlot, Mnesith., Diphil. (Ath. II 53 f.); Plut. quaest. conv. I 6, 624; Rufus 534 (R.); Pl. XXIII 14> (S. N.); D. eup. I 111 (149) II 78 (290) I 2 (94) I 10 (98) I 171 (183) I 128 (157) II 113 (314) II 109 (306) lI 80 (239).) [*](11 EXC. Orib. XI s. v. (ἀμυγδάλης — σὺν ὕδατι πνόμενα); Gal. XI 827 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Garg. M. 53 (cf. A. Mai Ι 404); Gal. VI 611. Sim. S. s. v.) [*](1 τὰ αὐτὰ δὲ Di 2 κοκκυμήλων HDi 3 εὐστομώτατος F, : εὐστομαχώτατος Di 6 τὰς QDi) [*](7 num. cap. ρκβ Di: cap. om. F, at index habet κδμαρος ρκβ΄: post c. 123 coll. H κυδωνέᾳ H λεπτόχυλλον Οrib.HDi: corr. Sarac. (Matthiolo duce) coll. Theophr. l. s. 8 κοκκυμη(λ superscr.) H (incertum κυκκινήλου an κοκκυμήλων) μεμαίκυλον Theophr. l. s. Pl. XV 99: μεμαίκυλα D. eup. I 25 (106): mae- meoylon 0rib.: μεμάκυλα H: ἀπομάκυλα Di: μημέκυλον Gal.: μμαίκυλον Ath. 1. s. 9 δὲ om. H ὐπόκρρον ἢ ἐρυθρόν Οrib. Di ἀχυρώδη om. H (spatio relicto): ἀχυρῶδες Di: corr. Sarac. 10 κακοστόμαχον δὲ Di κεφαλαλγές Di: corr. Sarac.) [*](11 num. cap. ρκγ Di: (ρκγ F in ind.): ρλδ΄ DI tit. περὶ ἀμνγδάλων F : περὶ ἀμυγδαλῆς HDi ἀμυγδα(λ superscr.) F (κόμη ἀμυγδάλης ind.): ἀμυγδαλῆς Orib. (εας superscr. 02): ἀμυγδαλέας reliqui ἀχεφηθετσα λεία Οrib.Di 12 προσαώπʼ (═ προσμώποις) F: προσώπῳ reliqui, cf, Plut. l. s. 13 τὸ αὐτὸ Οrib. 14 βοηθεῖ καταπλασθέντα μετώπ ἢ κροτάχοις Di)

113
δὲ σηπεδόνας καὶ ἕρπητας καὶ κυνόδηκτα σὺν μέλιτι ἁρμόζει ἐσθιόμενα δέ ἐστιν ἀνώδυνα, μαλακτικὰ κοιλίας, ὑπνωτικά, οὐρητικὰ καὶ πρὸς αἵματος ἀναγωγὴν μετὰ ἀμύλου καὶ ἡδυόσμου λαμβανόμενα, πρὸς δὲ νεφριτικοὺς καὶ περιπνευμονικοὺς σὺν ὕδατι πινόμενα ἤ ἐκλειχόμενα σὺν ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ δυσουροῦσι δὲ καὶ λιθιῶσι σὺν γλυκεῖ βοηθεῖ, καὶ ἡπατικοῖς καὶ βηξὶ καὶ κόλου ἐμπνευματώσεσι σὺν μέλιτι καὶ γάλακτι ἐκλειχόμενα καρύου Ποντικοῦ μέγεθος.

ἔστι δὲ καὶ ἀμέθυστα προλαμβανόμενα 2 ὅσον πέντε κτείνει δὲ καὶ ἀλώπεκας βρωθέντα σύν τινι. τὸ δὲ κόμμι αὐτῆς στύφει καὶ θερμαίνει καὶ βοηθεῖ πρὸς αἵματος ἀναγωγὴν πινόμενον καὶ ἐπιχριόμενον δὲ σὺν ὄξει λειχῆνας ἐπιπολαίους αἴρει· ἰᾶται καὶ βῆχα χρονίαν μετὰ κράματος ποθέν, λιθιῶντας δὲ ὠφελεῖ σὺν γλυκεῖ πινόμενον. ἡ δὲ γλυκεῖα καὶ ἐδώδιμος ἀμυγδάλη κατὰ πολὺ ἥσσων ἐστὶν ὡς πρὸς ἐνέργειαν τῆς πικρᾶς. καὶ αὐτὴ δὲ λεπτυντική, οὐρητική. βρωθέντα δὲ σὺν τῷ λέπει τὰ ἀμύγδαλα χλωρὰ στομάχου πλάδον ἀποκαθίστησιν.

124 πιστάκια τὰ γεννώμενα ἐν Συρίᾳ ὅμοια στροβίλοις, εὐστόμαχα. ἐσθιόμενα δὲ καὶ πινόμενα ἐν οἴνῳ λεῖα ἑρπετοδήκτοις βοηθεῖ.

[*](4 SIM. D. eup. II 102 (303) II 36 (249) II 111 (309) II 58 (270) I 23 (105) II 30 (239) II 31 (242) II 111 (309) II 9 (229).)[*](16 TEST. Garg. M. 53 (199, V R ): Dioscorides etiam prodesse stomacho arbitratur, si cum folliculo suo nucleus devoretur.)[*](18 SIM. Pl. XIII 51. XXIII 150 (e S. N.); Ath. XIV 649d; cf. Theophr h. pl. V 4, 7.)[*](18 EXC. Gal. XII 120; Paul. Aeg. VII 3 s. v., Garg. M. 55 (e Gal. et Diosc.); cf. Gal. VI 616.)[*](1 ἁρμόζει addidi ex Drib. 2 δὲ] τε Orib. κοιλίας μαλακτμκά ΗDi 3 ἀναγουγὰς Οrib. καὶ ἡδυόομου addidi ex Οrib. Dl cf. D. eup. 30 (239) μετʼ ἀμύλου καὶ ἡδυδσμου πινόμενα μεθʼ ὅδατος 4 νεφριτικὰ H, compend. scr. F περιπνευμονικὰ H, compend. scr. F 5 ὅδκει] οἴνῳ Q, at cf. D. eup. II 102 (303) ἄμύγδαλα πικρὰ σὺν ὅδαι, Pl. XXIII 144 ek aqua rotae δυσουριῶσι Di 8 ποντκοῦ om. Q: in melle sumitur nucis abellanae magnitudo Pl. τὸ μέγεθος Di καὶ om. vulgo ἀμέθνσα ibri: correxi cf. D, eup. I 23 (105) πρωτ λαμβανόμενα H 9 ζ΄ ἢ έ H: ἢ ζ΄ Di: quinis fere praesumptis Pl. cf. Plut. l. s. 10 αὐτῶν Q καὶ (alt.) om. Q 11 σὺν ὄξει δὲ ἑπιχρ. (om. κπὶ) Di 13 ποθὲν ἀκράτου Q varia lectio), ad rem cf. D. eup. II 31 (242) κόμμι ἀμυγδαλῆς πικρᾶς . . . μετὰ κράματος (sc. βῆχας θεραπεύει) 17 ἀποκαθιστῶσιν H)[*](18 num. cap. ρκδ QDi: ρλq΄ Dl)