De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

107

114 κεράτια χλωρὰ μὲν λαμβανόμενα κακοστόμαχα τυγχάνει καὶ κοιλίας λυτικά, ξηρανθέντα δὲ ἵστησι κοιλίαν, εὐστομαχώτερα ὄντα, καὶ διουρεῖται, μάλιστα δὲ τὰ ἐκ τῶν στεμφύλων συντιθέμενα.

115 μηλέας πάσης τὰ φύλλα καὶ τὰ ἄνθη καὶ οἱ βλαστοὶ στύφουσι, μάλιστα δὲ τῆς κυδωνίας. καὶ ὁ καρπὸς ἔνωμος μὲν στυπτικὸς καθέστηκε, πεπανθεὶς δὲ οὐχ ὁμοίως. τὰ δὲ τοῦ ἔαρος ἀκμάζοντα μῆλα χολοποιά, ἄθετα τῷ νευρώδει παντί, ἐμπνευματοῦντα.

τὰ δὲ κυδώνια εὐστόμαχα, οὐρητικά — ὀπτηθέντα δὲ προσηνέστερα γίνεται —, χρήθιμα κοιλιακοῖς καὶ δυσεντερικοῖς καὶ αἱμοπτυικοῖς καὶ χολεριῶσι, μάλιστα δʼ ὠμά· καὶ τὸ ἀπόβρεγμα δὲ αὐτῶν ἁρμόζει τοῖς στόμαχον ἢ κοιλίαν δευματιζομένοις ἐν ποτῷ.

ὁ δὲ χυλὸς ὠμῶν αὐτῶν λαμβανόμενος ἀρθοπνοικοὺς 2 ὠφελεῖ, τὸ δὲ ἀφέψημα πρόσκλυσμα δακτυλίου καὶ ὑστέρας προπτώσει. τὰ δὲ ἐκ τοῦ μέλιτος καὶ αὐτὰ μὲν οὐρητικά, τὸ δὲ μέλι τὴν αὐτὴν ἀναλαμβάνεται δύναμιν· στεγνωτικὸν γὰρ καὶ στυπτικὸν γίνεται· τὰ δὲ σὺν τῷ μέλιτι ἑψόμενα εὐστόμαχα μὲν καὶ εὔστομα, ἧττον δὲ στεγνωτικά. τὰ δὲ ὠμὰ [*](1 SIM. Pl. ΧΧΙΙΙ 151 (e S. N.), cf. Pl. XV 95.) [*](1 EXC. Gal. XII 23 s. v. κερατωνία, cf. Garg. M. 51 (e D. Pl. Gal).) [*](5 SΙΜ. Hipp.] π. δ. VI 562 L. Pl. XXIII 100 (e S. N); Diphil. Ath. III 80 e); Sim. S. s. v. (63, 9).) [*](5 EXC. Gal. XII 75. VI 594. Garg. M. 42.) [*](7 TEST. Garg. M. 42: Dioscorides quod ad aestiva mala pertineat ita sentit ut ea crederet flegma nutrire (?), fellis ardores excitare, inflationes movere, nervosis partibus minime convenire.) [*](10 SIM. Hipp. π. δ. VI 562 L. P1. XV 37. XXIII 100 (e S. N.); Ath. III 81 a sq.; D. II 49 (262) II 30 (240) II 50 (263) II 39 (253) I 224 (209) II 12 (231) II 62 (275) I 217 (207) I 19 (107).) [*](10 EXC. Gal. XII 76. VI 602 (unde Aet I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s v.); Garg. M. 43 (e D. Pl.); Isid. XVII 7, 4, Sim. S. s. v. (48 L).) [*](10 TEST. Garg. M. 43: cydonea plurimi medici eustomacha crediderunt. eadem Dioscorides et diuretica existimat, austeritatis fortasse beneficio.) [*](1 num. cap. ριδ QDi: ρκα΄ Dl 3 διουρεῖται F : διουρητικά reliqui verba ἐκ τῶν στεμφύλων (στεμφύλλων F) συντιθέμενα corrupta: maœime qui eœ foliis componuntur Dl: τὰ ἐκτὸς τῶν στεμφύλων ἐσθιόμενα coni. Lac., sed incerta haec) [*](5 num. cap. ριε QDi: ρκβ΄ Dl 8 νὔθετα (εὐ in ἀ corr.) F, cf. Garg. M. l. s. 10 mg. add. ριέ περὶ κυδωνίων μήλων Di: nov. cap. (ρκγ΄ ) inc. Dl 12 ἐμπνκοῖε HDi: ἐμπῦοιε F: emptoicis Dl: prosunt sanguinem excreantibus Pl.: corr. Sar. καὶ (alt) om. H δʼ addidi)

