De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

114

125 κάρυα βασιλικά, ἃ ἔνιοι Περσικὰ καλοῦσιν, ἐσθιόμενα δύσπεπτα, κακοστόμαχα, χολοποιά, κεφαλαλγῆ, βήσσουσιν ἐναντία. χρήθιμα δὲ βιβρωσκόμενα πρὸς ἐμέτους νήστει, καὶ θανασίμων φαρμάκων ἀντιφ άρμακον προδρωθέντα σὺν ἰσχάσι καὶ πηγάνῳ, πλείονα δὲ βρωθέντα πλατεῖαν ἕλμινθα ἐκτινάσσει· ἐπιπλάττεται δὲ καὶ μαστοῖς φλεγμαίνουσι καὶ στρέμμασι σὺν ὀλίγῳ μέλιτι καὶ πηγάνῳ. μετὰ δὲ κρομύου καὶ ἁλὸς καὶ μέλιτος πρὸς κυνόδηκτα καὶ ἀνθρωπόδηκτα ποιεῖ, πυρωθέντα δὲ σὺν τῷ κελύσει καὶ ἐπιτεθέντα τῷ ὀμφ αλῷους στρόφ ους παύει.

2 τὸ δὲ λέπυρον καὲν καὶ τριφ θὲν ἐν οἴνῳ καὶ ἐλαίῳ καὶ παιδίοις ἐπιχρισθέν, καλλίτριχόν ἐστι καὶ ἀλωπεκίας δασύνει, καὶ ἔμμηνα ἐφ ίστησι τὸ ἐντὸς αὐτοῦ λεῖον καὲν καὶ σὺν οἴνῳ προστιθέμενον, . τῶν δὲ παλαιῶν καρύων τὰ ἐντὸς καταπλασθέντα γαγγραίνας καὶ ἄνθρακας περιχαράσσει, καὶ αίγιλώπια καὶ ἀλωπεκίας μασηθέντα καὶ ἐπιτεθέντα ἰᾶται. γίνεται δὲ καὶ ἔλαιον ἐξ αὐτῶν κοπτομένων καὶ ἐκθλιβομένων, τὰ δὲ χλωρὰ ἦττον κακοστόμαχα, γλυκύτερα ὄντα, διὸ καὶ τοῖς σκόρδοις μείγνυται πρὸς τὸ τὴν δριμύτητα περιαιρεῖν αἴρει δὲ καὶ πελιώματα καταπλασθέντα.

3 τὰ δὲ Πον τικά, ἃ ἔνιοι λεπτοκάρυα καλοῦσι, κεφαλῆς [*](1 SIM. [Hipp.] π. δ. ΙΙ 55 (VI 564); Diocles frg. 26 W.); Phylot, Mnesith., Diphil. (Ath. II 53 f sq.); Pl. XXIII 147 sq. (e S. N.), unde Garg. M. 57 aliis e Gal. additis).) [*](1 EXC. Gal. XII 13 sq. (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Gal. Vl 609.) [*](6 SIM. Pl. XXIII 147 — Pl. 149 (ἀντίδοτον Μithridatis cf. Gal. VI 610) 147. D. eup. II 136 (327) — Pl. 148 eup. II 66 (281) — Pl. l48 eup. I 136 (162) 226 (210) — Pl. 148 eup. II 113 (314) — eup. II 43 (256) — Pl. 148 eup. I 97 (142) I 95 (141) — eup. II 83 (295) — Pl. 148 cup. I 201 (197) I 199 (196) — eup. 1 54 (118) — Pl. 148 eup. I 56 (119).) [*](20 SIM. Pl. XXIII 150; Ath. II 53 d; D. eup. II 31 (241) I 95 (141).) [*](20 EXC. Garg. M. 54 202, 4 sq.) cf. Gal. XII 16. VI 609.) [*](1 num. cap. ρκε QDi: ρλζ΄ DI tit. περὶ καρύων QDi ἔνιοι] sc. Diocles 1. s. 4 φαρμάκων ἐστὶν Di ἀντιφάρμακμ Di προβωθἐντα καὶ ἐπιβρωθέντα Di, at cf, D, eup. II 186 (326) ἀνενέργητα ποιςῖ τὰ θανἀσιμ προπινόμενα . . . κάρυα βασιλικὲ μετὰ ἐσχάδων 6 ἐπιπλάσσεται HDi post φλεγ- μαίνουσι add. καὶ ἀποστήμκσι Di 9 κατὰ τοῦ δυφαλοῦ D, eup. II 43 (256) 10 καὶ addidi 12 ἵστησι Di καὲν λνῖον Di 14 περιχαράσσει addidi αἰγιλόπια QDi καὶ ἀλωπεκίας om. Dl, fort. delenda 15 ἰᾶται συντόμως Di 20 tit. mg. add. περὶ λεπτοκαρύων Di: λεποκάρυα H κνφαλῆς κακοvτικά om. DiDl: κεφαλῆς addidi coll. Pl, nucis abellanae capitis dolorem faciunt, cf. Diphil. (Ath. II 54 b))

115
κακωτικά, κακοστόμαχα. καὶ αὐτὰ δὲ λεῖα σὺν μελικράτῳ πινόμενα βῆχα παλαιὰν ἰᾶται, φρυκτὰ δὲ ἐσθιόμενα σὺν πεπέρει ὀλίγῳ κατάρρουν πεπαίνει. ὅλα δὲ κατακαέντα λεῖα μετʼ ὀξυγγίου ἢ στέατος ἀρκείου ἀλωπεκίας περιχρισθέντα δασύνει. φασὶ δὲ ἔνιοι ὅτι μετὰ ἐλαίου τὰ κελύφη κεκαυμένα καὶ λειοτριβηθέντα ἐπὶ γλαυκοφθάλμων παιδίων τάς κόρας καὶ τρίχας μελαίνει καταβρεχομένου τοῦ βρέγματος.

