De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

113 κεράσια καὶ αὐτὰ μὲν χλωρὰ λαμβανόμενα εὐκοίλια τυγχάνει, ξηρὰ δὲ ἵστησι κοιλίαν. τὸ δὲ κόμμι τῶν κεράσων βῆχα χρονίαν ἰᾶται λαμβανόμενον μετὰ κράματος, εὔχροιάν τε καὶ ὀξυδερκίαν καὶ ὄρεξιν ποιεῖ· ὠφελεῖ δὲ καὶ λιθιῶντας μετʼ οἴνου πινόμενον.

[*](14 SIM. Pl. XXIII 164 (e S. N.).)[*](14 EXC. Orib. XI s. v. μυρρίνη (τὸ δὲ — καρποῦ).)[*](14 TEST. Gal. XIX 123: μυρτίδανον οἱ πλεῖστοι μὲν τὸ πέπερι. Διοσ- κουρίδης δὲ ὁ Ἀναζαρβεὺς ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης ἐπίχυσιν ἀνώμαλον καὶ ὀχθώδη περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 141 (e S. N.); Diphilus (Ath. II 51a); D. eup. II 31 (242) I 111 (149).)[*](21 EXC. Gal. XII 22 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Gal. VI 588; Garg. M. 52 (e Pl. Gal. Diosc); Sim. S. s. v. cf. Hehn 5 346 sq.)[*](4 τόποις suspectum δὲ addidi 5 γὰρ post ὀμφακίνου add. HDi 7 παρωνυχίσι HDi: παρωνυ [χ΄ superscr.) F 8 καταπάττεται (e καταπλ. corr.) F 10 παρωνυχίας καὶ πτερύγια H 14 tit. περὶ μυρτιδάνου mg. add. Di 17 τε] δὲ Orib. 18 τοῦ καρποῦ Orib.Di)[*](21 num. cap ριγ QDi: om. DI 22 κερασίων Q, cf. Gal. l. s. 24 δὲ om. F)
107

114 κεράτια χλωρὰ μὲν λαμβανόμενα κακοστόμαχα τυγχάνει καὶ κοιλίας λυτικά, ξηρανθέντα δὲ ἵστησι κοιλίαν, εὐστομαχώτερα ὄντα, καὶ διουρεῖται, μάλιστα δὲ τὰ ἐκ τῶν στεμφύλων συντιθέμενα.

115 μηλέας πάσης τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη καὶ οἱ βλαστοὶ στύφουσι, μάλιστα δὲ τῆς κυδωνίας. καὶ ὁ καρπὸς ἔνωμος μὲν στυπτικὸς καθέστηκε, πεπανθεὶς δὲ οὐχ ὁμοίως. τὰ δὲ τοῦ ἔαρος ἀκμάζοντα μῆλα χολοποιά, ἄθετα τῷ νευρώδει παντί, ἐμπνευματοῦντα.

τὰ δὲ κυδώνια εὐστόμαχα, οὐρητικά — ὀπτηθέντα δὲ προσηνέστερα γίνεται —, χρήθιμα κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς καὶ αἱμοπτυικοῖς καὶ χολεριῶσι, μάλιστα δʼ ὠμά· καὶ τὸ ἀπόβρεγμα δὲ αὐτῶν ἁρμόζει τοῖς στόμαχον ἢ κοιλίαν δευματιζομένοις ἐν ποτῷ.

