De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

111 βαλαύστιόν ἐστιν ἄνθος ἀγρίας ῥόας. εἴδη δέ ἐστιν [*](17 TEST. Garg. M. 41 (181, 1 R): ex cytinis fit remedium quod creditur tutos ab oculorum dolore praestare. D ioscorides simplicius in hunc modum tradit ut cum primum cytini erumpere incipiunt tres numero additi sine con- tactu dentium transvorentur.) [*](25 SIM. Pl. XXIII 112 (e S. N.), unde Garg. M. 41 (181, 13 R).) [*](25 EXC. Orib. XI s. v. (βαλαύστιν — κύτινος); cf. Gal. XI 847.) [*](1 αὐστομωτίρα F: εὐστομαχωτέρα reliqui, at cf. Pl. XXIII 106, Ruf. 544 (ed. R.) ποσὴν] πολλὴν F: ex parte calefacit stomachum DI γενῶσα Di: περὶ στόμαχον om. Q, at cf. DI 2 ἐστὶν post πυρεσσόντων colloc. Di ἐπὶ μὲν Di 4 σταλτικωτέρα καὶ οὐρητικωτέρα Di: σταλτικωτέρα superscr. H2 8 ἐγκαθίσματα vulgo 9 ἀπόθλιμμα] ἀφέψημα F 11 ἕλκη om. Q δακτό (λ superscr.) F 13 mg. add. περὶ κυτίνων Di 14 καὶ (alt.) om. Q εἰσὶ καὶ ἐναίμων Di καὶ (tert.) om. Q 17 καταπλάσμασι HDi] 18 μὴ ὀφθαλμιᾶν Di γίνεσθαι παῤ H 19 ὑγιεῖς om. Di 20 ὑποκυστίς F 21 mg. περὶ σιδίων add. Di 22 τὴν om. HDi οἱ om. F ἁρμόζουσι Di 23 ἕλμινθας HDi 24 ἀποκτενεῖ F) [*](25 num. cap. ρια QDi: ρκ΄ DI ἄνθος ἐστῖν Orib. ἐστιν (alt.) om. Orib.)

105
αὐτοῦ πλείονα· εὑρίσκεται γὰρ καὶ λευκὸν καὶ πυρρὸν καὶ ῥοδόχρουν· ἔοικε δὲ κυτίνῳ ῥόας. χυλίζεται δὲ ὡς καὶ ἡ ὑποκιστίς. δύναμιν δὲ ἔχει στυπτικήν, ποιοῦσαν πρὸς ἂ καὶ ἡ ὑποκιστὶς καὶ ὁ κύτινος.

112 μυρσίνη ἡ ἥμερος πρὸς μὲν τὴν ἰατρικὴν χρῆσιν ἡ μέλαινα τῆς λευκῆς ἁρμοδιωτέρα, καὶ ταύτης μᾶλλον ἡ ὀρεινή, τὸν μέντοι καρπὸν ἀτονώτερον ἔχει.

δύναμις δὲ αὐτῆς καὶ τοῦ καρποῦ στυπτική. δίδοται δὲ ὁ καρπὸς χλωρός τε καὶ ξηρὸς ἐσθιόμενος αἱμοπτυικοῖς καὶ τοῖς ἐπιδακνομένοις τὴν κύστιν· καὶ ὁ ἐκ τῶν χλωρῶν δὲ μύρτων ἐκθλιβέντων χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ, εὐστόμαχος ὢν καὶ οὐρητικός, ἁρμόζων φαλαγγιοδήκτοις καὶ σκορπιοπλήκτοις σὺν οἴνῳ. καὶ τὸ ἀφέψημα δὲ τοῦ καρποῦ βάπτει τρίχας, ἑψηθεὶς δὲ σὺν οἴνῳ καὶ καταπλασθεὶς τὰ ἐν ἀκρωτηρίοις ἕλκη θεραπεύει, μετὰ πάλης δὲ ἀλφίτου καταπλασθεὶς φλεγμονὰς τὰς ἐν ὀφθαλμοῖς παρηγορεῖ, καὶ πρὸς αἰγιλώπια δὲ ἐπιπλάττεται.