126 μορέα ἢ συκάμινον δένδρον ἐστὶ γνώριμον, οὗ ὁ καρπὸς λυτικὸς κοιλίας, εὔφθαρτος, κακοστόμαχος. καὶ ὁ ἐξ αὐτοῦ δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ δρᾷ, ἑψηθεὶς δὲ ἐν χαλκώματι ἢ ἡλιασθεὶς στυπτικώτερος γίνεται. μιγέντος δὲ αὐτῷ ὀλίγου μέλιτος ποιεῖ πρὸς ῥεύματα καὶ νομὰς καὶ παρίσθμια φλεγμαίνοντα ἐπιτείνεται δὲ καὶ ἡ δύναμις αὐτοῦ παραμιγείσης στυπτηρίας σχιστῆς καὶ κηκίδος καὶ κυπέρου καὶ σμύρνης καὶ κρόκου, ἔτι δὲ καὶ μυρίκης καρποῦ καὶ ἴριδος καὶ λιβανωτοῦ. τὰ δὲ ἄωρα μόρα ξηρά κοπέντα ἀντὶ ῥοὸς τοῖς ὄψοις μείγνυται καὶ κοιλιακοὺς ὀνίνησιν.

ὁ δὲ τῆς ῥίζης φλοιὸς συνεψηθεὶς ὕδατι καὶ 2 ποθεὶς κοιλίαν λύει καὶ πλατεῖαν ἕλμινθα ἐκτινάσσει καὶ τοῖς ἀκόνιτον πεπωκόσι βοηθεῖ. τὰ δὲ φύλλα λεῖα σὺν ἐλαίῳ καταπλασθέντα πυρίκαυτα ἰᾶται, ἑψηθέντα δὲ ἐν ὀμβρίῳ ὕδατι σὺν [*](8 SIM. [Hipp] π. δ. II 55 (562); Diphil. Ath. II 51 f.), Pl. XXIII 134 sq. (e S. N.), unde Garg. M. 196, 14 R — Diphil. . s. Pl. XXIII 135 — D. eup. I 85 (136) Pl. 136 cf. Gal. XII 910. 928. 0rib. V 143. Aet. VIII 42. 43.) [*](8 EXC. Gal. XII 8 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s v) cf. Gal. VI 584.) [*](15 TEST. Gal. XIX 135: τὰ ἐκ τῆε σνκαμίνου μόρυ τὰ ἄωρα ξηρανθέντα καί κοπέν τα τοῖς ὄψοις ἐπιπάττεται καθάπερ καὶ ὁ κυρίως ὀνομαζόμενος ῥοῦς, ὡς καὶ ὁ Διο σκ ουρ ιδης ἐν τῶ πρύτῳ περὶ ὕλης λέγει.) [*](15 SΙΜ. Pl. XXIII 135 — Pl. 140 — Diph. . s. D. eup. II 66 (281) Pl. 135. Alex. Tr. II 594— Pl. 135 eup. II 137 (327) — Pl. 140 eup. I 178 (186) — Pl. 135 — Pl. 135 eup. II 121 (319) — Pl. 140 eup. I 69 (127)— Pl. 139 eup. I 71 (129) — eup. I 149 (170) — Pl. 135. 140.) [*](1 ἔστι κακοστόμαχα Di πινόμενα HDi: καταπινόμενα F (κατα e dittogr. natum) 3 καέντα Di ἀξουγγίου Di 4 ἐπιχρισθέντα Di 5 δὲ καὶ H κελὑφη om. F καὶ om. F 6 τὰ γλαυκώ(ό H) φθαλμα τῶν παιδίων Q ἐπὶ addidi post παιδίων habet μελαίνει τὰς κόρας Di τὰς κόρας] τοὺς ὁχθαλμοὺς Q (i. e. gloss. in text. recept.) τρίχα F 7 ἐπι- βρεχομένου Di) [*](8 num. cap. ρκq QDi: ρλή Dl ἡ συκάμι (ν superscr.) F (μορέα σικαμι (ν superscr.) ind.): ἤ συκαμινέα reliqui: quam multi sicaminum dicunt Dl, cf. Diph. l. s. οὗ] ἧς Di 9 λυτκὸς κοιλας] cf. Dioclis frg. 140 κακοστόμαχος] εὐστόμαχα Diph. 14 σχιστῆς] λευκῆε F καὶ κυπέρου om. HDi: qui peru Dl 16 μῶρα F 18 ἔλιν HDi)

116
ἀμπέλου καὶ συκῆς μελαίνης φύλλοις βάπτει τρίχας. ὁ δὲ χυλὸς τῶν φύλλων φαλαγγιοδήκτοις ἀρήγει ποθεὶς κυάθου πλῆθος, τοῦ φλοιοῦ δὲ καὶ τῶν φὑλων τὸ ἄφ έψημα διάκλυσμα εὔθετόν ἐστιν ὀδονταλγίας. ὁπίζεται δὲ περὶ τὸν πυραμητὸν τῆς ῥίζης περιορυχθείσης καὶ ἐκκοπείσης· εὑρίσκεται γάρ τῇ ὑστεραίᾳ ἐπίπαγός τις, ὅς πρός τε ὀδονταλγίας ποιεῖ καὶ φύματα διαφορεῖ καὶ κοιλίαν καθαίρει.