ὁ δὲ χυλὸς ὠμῶν αὐτῶν λαμβανόμενος ἀρθοπνοικοὺς 2 ὠφελεῖ, τὸ δὲ ἀφέψημα πρόσκλυσμα δακτυλίου καὶ ὑστέρας προπτώσει. τὰ δὲ ἐκ τοῦ μέλιτος καὶ αὐτὰ μὲν οὐρητικά, τὸ δὲ μέλι τὴν αὐτὴν ἀναλαμβάνεται δύναμιν· στεγνωτικὸν γὰρ καὶ στυπτικὸν γίνεται· τὰ δὲ σὺν τῷ μέλιτι ἑψόμενα εὐστόμαχα μὲν καὶ εὔστομα, ἧττον δὲ στεγνωτικά. τὰ δὲ ὠμὰ [*](1 SIM. Pl. ΧΧΙΙΙ 151 (e S. N.), cf. Pl. XV 95.) [*](1 EXC. Gal. XII 23 s. v. κερατωνία, cf. Garg. M. 51 (e D. Pl. Gal).) [*](5 SΙΜ. Hipp.] π. δ. VI 562 L. Pl. XXIII 100 (e S. N); Diphil. Ath. III 80 e); Sim. S. s. v. (63, 9).) [*](5 EXC. Gal. XII 75. VI 594. Garg. M. 42.) [*](7 TEST. Garg. M. 42: Dioscorides quod ad aestiva mala pertineat ita sentit ut ea crederet flegma nutrire (?), fellis ardores excitare, inflationes movere, nervosis partibus minime convenire.) [*](10 SIM. Hipp. π. δ. VI 562 L. P1. XV 37. XXIII 100 (e S. N.); Ath. III 81 a sq.; D. II 49 (262) II 30 (240) II 50 (263) II 39 (253) I 224 (209) II 12 (231) II 62 (275) I 217 (207) I 19 (107).) [*](10 EXC. Gal. XII 76. VI 602 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s v.); Garg. M. 43 (e D. Pl.); Isid. XVII 7, 4, Sim. S. s. v. (48 L).) [*](10 TEST. Garg. M. 43: cydonea plurimi medici eustomacha crediderunt. eadem Dioscorides et diuretica existimat, austeritatis fortasse beneficio.) [*](1 num. cap. ριδ QDi: ρκα΄ Dl 3 διουρεῖται F : διουρητικά reliqui verba ἐκ τῶν στεμφύλων (στεμφύλλων F) συντιθέμενα corrupta: maœime qui eœ foliis componuntur Dl: τὰ ἐκτὸς τῶν στεμφύλων ἐσθιόμενα coni. Lac., sed incerta haec) [*](5 num. cap. ριε QDi: ρκβ΄ Dl 8 νὔθετα (εὐ in ἀ corr.) F, cf. Garg. M. l. s. 10 mg. add. ριέ περὶ κυδωνίων μήλων Di: nov. cap. (ρκγ΄ ) inc. Dl 12 ἐμπνκοῖε HDi: ἐμπῦοιε F: emptoicis Dl: prosunt sanguinem excreantibus Pl.: corr. Sar. καὶ (alt) om. H δʼ addidi)

108
καταπλάσμαδ: μείγνυτ ται πρὸς στέγνωσιν κοιλίας, θτομάχου άνατροπὴν καὶ πύρωδιν μαστοὺς φλεγμαίνοντας, σπλῆνας ἐσκιρριμένους, κονδυλώματα. γίνεται δὲ ναὶ οἷνος ἐξ αὐτῶν κοπτομένων καὶ ἐκθλιβομένων, πρὸς διαιονὴν μειγνυμένου τοῖς δέκα δύο ξέσταις τοῦ χυλοῦ μέλιτος ξέστου ἑνός, ἐπεὶ ὀξίζει. ἁρμόζει δὲ πρὸς τὰ εἰρημένα πάντα.

3 καὶ χρῖσμα δὲ ἐξ αὐτῶν σκευάζεται τὸ καλοίμενον μήλινον, ᾧ χρώμεθα, ὁπόταν στυπτικοῦ ἐλαίου δεηθῶμεν. ἐκλέγεσθαι δὲ δεῖ τὰ ἀληθινά· μικρὰ δέ ἐστι καὶ τεριφερῆ καὶ εὐώδη ταῦτα. τὰ δὲ λεγόμενα στρουθία καὶ μεγάλα ἦττόν ἐστιν εὔχρηστα. τὰ δὲ ἄνθη αὐτῶν ξηρά τε καὶ χλωρὰ καταπλάσμασιν εὔθετα πρὸς τὰ στύψεως χρείαν ἔχοντα καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ πρὸς αἵματος ἀναγμωγὰς καὶ κοιλίας ῥύσιν καὶ ἐμμήνων φοράν ἁρμόω μετὰ οἴνου πινόμενα.

τὰ δὲ μ ελίμηλα κοιλίαν μαλάσσει καὶ θηρία ἐκτενάσσει, κακοστόμαχα καὶ καύσου ποιητικὰ ὄντα. καλεῖται δὲ ὑπό τινων γλυκύμηλα.