καὶ 2 ὁ ἐξ αὐτῆς δὲ γινόμενος οἶνος ἐκθλιβέντος τοῦ καρποῦ καὶ ἐπὶ ποσὸν ἀφεψηθέντος — ὀξίζει γὰρ ὁ μὴ οὕτως σκευασθείς — ἀκραίπαλός τέ ἐστι προπινόμενος, ποιῶν πρὸς ὅσα καὶ ὁ καρπός, ἐγκάθισμά τε πρὸς μήτρας προπτώσεις καὶ δακτυλίου καὶ ῥοικαῖς ἁρμόζει. σμήχει δὲ καὶ πίτυρα καὶ ἀχῶρας καὶ ἐξανθήματα τρίχας τε ῥεούσας ἐπέχει· μείγνυται δὲ καὶ λιπαραῖς ὥσπερ καὶ τὸ ἐκ τῶν φύλλων αὐτῆς σκευαζόμενον ἔλαιον. καὶ τὸ τῶν φύλλων δὲ ἀφέψημα εἴς τε τὰ ἐγκαθίσματα ἁρμόζει καὶ πρὸς τὰ χαλατονοῦντα ἄρθρα καὶ ἀσυμπώρωτα καὶ κατεαγότα ὠφελίμως καταντλεῖται· σμήχει δὲ καὶ ἀλφοὺς καὶ πρὸς [*](5 SIM. Pl. XXIII 159 sq. (e S. N.); D. eup. II 30 (239) II 107 (305) II 121 (320) I 99 (143) I 184 (191).) [*](5 EXC. Orib. XI s. v. (μυρσίνη — ἔχει); cf. Gal. XII 81. Gal. VI 592. Sim. S. s. 2. μυρσινόκοκκα (70, 9 L.).) [*](15 SIM. Pl. λ. s. D. eup. I 54 (118) I 23 (105) II 69 (284) I 224 (210) II 84 (295) I 105 (146) I 227 (211) I 182 (190) II 49 (262) I 141 (165) I 217 (207) II 28 (238) I 178 (187) II 50 (263).) [*](1 πορφυροῦν Orib.: purpureum DI, fort. recte 2 καὶ χυλίζεται Orib. (om. δέ) καὶ om. Di: post δὲ colloc. H 3 ἃ] ὅσα Orib. καὶ om. Orib.) [*](5 num. cap. ριβ QDi: om. DI μυρρίνη Orib.Gal. ἡ om. Orib. 10 δακνομένος HDi 17 ἐκβληθέντος H 18 οὕτω HDi 19 τὲ ἐστι Q: τε om. Di πινόμενος F, at cf. D. eup. I 23 (105) 20 εἰς ante ἐγκάθισμα adde- bat Sar. πρὸς om. Di προπώσει Di 22 λιπαραῖς] ad rem cf. Cels. V 19, 25 23 αὐτῶν H 25 χαλαρὰ HDi post ἄρθρα inser. καὶ ἀσυμπώρωτα ἄρθρα HDi καὶ πρὸς Di ἀσυμπτώροτα F καὶ addidi κατάγματα Di)

106
ὦτα πυορροοῦντα ἐγχυματίζεται καὶ μελασμοὺς τριχῶν, καὶ ὁ ἐξ αὐτῶν δὲ χυλὸς τὰ αὐτὰ ποιεῖ.