127 συκόμορον. ἔνιοι δὲ καὶ τοῦτο συκάμινον καλοῦσι. καλεῖται δὲ καὶ ὁ ἀπʼ αὐτοῦ καρπὸς συκόμορον διὰ τὸ ἄστομον τῆς γεύσεως. δένδρον δέ ἐστι μέγα, ὅμοιον συκῇ, πολύοπον σφόδρα, τοῖς φύλλοις ἐοικὸς μορέᾳ. φέρει δὲ καρπὸν τρὶς ἢ τετράκις τοῦ ἔτους, οὐκ ἀπὸ τῶν ἀκρεμόνων ὡς ἐπὶ τῆς συκῆς, ἀπὸ δὲ τοῦ στελέχους, ὅμοιον ἐρινεῷ, γλυκύτερον ὀλύνθου, οὐκ ἔχοντα δὲ κεγχραμίδας μηδὲ πεταινόμενον δίχα τοῦ ἐπικνισθῆναι ὄνυχι ἥ σιδήρῳ.

2 φύεται δὲ πλεῖστον ἐν Καρίᾳ καὶ ἐν Ῥόδῳ καὶ ἐν τοῖς οὐ πολυπύροις τόποις. βοηθεῖ δὲ ἐν ταῖς σιτοενδείαις διὰ τὸ διηνεκὲς τοῦ καρποῦ· ἔστι δὲ εὐκοίλιος ὁ καρπός, ἄτροφ ος, κακοστόμαχος. ἀπίζεται δὲ τὸ δένδρον πρὶν καρποφορεῖν ἔαρος τοῦ φλοιοῦ ἐξ ἐπιπολῆς λίθῳ θλωμένου βαθύτερον γὰρ θλασθεὶς οὐδὲν ἀνίησι. συλλέγεται δὲ σπόγγῳ [*](8 SIM. Theophr h. pl. IV 2, 1 sq. (Iunde Pl. XIII 56 sq.); de caus. pl. V 2, 4, Strab. XVII 823; Diod. I 84; Ath. II 51 bc; cf. lsid. XVII 7, 20.) [*](8 EXC. Orib. XII s. v. (συκόμορον — προερημένοις); Paul. Aeg. VII 3 s. v. cf. Gal. Vl 616 (unde Aet. I s. v.).) [*](3 ἀπόζεμα Di 4 ὀδοντμλγίαις libri (ut videtur): correxi 6 τις om. F δστιε Q 7 in fine cap. Samb. aliena e cod. nescio quo add. δοκεἷ δὲ εἷναι καί τινα μόρα ἄγρια παραπλήσια τῷ χαμμιβάτῳ, στυπτικαώτερα δέ, ὧν ὁ ὀπὸς ἧττον τερηδονίζεται, κατάντλημα φλεγμονῶν καὶ ἐπουλωτικὸν τοῦ φάρυγγος, πλνηω σαρκωτικόν. φύεται ἐν πολυσκίοιε καὶ ψυχροῖς τόποις) [*](8 num. cap. ρκζ QDi: ρλθ΄ Dl tit. περὶ σικυμορέας F : περὶ σνκομόρου HDi συκόμορον Drib. 9 ἄστομ?? F : ἄτονον reliqui, ad rem cf. Gal. VI 616 10 δὲ om. Η πολύκομον (κομον in ras.) HDi: πολύοπον δὲ τὸ δένδρον σφόρα ἐστί Theophr. l. s. 11 φέρον δὲ Οrib. γ΄ ἤ δ΄ Οrib.F : κκὶ τοῦθʼ οἱ μὲν τρὶς οἱ δὲ πλεονάκιε φασὶ γίννοθαι 12 ἢ] καὶ Di 13 ἐρίνω F, ad rem cf. Theophr. l. s. de caus. pl. V 2, 4 ὀλύνθων Di 14 οὐκ] μὴ Orib. 15 ἢ om. F post Καρίᾳ gloss. in text. recep. 0rib. ἐρινεὸς ἄρσενικῶς ἡ ἀγρία συκῆ παρὰ τὸ ἐριστικὸν εἶναι τὸ δένδρον καὶ τοἷς λίθοις καὶ πέτραις ἐπαναβλαστάνειν (Π 746 D.) 16 ἐν (alt.) om. Drib.Di οὐ om. F πολυπόροις Οrib. δὲ] γὰρ 0rib. 17 σιτοενδείαις Q: σιτοδείαις Οrib.Di 19 καρτνφορῆσαι ἔαρος 0rib.: καρποφορήσει νεαρόν HDi: καρποφορεῖν ἔαρος πρώτου Sar.; ad rem cf. quae Pl. XVI 182 de moro tradit φλοῦ Οrib. ἐπιβολῆς Οrib. 20 ρὐδὲ Οrib. δὲ om. Οrib.)