108
καταπλάσμαδ: μείγνυτ ται πρὸς στέγνωσιν κοιλίας, θτομάχου άνατροπὴν καὶ πύρωδιν μαστοὺς φλεγμαίνοντας, σπλῆνας ἐσκιρριμένους, κονδυλώματα. γίνεται δὲ ναὶ οἷνος ἐξ αὐτῶν κοπτομένων καὶ ἐκθλιβομένων, πρὸς διαιονὴν μειγνυμένου τοῖς δέκα δύο ξέσταις τοῦ χυλοῦ μέλιτος ξέστου ἑνός, ἐπεὶ ὀξίζει. ἁρμόζει δὲ πρὸς τὰ εἰρημένα πάντα.

3 καὶ χρῖσμα δὲ ἐξ αὐτῶν σκευάζεται τὸ καλοίμενον μήλινον, ᾧ χρώμεθα, ὁπόταν στυπτικοῦ ἐλαίου δεηθῶμεν. ἐκλέγεσθαι δὲ δεῖ τὰ ἀληθινά· μικρὰ δέ ἐστι καὶ τεριφερῆ καὶ εὐώδη ταῦτα. τὰ δὲ λεγόμενα στρουθία καὶ μεγάλα ἦττόν ἐστιν εὔχρηστα. τὰ δὲ ἄνθη αὐτῶν ξηρά τε καὶ χλωρὰ καταπλάσμασιν εὔθετα πρὸς τὰ στύψεως χρείαν ἔχοντα καὶ πρὸς ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ πρὸς αἵματος ἀναγμωγὰς καὶ κοιλίας ῥύσιν καὶ ἐμμήνων φοράν ἁρμόω μετὰ οἴνου πινόμενα.

τὰ δὲ μ ελίμηλα κοιλίαν μαλάσσει καὶ θηρία ἐκτενάσσει, κακοστόμαχα καὶ καύσου ποιητικὰ ὄντα. καλεῖται δὲ ὑπό τινων γλυκύμηλα.

4 τὰ δὲ Ηπειρωτ τικ ὰ λεγόμενα Ρωμαιστὶ δὲ ὀρβικλᾶτα, εὐστόμαχα, κοιλίας σταλτικά, οὔρων προκλητικά, ἀτονώτερα μέντοι τῶν κυδωνίων ἐστίν.

τὰ δὲ ἄγρ ια ἔοικε τοῖς ἐαρινοῖς στύφιβτα. δεῖ δὲ πρὸς τὰ στύψεως χρήζοντα ἀωροτέροις ἅπασι χρῆσθαι.

τὰ δὲ Περσικ ὰ μῆλα εὐστόμαχα, εὐκοίλια τὰ πέπειρα, τὰ δὲ ἔνωμα στεγνωτικά κοιλίας, ξηρανθέντα δὲ στεγνωτικώτερα γίνεται· καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ αὐτῶν ξηρῶν λαμβανόμενον στόμαχον καὶ κοιλίαν ῥευματιζομένην ἵστησιν.

[*](15 SIM. Pl. XXIII 10(e S. N) cf. Pl. XV 51. Isid. XVII 5. Geop. X 20, 1.)[*](18 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N) cf. Pl. XV 51. Ath. III 80f.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 104 (e S. N.).)[*](23 SIM. Pl. XV 39. XXIII 132 cf. Isid. XVII 7, 7.)[*](23 EXC. Gal. XII 76. VI 592 (unde Aet. I s. v.), Garg. M. 44 (cf. A. Mai I 394).)[*](4 μιγνὑμενος H 5 ι?? libri: X Dl: correxi coll. D, V 28 8 ἀληθινά] ἀρρενικὰ non recte coni. Sambuc. 12 καὶ (alt.) om. Di 13 ἀναγω (γ supereor.) F κοιλίας τε (om. καὶ) Di 15 mg. add. περὶ μελαήλων Di: nov. cap. (ρκδ΄) inc. Dl 16 καὶ] δὲ Q ὄντα om. Di 18 mg. add. περὶ δπερωτκῶν μήλων Di ὀβρκλατω QDi: correxi coll. Ath. III 80 f. 21 mg. add. περὶ ἀγριομήλων Di 23 mg. add. περὶ μήλων περσικῶν Di: nov. cap. (ρκέ ) inc, Dl 24 καὶ στεγνωτωιάτερα vulgo 25 γίνονται HDi, ξηρὸν F)
109

τὰ δὲ μικρότερα, καλούμενα δὲ Ἀρμενιακά, Ῥωμαιστὶ δὲ 5 βρεκόκκια, εὐστομώτερα τῶν προειρημένων ἐστίν.