4 τὰ δὲ Ηπειρωτ τικ ὰ λεγόμενα Ρωμαιστὶ δὲ ὀρβικλᾶτα, εὐστόμαχα, κοιλίας σταλτικά, οὔρων προκλητικά, ἀτονώτερα μέντοι τῶν κυδωνίων ἐστίν.

τὰ δὲ ἄγρ ια ἔοικε τοῖς ἐαρινοῖς στύφιβτα. δεῖ δὲ πρὸς τὰ στύψεως χρήζοντα ἀωροτέροις ἅπασι χρῆσθαι.

τὰ δὲ Περσικ ὰ μῆλα εὐστόμαχα, εὐκοίλια τὰ πέπειρα, τὰ δὲ ἔνωμα στεγνωτικά κοιλίας, ξηρανθέντα δὲ στεγνωτικώτερα γίνεται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ξηρῶν λαμβανόμενον στόμαχον καὶ κοιλίαν ῥευματιζομένην ἵστησιν.

[*](15 SIM. Pl. XXIII 10(e S. N) cf. Pl. XV 51. Isid. XVII 5. Geop. X 20, 1.)[*](18 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N) cf. Pl. XV 51. Ath. III 80f.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N.).)[*](23 SIM. Pl. XV 39. XXIII 132 cf. Isid. XVII 7, 7.)[*](23 EXC. Gal. XII 76. VI 592 (unde Aet. I s. v.), Garg. M. 44 (cf. A. Mai I 394).)[*](4 μιγνὑμενος H 5 ι?? libri: X Dl: correxi coll. D, V 28 8 ἀληθινά] ἀρρενικὰ non recte coni. Sambuc. 12 καὶ (alt.) om. Di 13 ἀναγω (γ supereor.) F κοιλίας τε (om. καὶ) Di 15 mg. add. περὶ μελαήλων Di: nov. cap. (ρκδ΄) inc. Dl 16 καὶ] δὲ Q ὄντα om. Di 18 mg. add. περὶ δπερωτκῶν μήλων Di ὀβρκλατω QDi: correxi coll. Ath. III 80 f. 21 mg. add. περὶ ἀγριομήλων Di 23 mg. add. περὶ μήλων περσικῶν Di: nov. cap. (ρκέ ) inc, Dl 24 καὶ στεγνωτωιάτερα vulgo 25 γίνονται HDi, ξηρὸν F)
109

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ 5 βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

τὰ δὲ Μηδικὰ λεγόμενα ἢ Περσικὰ ἢ κεδρόμηλα, Ῥωμαιστὶ δὲ κίτρια, πᾶσι γνώριμα. φυτὸν γάρ ἐστι καρποφοροῦν διʼ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπαλλήλως, αὐτὸ δὲ τὸ μῆλον ἐπίμηκες, ἐρρυτιδωμένον, χρυσίζον τῇ χρόᾳ, εὐῶδες μετὰ βάρους, σπέρμα ἔχον ἀπίῳ ἐοικός.

δύναμιν δὲ ἔχει ποθέντα ἐν οἴνῳ ἀντενεργεῖν θανασίμοις κοιλίαν τε ὑπάγειν, διάκλυσμά τέ ἐστι πρὸς εὐωδίαν στόματος τὸ ἀφέψημα καὶ ὁ χυλὸς αὐτῶν. βιβρώσκεται δὲ μάλιστα ὑπὸ γυναικῶν πρὸς τὴν κίσσαν· φυλάττειν δὲ καὶ ἱμάτια δοκεῖ ἄβρωτα ἐπιτιθέμενα κιβωτίοις.

116 ἀπίου δὲ πολλὰ εἴδη. πᾶσαι δὲ στύφουσιν, ὅθεν εἰς τὰ ἀποκρουστικὰ καταπλάσματα ἁρμόζουσιν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν ξηρανθεισῶν καὶ αὐταὶ δὲ λαμβανόμεναι ὠμαὶ κοιλίαν ἱστᾶσι· βλάπτουσι δὲ ἐσθιόμεναι τοὺς νήστεις. ἡ δὲ ἀχρὰς εἶδός ἐστιν ἀγρίας ἀπίου βραδέως πεπαινόμενον. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικωτέραν τῆς ἀπίου ὅθεν καὶ πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει· στύφει δὲ καὶ τὰ φύλλα αὐτῆς. ἡ δὲ ἐκ τοῦ ξύλου αὐτῶν τέφρα βοηθεῖ ἐνεργῶς τοῖς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένοις. φασὶ δέ τινες ὅτι, κἂν συνεψήσῃ τις ἀχράδας μύκησιν, ἀβλαβεῖς αὐτοὺς γίνεσθαι.