117
ἢ ἐρίῳ τὸ δάκρυον, καὶ ξηρανθὲν καὶ ἀναπλασθὲν ἐν ἀγγείῳ ὀστρακίνῳ ἀποτίθεται.

δύναμιν δὲ ἔχει ὁ ἀπὸς μαλακτικήν, κολλητικὴν τραυμάτων, 3 διαφο ρητικὴν τῶν δυσπέπτων. πίνεται δὲ καὶ συγχρίεται πρὸς ἑρπετῶν δήγματα καὶ σπλῆνας ἐσκιρριωμένους καὶ στομάχου ἀλγήματα καὶ φρικία· ταχέως δὲ τερηδονίζεται ὁ ἀπός.

γίνεται δὲ καὶ ἐν Κύπρῳ εἴδει διαφέρον πτελέᾳ γὰρ οὐ συκαμίνῳ τὰ φύλλα ἔοικε, τὸν δὲ καρπὸν φέρει κατὰ τὸ μέγεθος κοκκυμήλων καὶ γλυκύτερον. τὰ δὲ ἄλλα πάντα ὅμοια τοῖς προειρημένοις.

128 σῦκα πέπειρα τὰ ἁπαλὰ κακοστόμαχα, κοιλίας λυτικα — ῥᾳδίως δὲ ὁ ἐξ αὐτῶν ῥευματισμὸς ἵσταται—, ἐξανθημάτων καὶ ἱδρώτων προκλητικά, ἄδιψα δὲ καὶ σβεστικὰ θερμασίας. τὰ δὲ ξηρὰ τρόφιμα, θερμαντικά, διψητικώτερα, εὐκοίλια, ἄθετα δὲ ῥευματισμοῖς στομάχου καὶ κοιλίας, βρόγχῳ δὲ καὶ ἀρτηρίᾳ καὶ κύστει καὶ νεφροῖς εὔθετα καὶ τοῖς ἐκ μακρονοσίας κακοχροοῦσι καὶ ἀσθματικοῖς καὶ ἐπιλημπτικοῖς καὶ ὑδρωπικοῖς· ἀνακαθαίρει δὲ καὶ τὰ ἐν θώρακι ἀποζεσθέντα σὺν ὑσσώπῳ καὶ ποθέντα, ἁρμόζει δὲ καὶ παλαιαῖς βηξὶ καὶ τοῖς περὶ πνεύμονα χρονίοις πάθεσι, κοιλίαν τε μαλάσσει κοπέντα μετὰ νίτρου καὶ κνήκου καὶ ἐσθιόμενα.

τὸ δὲ ἀφέψημα 2 [*](3 SIM. Pl. XXIII 134 (qui moro attribuit quae D. de sycomoro tradit); D. eup. II 114 (315) eup. Π 24 (236).) [*](7 SIM. Theophr h. pl. IV 2, 3 (unde Pl. XIII 58).) [*](11 SIM. [Hipp.] π. δ. II 55 VΙ 564); Mnesith. Ath. III 80c); Phγlot. Ath. III 79 a): Diph. Ath. III 80 b); Ruf. (Orib. I 50) cf. Ruf. frg. 471 546 R); Pl. XXIII 117 (e S. N.), unde Garg. M. 49 cf. Isid. XVII 17 — Oiphil. s. — Ruf. 546 R — Pl. XXIII 120 — D. eup. II 1 (226) — Pl. . s. 121 — D. eup. I 87 (137) 90 (138) Pl. l. s. 121 — Pl. 121 — eup. II 102: (304) Pl. 121; Ruf. 11 R.— Pl. 120 eup. I 105 (146) — Pl. 121 — Pl. 122 — eup. II 63 (276) Pl. 122 —eup. Il 37 (250) Pl. 122 —eup. II 31 (243) Pl. 122 — eup. II 35 (249) Pl. 122 — Pl. 123.) [*](11 EXC. Gal. XII 132 (unde Paul. Aeg. VII 3 s. v) cf. VI 570 (unde Garg. M. 49); Sim. S. s. v. (e Gal.).) [*](2 δστρακίνῳ ἀποτίθετι ἀγγεῳ 0rib. 3 δύναμιν — δπός om, 0rib. 4 τῶν δυσπέπτων] δγκων Paul. Aeg. l. s. 5 σπλῆνας post ἐσκιρρ. colloc. Di, at cf. Paul. Aeg. l. s. στομάχου τε (om. καὶ) Di, at cf. Paul. Aeg. l s. 6 φρικίας H: φρικώδη Paul. Aeg. .l s., cf. D. IV 14 7 γενᾶται (sic) 0rib. διαφέρουσα F : διαχέρων 0rib. οὗσα συκαμίνῳ QDi 8 φέρει addidi τὸ om. Drib. 9 κοκκυμήλω 0rib.) [*](11 num. cap. ρκη QDi: ρμ΄ Dl 12 ὁ om. vulgo 15 βρόχῳ HDi 18 ἀποζεσθένεα Di: ἀναζεοθέντα reliqui 20 κοπέντα om, H 21 κνήκου] κνί ίκου F: nicu (i. e) cnicu Dl: κρόκου vulgo: correxi coll. D. IV 188)