τὰ δὲ Μηδικὰ λεγόμενα ἢ Περσικὰ ἢ κεδρόμηλα, Ῥωμαιστὶ δὲ κίτρια, πᾶσι γνώριμα. φυτὸν γάρ ἐστι καρποφοροῦν διʼ ὅλου τοῦ ἔτους ἐπαλλήλως, αὐτὸ δὲ τὸ μῆλον ἐπίμηκες, ἐρρυτιδωμένον, χρυσίζον τῇ χρόᾳ, εὐῶδες μετὰ βάρους, σπέρμα ἔχον ἀπίῳ ἐοικός.

δύναμιν δὲ ἔχει ποθέντα ἐν οἴνῳ ἀντενεργεῖν θανασίμοις κοιλίαν τε ὑπάγειν, διάκλυσμά τέ ἐστι πρὸς εὐωδίαν στόματος τὸ ἀφέψημα καὶ ὁ χυλὸς αὐτῶν. βιβρώσκεται δὲ μάλιστα ὑπὸ γυναικῶν πρὸς τὴν κίσσαν· φυλάττειν δὲ καὶ ἱμάτια δοκεῖ ἄβρωτα ἐπιτιθέμενα κιβωτίοις.

116 ἀπίου δὲ πολλὰ εἴδη. πᾶσαι δὲ στύφουσιν, ὅθεν εἰς τὰ ἀποκρουστικὰ καταπλάσματα ἁρμόζουσιν. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτῶν ξηρανθεισῶν καὶ αὐταὶ δὲ λαμβανόμεναι ὠμαὶ κοιλίαν ἱστᾶσι· βλάπτουσι δὲ ἐσθιόμεναι τοὺς νήστεις. ἡ δὲ ἀχρὰς εἶδός ἐστιν ἀγρίας ἀπίου βραδέως πεπαινόμενον. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικωτέραν τῆς ἀπίου ὅθεν καὶ πρὸς τὰ αὐτὰ ἁρμόζει· στύφει δὲ καὶ τὰ φύλλα αὐτῆς. ἡ δὲ ἐκ τοῦ ξύλου αὐτῶν τέφρα βοηθεῖ ἐνεργῶς τοῖς ὑπὸ μυκήτων πνιγομένοις. φασὶ δέ τινες ὅτι, κἂν συνεψήσῃ τις ἀχράδας μύκησιν, ἀβλαβεῖς αὐτοὺς γίνεσθαι.

[*](1 SIM. Pl. XV 40. lsid. XVII 7, 7.)[*](1 EXC. Gal. XII 76. VI 593.)[*](3 SIM. Theophr h. pl. IV 4, 2. Ath. III 83 a sq. Pl XXIII 105; D. II 135 (326); Macr. sat. III 19, 4; Isid. XVII 7, 8.)[*](3 EXC. Gal. XII 77. VI 618; Garg. M. 45 cf. Sim. S. s. v. κίτρα. Serv. com. in Verg. G. II 126.)[*](13 SIM. Hipp.] π. δ. Π 55 562); Pl. XXIII 115sq. (e S. N.).)[*](13 EXC. cf. Gal. XI 834. VI 603 (unde Garg. M. 40); ID. eup. H 47 (259). Π 140 (336).)[*](13 TEST. Garg. M. 40: pirorum naturam Dioscorides stypticam credidit et ideo contrita inposita impetus omnes incurrentis umoris avertere eaque ratione compescere etiam quae de tumore sublata sunt.)[*](1 mg. add. περὶ μήλων ἀρμενιακῶν Di 2 βρεκόκια Di: πρεκόκκια Gal. εὐστομαχώτερα HDi, at cf. Dl ista stomatica est 3 mg. add. περὶ μήλαων μηδικῶν Di 4 κιτρία F 8 ποθὲν HDi 12 ἐπιτιθέμενα F : ἐπιτιθέμενον reliqui)[*](13 num. cap. ρι?? QDi 15 δὲ addidi 17 mg. add. περὶ ἀχράδοε Di πεπεινομένη Di 18 τῆε om. Di καὶ om. Di 19 τὰ αὐτ F 20 ἐναργῶς ibri (ut videtur): correxi coll. Pl. XXIII 116 pirorum ligni cinis cοntra fungos etiamnum efficacius proficit μυκήτου HDi: μυκή (τ superscr) F 21 ad ὅτι cf. D. I 83. III 126 BlaB Gr. d. neut. Gr 238, 4)