[*](1 SIM. Pl. XV 40. lsid. XVII 7, 7.)[*](1 EXC. Gal. XII 76. VI 593.)[*](3 SIM. Theophr h. pl. IV 4, 2. Ath. III 83 a sq. Pl XXIII 105; D. II 135 (326); Macr. sat. III 19, 4; Isid. XVII 7, 8.)[*](3 EXC. Gal. XII 77. VI 618; Garg. M. 45 cf. Sim. S. s. v. κίτρα. Serv. com. in Verg. G. II 126.)[*](13 SIM. Hipp.] π. δ. Π 55 562); Pl. XXIII 115sq. (e S. N.).)[*](13 EXC. cf. Gal. XI 834. VI 603 (unde Garg. M. 40); ID. eup. H 47 (259). Π 140 (336).)[*](13 TEST. Garg. M. 40: pirorum naturam Dioscorides stypticam credidit et ideo contrita inposita impetus omnes incurrentis umoris avertere eaque ratione compescere etiam quae de tumore sublata sunt.)[*](1 mg. add. περὶ μήλων ἀρμενιακῶν Di 2 βρεκόκια Di: πρεκόκκια Gal. εὐστομαχώτερα HDi, at cf. Dl ista stomatica est 3 mg. add. περὶ μήλαων μηδικῶν Di 4 κιτρία F 8 ποθὲν HDi 12 ἐπιτιθέμενα F : ἐπιτιθέμενον reliqui)[*](13 num. cap. ρι?? QDi 15 δὲ addidi 17 mg. add. περὶ ἀχράδοε Di πεπεινομένη Di 18 τῆε om. Di καὶ om. Di 19 τὰ αὐτ F 20 ἐναργῶς ibri (ut videtur): correxi coll. Pl. XXIII 116 pirorum ligni cinis cοntra fungos etiamnum efficacius proficit μυκήτου HDi: μυκή (τ superscr) F 21 ad ὅτι cf. D. I 83. III 126 BlaB Gr. d. neut. Gr 238, 4)
110

117 λωτὸς τὸ δένδρον φυτόν ἐστιν εὐμέγεθες, καρπὸν δὲ φέρει μείζονα πεπέρειως, γλυκύν, βρώσιμον, εὐστόμαχον, κοιλίας στεγνωτικόν. τῶν δὲ πρισμάτων τοῦ ξύλου τὸ ἀφέψημα πινόμενον καὶ ἐγκλυζόμενον βοηθεῖ δυσεντερικοῖς καὶ γυναιξὶ ῥοικαῖς. ξανθίζει δὲ καὶ τρίχας καὶ ἐπέχει δεούσας.

118 μέσπιλον τὸ δένδρον, ὃ παρʼ ἐνίοις ἀρωνία καλεῖται, ἀκανθῶδές ἐστιν, ὅμοιον τοῖς φύλλοις πυρακάνθῃ, καρπὸν δὲ φέρει μικρόν, στρογγύλον, μήλῳ ὅμοιον, πλατὺν ἔχοντα τὸν πυθμένα, ἡδύν, ἔχοντα τρία ὀστάρια ἔνδοθεν, παρʼ ὃ καὶ τρίκοκκόν τινες αὐτὸν ὠνόμασαν. στύφει δὲ καὶ βιβρωσκόμενός ἐστιν εὐστόμαχος, κοιλίας στεγνωτικός.