118
αὐτῶν ταῖς περὶ ἀρτηρίαν καὶ παρίσθμια φλεγμοναῖς ἁρμόζει εἰς ἀναγαργάριθμα, καὶ εἰς τὰς ὠμηλύσεις δὲ μείγνυται καὶ εἰς γυναικείας πυρίας μετὰ τήλεως ἤ πτισάνης, σὺν πηγάνῳ δὲ στρόφων ἐστὶν ἔγκλυσμα. καταπλαττόμενα δὲ έφ θὰ λεῖα διαφορεῖ σκληρίας, παρωτίδας, δοθιῆνας μαλάττει, φ ύγεθλα πεπαίνει, καὶ μᾶλλον σὺν ἔριδι νίτρῳ ἢ ἀσβέστῳ καὶ ὠμὰ δὲ κοπέντα σὺν οἷς εἴρηται τὰ αὐτὰ δρᾷ. σὺν σιδίῳ δὲ ῥόας πτερύγια ἀνακαθαίρει, μετὰ χαλκάνθου δὲ τὰ ἐν κνήμαις δυσαλθῆ καὶ ῥευματικὰ καὶ κακοήθη θεραπεύει.

3 ἐψηθέντα δὲ. ἐν οἴνῳ καὶ μιγέντα ἀψινθίῳ καὶ κριθίνῳ ἀλεύρῳ ὑδρωπικοὺς μὠφελεῖ καταπλασθέντα· κεκαυμένα δὲ καὶ μιγέντα κηρμτῇ χιμέτλας ἰᾶται, λεῖα δὲ ὠμὰ σὺν νάπυι ὑγρῷ ἀναλημφ θέντα καὶ ἐντεθέντα ἐν ὠσὶν ἤχους ναὶ κνησμοὺς θεραπεύει.

ὁ δὲ ὀπ ὸς τῆς ἀγρίας καὶ τῆς ἡμέρου συκῆς πηκτικός ἐστι γάλακτος ὥσπερ ἡ πιτύα· λύει δὲ καὶ τὸ πεπηγὸς ὥσπερ καὶ τὸ ὄξος, ἑλκωτικός τε σωμάτων καὶ ἀναστομωτικός, κοιλίας τε λυτικὸς καὶ ὑστέρας ἀναχαλαστικὸς μετὰ ἀμύλου λείου πινόμενος, καὶ ἐμμήνων ἀγωγὸς προστεθεὶς σὺν ᾠοῦ λεκίθῳ ἢ κηρῷ Τυρρηνικῷ, ποδαγρικοῖς τε καταπλάσμασι χρήσιμος μετὰ τηλίνου ἀλεύρου καὶ ὄξους.

4 σμήχει δὲ καὶ λέπρας καὶ λειχῆνας, ἐφ ήλεις, ἀλφούς, ψώρας σὺν ἀλφ ίτῳ, καὶ σνορπιοπλήκτοις κατὰ τῆς πληγῆς ἐπισταζόμενος καὶ ἰοβόλοις καὶ κυνοδήκτοις βοηθεῖ, [*](1 SIΜ. Pl. 122 — D. eup. II 45) (257) Pl. 123 — eup. I 153 (172) — Pl. 122. 128 — eup. I 144 (166) Pl. 122 — eup. I 190 (194) Pl. 123 — eup. I 185 (192) Pl. 123 — eup. II 65 (280) Pl. 123. — D. eup. I 181 (190) — eup. I 63 (124) 64 (126) — Pl. XXIII 117. 126 — D. eup. II 76 (288) Pl. 117. 126 — D. eup. I 235 (216) Pl. l. s. 117. 126.) [*](20 SIM. Pl. XXIII 117. 126 D. eup. I 118 (151)— Pl. 118. 126 eup. II 122 (321) — Pl. 1. s. 126 eup. II 113 (314) — Pl. 1. s. 127 eup. I 71 (129) — Pl. l. s. 118 eup. I 176 (185) — Pl. 126 — Pl. 127 — Pl. 126.) [*](3 γυναικείους HDi: compend scr. F δὲ ἀφεφημένα HDi 5 fort. σκληρίας καὶ μαλάσσει HDi 8 καλακάνθου FDl: καλαμίνθ ης Serap., at cf. Pl. XXIII 123 tibiarum ulceribus cum aeris flore (sc. prosunt) 9 δευματικὰ δυσαλθῆ Di: δήγματα coni. Serap.: fort. καὶ κακοήθη καὶ δνιματκὰ coll. DI ἰᾶται Di 11 κμὶ om. Di 12 νάπυι] νίτρῳ non recte coni. Marc. cf. D. eup. I 63 (124) σῦκον λεἷον ἀνμλημφθὲν σὺν σινήπει καὶ νίτρῳ (Sc. ἤχους θερμπεύει) 13 κνησμοὺς] συρισμοὺς coni. Marc.: pruriginem DI 14 nov. cap. (ρμά ) inc. DI 15 καὶ (alt) om. Di 16 ad ἀνκστοπμητικός cf. Gal. XI 751 17 ἀμυγδάλου libri. ἀμύλου Dl: corr. Samb. coll. Pl. XXIII 117 siccatur (sc. fici sucus) ad aperienda ulcera, cienda menstrua adpositu cum iuteo oui aut potu cum amylo 19 χρήσικον τηλίνου] σητανίου D. eup. I 235 (216): cum farina Graeci feni Pl. l. s. 20 καὶ (pr.) om HDi 21 ψώρας ἀχῶρας HDi 22 ιθέμενος (ἐπιστζό superscr.) Di)