3 αὐτὰ δὲ τὰ φύλλα λεῖα καταπλασσόμενα ἐν ὕδατι ἁρμόζει τοῖς καθύγροις τῶν ἑλκῶν καὶ ῥευματιζομένοις τόποις πᾶσι καὶ κοιλιακοῖς, ἐλαίου ὀμφακίνου ἢ ῥοδίνου ὀλίγου καὶ οἴνου μεμειγμένου καὶ ἕρπησι καὶ ἐρυσιπέλασι, διδύμων τε φλεγμοναῖς καὶ ἐπινυκτίσι καὶ κονδυλώμασι. ξηρὰ δὲ λεῖα παρωνυχίαις καὶ πτερυγίοις χρησίμως καταπάττεται καὶ καθύγροις μασχάλαις καὶ μηροῖς, καὶ ἐπὶ καρδιακῶν στέλλει τοὺς ἱδρῶτας· κεκαυμένα δὲ καὶ ὠμὰ μετὰ κηρωτῆς πυρίκαυτα καὶ πτερύγια καὶ παρωνυχίας ἰᾶται.

4 χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα παραχεομένου οἴνου παλαιοῦ ἢ ὕδατος ὀμβρίου καὶ ἐκθλίβεται. ἡ δὲ χρῆσις αὐτοῦ προσφάτου ὄντος· ξηρανθεὶς γὰρ εὐρωτιᾷ καὶ ἀδυνατεῖ.

τὸ δὲ μυρτίδανον λεγόμενον ἐπίφυσίς ἐστιν ἀνώμαλος καὶ ὀχθώδης καὶ ὁμόχρους, οἱονεὶ χεῖρες περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον. στύφει δὲ μᾶλλον τῆς μυρσίνης· ἀποτίθεται δὲ κοπὲν καὶ μιγὲν οἴνῳ αὐστηρῷ, ἀναπλασθέν τε εἰς τροχίσκους ἐν σκιᾷ ξηραίνεται. δραστικώτερον δέ ἐστι τοῦ φύλλου καὶ καρποῦ, μειγνύμενον κηρωτῇ καὶ πεσσοῖς ἐγκαθίσμασί τε καὶ καταπλάσμασι τοῖς στύψεως δεομένοις.

113 κεράσια καὶ αὐτὰ μὲν χλωρὰ λαμβανόμενα εὐκοίλια τυγχάνει, ξηρὰ δὲ ἵστησι κοιλίαν. τὸ δὲ κόμμι τῶν κεράσων βῆχα χρονίαν ἰᾶται λαμβανόμενον μετὰ κράματος, εὔχροιάν τε καὶ ὀξυδερκίαν καὶ ὄρεξιν ποιεῖ· ὠφελεῖ δὲ καὶ λιθιῶντας μετʼ οἴνου πινόμενον.

[*](14 SIM. Pl. XXIII 164 (e S. N.).)[*](14 EXC. Orib. XI s. v. μυρρίνη (τὸ δὲ — καρποῦ).)[*](14 TEST. Gal. XIX 123: μυρτίδανον οἱ πλεῖστοι μὲν τὸ πέπερι. Διοσ- κουρίδης δὲ ὁ Ἀναζαρβεὺς ἐν τῷ πρώτῳ περὶ ὕλης ἐπίχυσιν ἀνώμαλον καὶ ὀχθώδη περὶ τὸ τῆς μυρσίνης πρέμνον.)[*](21 SIM. Pl. XXIII 141 (e S. N.); Diphilus (Ath. II 51a); D. eup. II 31 (242) I 111 (149).)[*](21 EXC. Gal. XII 22 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) cf. Gal. VI 588; Garg. M. 52 (e Pl. Gal. Diosc); Sim. S. s. v. cf. Hehn 5 346 sq.)[*](4 τόποις suspectum δὲ addidi 5 γὰρ post ὀμφακίνου add. HDi 7 παρωνυχίσι HDi: παρωνυ [χ΄ superscr.) F 8 καταπάττεται (e καταπλ. corr.) F 10 παρωνυχίας καὶ πτερύγια H 14 tit. περὶ μυρτιδάνου mg. add. Di 17 τε] δὲ Orib. 18 τοῦ καρποῦ Orib.Di)[*](21 num. cap ριγ QDi: om. DI 22 κερασίων Q, cf. Gal. l. s. 24 δὲ om. F)