ἔστι δὲ καὶ ἕτερον εἷδος ἐν Ἰταλίᾳ γεννώμενον, ὃ ἔνιοι πιμηλ ίδα, οἱ δὲ σητάνιον ὀνομάζουσι· δένδρον μήλῳ ἐμφερὲς [*](1 SIM. Theophr. p. pl. IV 3. 1. PI. XIII 104. XXIII 6 (e S. N.) cf. Polyb XII 2 (Ath. XIV 551 d); D. eup. II 51 (264) II 82 (294) I 98. 97 (142).) [*](1 EXC. Gal. XII 65 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VIl 3 s. v.).) [*](6 SIM. Theophr h. pl. III 12, 5. Pl. XV 84. XXIII 141; D. eup. II 49 262).) [*](6 EXC Orib. XI s. v. (μέσπλον — στγνωτιός); Gal. ΧΙΙ 72, unde Garg. Μ. 47.) [*](6 TEST. Garg. M. 47: mespili arborem Dioscorides contentus nominasse praeteriit (?).) [*](12 TEST. Gal. XIX 99: Διοσκου υρίδης μὲν ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης εἷδος μεσπίλου (Sc. ἐπιμηλίδα λέγει) τὸ καὶ σητάνιον δνομμζόμενον. ἔνιοι δὲ τὰ πῆλα τὰ σμικρά, [τὰ] ἄγρια, ἅπερ καὶ ἁμαμηλίδες ὀνομάζοντι (cf. Ath. XIV 650 cd). Gal. XIX 77: ἁμαμηλίδες· εἷδός τι μεσπίλου πλεῖστον ἐν Ἰταλίᾳ γενόμενον, ὡς καὶ Διοσκουρίδης λέγει) [*](1 num. cap. ριξ Q: ρκή Dl: cap. post 119 transpos. Di 2 βρώσιμον] aptu ad edendum Dl: βαρὑοσμον coni. Marc., at cf. Theophr. IV 3, 1 ἐοθδμενος δ᾿ ὁ ἐν τοῖς Λωτοφάγοις καλούμεεος γλυκὺς καὶ δὺς καὶ ἀσινὴς καὶ ἔτι πρὸς τήν κοιλίαν ἀγαθός 4 ἐκλειχόμενον D, eup. Π 82 (294) 5 γαστέρα δεοῦσαν ODi: corr. Corn. coll. Gal. XII 65. Pl. XXIV, 6 cf. Dl capillis cadentibus occurrit, rufum colorem capillis facit) [*](6 num. cap. ριη Q: ριζ; Dl: ρκθ Dl ὃ om. Q: ὃ — καλεῖττι om. 0rib. 7 ἐστιν om. Q ὅμοιον— πυρακάνθῃ om. Οrib. πυρακάνθῃ libri: ὀξυακάνθῃ Lac. (ex E?): πνξακάνθῃ Cornar. δὲ addidi 8 φέρον Οrib.Di: φρ΄ F: φέρει Η μικρῷ Di στρογγύλον addidi e Dl semen habet rotundum et minutum πλατὺν — πυθμένα om. Οrib.DiDl: seclusi (e p. 111,2 huc transl.) 9 ἔνδοθεν— ἀνδμκσαν om, Οrib. παρʼ δ] ἀφʼ ὧν Di cf. BλαΒ l. s. 139, 4 10 αὐτὸ Η ὀνομάζουσι, βραδέαως πεπαινόμειον Di καὶ om, Di βιβρωσκόμενς (εὐστόμαχος, στεγναητικός) 0rib.: βιβρνυσκόμενον (εὐστόδμχον, στεγνωτικόν) reliqui 11 εὐστόμαχόν τέ ἐστι καὶ Di κοιλίας] καὶ λίαν H 12 μεσπλου δὲ καὶ ἕτερόν ἐστιν εἷδος Di εἷδος] γένος Q (vit. sollemne) 13 ἐπιμηλίναν Q: pimelidam Dl, cf. Pamphil. (Ath. III 82d. XIV 650 E). Hes. s. v. ἐπιμηλίδα καλοῦσιν Di σιτάνιον QDi: setanion Dl, cf. Pl. l. s.: σατάνειος Theophr. l. s. δένδρον έσεὶ Di μηλέᾳ H)

111
καὶ τοῖς φύλλοις, ὅτι μὴ μικρότερον. καρπὸν δὲ ἔχει καὶ τοῦτο στρογγύλον, βρώσιμον, πλατὺν ἔχοντα τὸν πυθμένα, ὑποστύφοντα, πεπαινόμενον βραδέως.