119
καὶ ὀδονταλγίας ὠφελεῖ ἐρίῳ ἀναλημφθεὶς καὶ εἰς τὸ βρῶμα ἐντιθέμενος, καὶ μυρηκίαν αἴρει στέατι περιπλασθείσης τῆς ἐν κύκλῳ σαρκός. τὰ αὐτὰ δὲ καὶ ὁ χυλὸς ποιεῖ τῶν ἀπὸ τῆς ἀγρίας συκῆς ἁπαλῶν κλάδων, ἡνίκα ἂν ἔγκυοι ὦσι, μηδέπω δὲ τοῦ ὀφθαλμοῦ βεβλαστηκότος. κοπτόμενοι δὲ ἐκθλίβονται, καὶ ὁ χυλὸς ξηραινόμενος ἐν σκιᾷ ἀποτίθεται. λαμβάνεται δὲ καὶ εἰς ἑλκωτικὰς δυνάμεις ὅ τε ὀπὸς καὶ ὁ χυλός.

αἱ δὲ κράδαι 5 ἁπαλαὶ βοείοις κρέασι συγκαθεψόμεναι εὐέψητα ταῦτα ποιοῦσι, καὶ τὸ γάλα δὲ λυτικώτερον ἐν τῇ ἑψήσει κινούμενον αὐταῖς ἀντὶ σπάθης παρασκευάζουσιν.

οἱ δὲ ὄλυ ν θ ο ι, ὑπὸ δέ τινων ἐρινεοὶ καλούμενοι, ἑφθοὶ καταπλασθέντες πᾶσαν συστροφὴν καὶ χοιράδας ἐκμαλάσσουσιν, ὠμοὶ δὲ μυρμηκίας καὶ θύμους σὺν νίτρῳ καὶ ἀλεύρῳ καταπλασθέντες αἴρουσι. καὶ τὰ φύλλα δὲ τὰ αὐτὰ δύναται· σὺν ὄξει δὲ καὶ ἁλκὶ καταπλασθέντα ἀχῶρας, πίτυρα, ἐπινυκτίδας ιᾶιαι. παρατρίβεται δὲ αὐτοῖς καὶ τὰ συκώδη καὶ τραχέα τῶν βλεφάρμων, καὶ λεῦκαι δὲ καταπλάσσονται τοῖς τῆς μελαίνης συκῆς φύλλοις ἢ τοῖς κλάδοις. ποιεῖ καὶ πρὸς τὰ κυνόδηκτα σὺν μέλιτι καὶ πρὸς τά κηρία.

ἀνάγουσι δὲ οἱ ὄλυνθοι καὶ 6 ὀστᾶ σὺν μήκωνος ἀγρίας φύλλοις, δοθιῆνάς τε σὺν κηρῷ διαλύουσι, λύουσι, σὺν ἀρόβῳ δὲ καὶ οἴνῳ καταπλασθέντες πρὸς μυογαλῆς δήγματα καὶ σκολοπένδρας ἁρμόζουσι.

γίνεται δὲ καὶ κ ο ν ία ἀγρίας συκῆς καὶ ἡμέρου, καέντων τῶν κλάδων, ἐκ τῆς τέφρας. πολύβροχον δὲ αὐτὴν δεῖ ποιεῖν καὶ παλαιοῦν. ἁρμόζει δὲ εἰς τὰ καυστικὰ καὶ γαγγραινούμενα ἀνακαθαίρει δὲ καὶ ἀναλίσκει τὰ περισσά. χρῆσθαι δὲ αὐτῇ δεῖ σπόγγον βρέχοντας συνεχῶς καὶ ἐπιτιθέντας, ἐφ᾿ ὧν δὲ καὶ [*](11 SΙM. Pl. XXIII 127: D. eup. I 154 (173) — cup. I 176 (185) — Pl. s. 127: — D. eup. I 47 (115 ubi ὀλύνθου pro συκῆς corrige) — eup. I 118 (151) — Pl. 128 eup. II 113 (314) — Pl. 128 eup. I 172 (183)— Pl. 128 eup. I 163 (179) — eup. I 144 (166) — Pl. 129 eup. Π 123 (322).) [*](11 EΧC. Gal. XII 88.) [*](23 SΙΜ. Pl. XXIII 124 sq. D. eup. 1 211 204) II 47 (259) ΙΙ 161 (336) ΙΙ 121 (320).) [*](4 μήπω HDi δὲ om. HDi 7 κράδοι HDi 8 ἁπαλαὶ addidi καθεφδμεναι HDi 10 ἀντὶ σπάθηε αὐταῖς HDi 11 mg. add. ρκη περὶ σλύνθων Di: cap. ρμβ΄ inc. Dl ὄλυνθοι (ἄγριοι superscr.) H 12 καὶ om. H 14 δύνανται F 15 καταπλαοθέντες QDi: corr. Sarac. καὶ ἐπινυκτίδας Di 16 ἰῶνται Di 18 τοῖε κράδοις FDi: fort. ταῖς κράδαις coll. D. eup. 1 118 (151) σικῆς μελαίνης κράδαι ποιεῖ δὲ καὶ Spr. 31 μνογαλῆς F : μυγαλῆς reliqui cf. D, Π 68 23 cap. ρκγ΄ inc. DI 24 κλάδων ibri: fort. κρμδῶν 25 δὲ καὶ HDi 26 δὲ (pr.)] γὰρ Di)

120
ἐγκλύζοντας, ὡς ἐτὶ δυσεντερικῶν καὶ παλαιῶν ῥευμάτων καὶ κόλπων ὑπονόμων καὶ μεγάλων καθαίρει γὰρ καὶ κολλᾷ καὶ σαρκοῖ καὶ συμφύει ἐοικότως τοῖς ἐναίμοις.

7 καὶ ποτίζεται δὲ πρὸς αιιἵματος ἐκθρόμβωσιν καὶ πτώματα, ῥήγματα, σπάσματα, αὐτῆς σὺν ὕδατος ἑνὶ κυάθῳ προσφάτου διυλισμένης καὶ ἐλαίου μιγέντος ὀλίγου, κοιλιακοῖς δὲ καὶ δυσεντερικοῖς καθʼ ἑαυτὴν κυάθου πλῆθος βοηθεῖ διδομένη, καὶ τοῖς νευρικοῖς δὲ καὶ σπαστικοῖς σύγχρισμα ἁρμόδιον σὺν οἴνῳ ἱδρῶτας κινοῦσα, καὶ πρὸς γύψου πόσιν καὶ φ αλαγγίων δήγματα πίνεται. παρέχουσι δὲ τὰ αὐτὰ καὶ σἱ λοιπαὶ κονίαι, μάλιστα δὲ ἡ δρυίνη, στυπτικαὶ δέ εἰσι πάσαι.

129 περσα ία δένδρον ἐστὶν ἐν Αἰγύπτῳ, καρπὸν φέρον ἐδώδιμον, εὐστόμαχον, ἐφ᾿ οὗ καὶ τὰ λεγόμενα κρανοκόλαπτα φαλάγγια εὑρίσκεται, μάλιστα δὲ ἐν τῇ Θηβαίδι.

δύναμιν δὲ ἔχει τὰ φύλλα λεῖα ἐπιπαττόμενα ξηρὰ αἱμορραγίας ἱστᾶν. τοῦτο δὲ ἱστόρησάν τινες ἐν Περσίδι ἀναιρετικὸν εἷναι, μετατεθὲν δὲ εἰς Αἴγυπτον ἀλλοιωθῆναι καὶ ἐδώδιμον γενέσθαι.

[*](12 SΙM. Theophr. h. pl. ΙV 2, 5 ΙΙΙ 3, 5. PI. XV 45 sq. XIII 63; Strab. XVII 822. 823; Diod. I 34, Plut. de Is. et Dsir. 68; Paus. V 14, 3; schol. Nic. Th. 64; Al. 101 cf. Drib. I 581 (Dar.))[*](12 EXC Oribb. XII s. v. (περσαία — αἰγύπτῳ); Gal. ΧΙΙ 97 (unde Aet. Ι s. v. aliis aliunde additis. Paul. Aeg. VII 8 s. v.) Gal. VI 617.)[*](1 ἐγκλύζονται Di 5 σὺν ὕδατος κυάθῳ εροσφάτως διυλισμένη Di: σὺν ὕδατι ῖσα (= ὕδτος ᾶ) κυάθῳ τῆς εροσᾳἀτου (προσχάτως Η) διυλισμένηε (δμλνσμένης F) Q: datur cyato uno Dl: correxi 7 βοηθεῖ διδομένη om. 8 σπαστικοῖς F: σπέσμασι reliqui)[*](12 num. cap. ρκθ QDi: ρμα΄ DI περσαία F (περσέα ind.): περσέα reliqui 13 κρανιόκομο F: craniocolla Dl, cf. schol. Nic. Th, 764 15 ἐπτλαττόμενα HDi αἱμορραγίαν HDi 18 in fine add. Di cap. de lberide cf. II 174 subscr. τέλος τοῦ πρώτου λόγου Η: πεδακίου διοσκουρίδου ἀναζερβέωε περὶ ὕλης ἰατρικῆς λόγος πρῶτος F)
121

Ἐν μὲν τῷ πρὸ τούτου βιβλίῳ, φίλτατε Ἄρειε, ὄντι πρώτῳ τῶν περὶ ὕλης ἰατρικῆς ἡμῖν συντεταγμένων, παρεδώκαμεν τὸν περὶ ἀρωμάτων καὶ ἐλαίου καὶ μύρων καὶ δένδρων καὶ τῶν γεννωμένων ἐξ αὐτῶν ὀπῶν τεκοὶ δακρύων καὶ καρπῶν λόγον, ἐν δὲ τούτῳ δευτέρῳ ὄντι ἐπελευσόμεθα περί τε ζῴων καὶ μέλιτος καὶ γάλακτος καὶ στέατος καὶ τῶν λεγομένων σιτηρίων, ἔτι δὲ λαχάνων, ὑποτάξαντες αὐτοῖς ὅσα δριμείᾳ τῶν βοτανικῶν κέχρηται δυνάμει διὰ τὸ συγγένειαν ἔχειν αὐτά, ὥσπερ τὰ σκόρδα καὶ τὰ κρόμυα καὶ νᾶπυ, ἵνα μὴ διαζευχθῇ τῶν ὁμογενῶν ἡ δύναμις.

1 ἐχῖνος θα λά σσιος εὐστόμαχος, εὐκοίλιος, οὐρητικός, οὗ τὸ ὄστρακον ὠμὸν μείγνυται χρησίμως τοῖς πρὸς τὰς ψώρας ἁρμόζουσι σμήγμασι, κεκαυμένον δὲ καθαίρει τὰ ῥυπαρὰ ἕλκη καὶ καταστέλλει τὰ ὑπερσαρκοῦντα.

2 καὶ τοῦ χερσαί ίου δὲ ἔχίνου τὸ δέρμα καὲν πρὸς ἀλωπεκίας μετὰ πίσσης ὑγρᾶς καταχριόμενον ἁρμόζει. ἡ δὲ σάρξ [*](11 SΙΜ. Diph. (Ath. III 91a); Ael. n. a. XIV 4 — Pl. XXXII 127 D. eup. I 186 (192) Ael. 1. s. — eup. I 189 (198).) [*](13 EXC. Gal. XII 355: ἔνιοι γοῦν μὐτῷ πρός τε τὰ ὑπερσαρκήσαντα καὶ τὰ ῥνπαρὰ τῶν ἑλκῶν ἐχρήσαντο. cf. Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](15 SIM. Asclep. (Gal. ΧΙΙ 413); Ael. n. a. XIV 4; D. eup. I 95 (140); II 102 (303); II 63 (277); I 229 (212).) [*](15 EXC. Gal. XII 321: ἔγραψαν δὲ καὶ ἄλλων ζῴων ἔνιοι σάρκας ὠφεῖεν ἐσθιομένας τε καὶ κατὰ πεπονθότων μερῶν ἐπιτιθεμέναε, σἷον τὴν τοῦ χερσίου ἐχίνου σκελετευθεῖσαν, εἰ ποθείη, ἐλεφαντιῶσιν καὶ καχέκταις καὶ σπασμώδεσιν καὶ νεφριτικοῖς, ἔτι τε τοῖς τὸν ἀνὰ σάρκα προσαγορευόμενον ὕδερον ἔχουσιν.) [*](1 tit. πεδακίου διοσκουρίδου ἀναζαρβέως περὶ ὕλης ἰατρικῆς λόγος δεὑτερος QDi 2 μὲν om. Di πρὸ τούτου] πρώτῳ HDi ἰατρικῆς add. Treu 8 δριμέᾳ F: δρκέα reliqui 9 σκόροθα HDi 10 κρόμμυα HDi) [*](11 num. cap. ρλ QDi tit. περὶ ἐχίνου F: περὶ ἐχίνου θαλασσίου reliqui θμλάττιος HDi 12 post χρησίμως add. ῥπτηθὲν Di: cuius corium crudum miscetur medicaminibus Dl 13 μίγμασι Q) [*](15 num. cap. ρλα QDi tit. περὶ ἐχίνου Q: περὶ ἐχίνον χερσαου Di)

122
σκελετευθεῖσα καὶ πινομένη μετὰ ὁξυμέλιτος βοηθεῖ νεφριτικοῖς καὶ τοῖς ὑπὸ σάρκα ὕδρωψι καὶ σπασμώδεσιν, ἐλεφαντιῶσι, καχέκταις. ξηραίνει δὲ καὶ τοὺς περὶ τὰ σπλάγχνα ῥευματισμούς. καὶ τὸ ὖπαρ δὲ αὐτοῦ ξηρανθὲν ὑπ ὀστράκου ἡλιοκαύστου καὶ ἀποτεθὲν πρὸς τὰ αὐτὰ ὁμοίως διδόμενον ἁρμόζει.

3 ἱππόκαμπος θαλάσσιόν ἐστι ζῷον μικρόν, οὖ καέντος ἀναλημφ θεῖσα ἡ τέφρα πίσσῃ ὑγρᾶ ἢ ὀξυγγίῳ ἢ ἀμαρακίνῳ μιύρῳ καὶ καταχρισθεῖσα ἀλωπεκίας δασύνει.

4 πορφύρα καεῖσα δύναμιν ἔχει ξηραντικήν, θμηκτικὴν ὀδόντων, ὑπερσαρκιυμάτων δὲ κατασταλτικήν ἀνακαθαρτικὴν ἑλκῶν καὶ ἀπουλωτικήν.

τὰ δὲ αὐτὰ ποιοῦσι καὶ οἱ κ ἡρυκες καέντες, καυστικώτεροι ὄντες, ἐὰν δέ τις ἁλῶν πληρώσας αὐιοὺς ἐν ὠμῇ χύτρᾳ πάλιν καύσῃ, ἁρμόζουσι πρὸς σμῆξιν ὀδόντων καὶ κατακαύματα ἐπιπλασθέντες. ἐᾶν δὲ δεῖ ἀποστρακοῦσθαι τὸ φάρμακον ἀπουλωθέντος γὰρ τοῦ κατακαύματος αὐτόματον ἀποπίπιει.