De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

αἱ δὲ 2 λοιπαὶ εὐτελεῖς, ὡς ἡ καλουμένη ἀσύφη, μέλαινα καὶ ἀηδὴς καὶ λεπτόφλοιος ἢ καὶ φλοιορραγής, ὡς καὶ ἡ κιττὼ καὶ δάρκα καλουμένη.

[*](1 SIM. Pl. XXIII 93 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. I 30 (108) — Pl. l. s. eup. I 84 (136) — Pl. l. s.)[*](7 SIM. Theophr. h. pl. IX 5, 3. 4, 2 sq. Pl. XII 95 sq. ex Iuba); Strab. XVI 782; [Arr.] peripl. m. Er. c. 12. Arr. an. VII 20.)[*](7 EXC. Orib. XI s. v. (κασοίας — εὐτελεῖς); Orib. t. V 71 D. (κασίαν ἐκλέγον — εὔθετος), unde Aet. II 196; Isid. XVII 8, 12; Ps. Orib. de simpl. V 75; Gal. XII 13 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3); Gal. XIV 56 sq. 72 sq. 258.)[*](1 τῇ om. Orib. πάντα ἐκείνη Orib.: ἐκείνης Q 2 ποιεῖ πάντα Da 5 δὲ καὶ Di τῇ addidi cf. D. III 5. 20. D. eup. I 84 6 ταῦτα τηρεῖ Di: τηρεῖται τὰ ἱμάτια ὑπ᾿ αὐτῆς Da)[*](7 num. cap. QDi: ια΄ Dl κασσίας libri: κασία Theophr. Gal. Orib. 8 γεννμώμενα om. HDa ὥσπερ ἴρεως H: ὥσπερ ἴρεος F: ὥσπερ πεπέρεως reliqui: correxi cf. Meyer bot. Erl. 146 sq. 9 purpureis foliis Isid. l. s. κουραλλίζουσαν Fv: κονραλίζούσαν Da 10 λίαν DiOrib. (cf. Orib. V 71), at cf. Ps. Orib. de simpl. l. s. καὶ om. Aet. πλήρη om. F: seclusi 11 πολλῆς QDa: cf. Pl. XII 97 13 ἄχυ libri: abs Dl: ἄδι cod. Marc.: λάδα coni. Marc. coll. Pl. l. s. 14 πρὸς 15 ζίγιρ QDi: γίζιρ Da: γίζειρ Arr.] per. m. Er. l. s.: γιζί Gal. XIV 67. 72: γιζηρά Orib. V 71: γίζειρ κασία Neoph. (Salm. exerc. Pl. 1304) 16 τέχνην F: arti medicine Dl: χρῆσιν reliqui 17 βάκτος μοσυλῖτις Q: βάκτοw μοσιλῖτις Da: βλαστὸς μουσηλητικός DiOrib. lat.: blatos Dl: correxi ad Μοσυλῖτις cf. Pl. VI 174. Ptolem. IV 7, 10. Steph. Byz. s. v. Μόσυλον; Arr. p. m. Er. 10. 18 ἀσύφη F [Arr.] l. s.: ἀσυφήμων HDiDa 19 κιττὼ suspectum, fort. κιτιβὼ cf. Theophr. h. p. IX 4, 2 ἡ δάκαρ Spr.: δάρκα FDi: δάκαρ reliqui: δούακα [Arr.] l. s. 8)
18

ἔστι δέ τις καὶ ψευδοκασσία ἀφάτως ἐμφερής, ἥτις ἐλέγχεται τῇ γεύσει, οὐκ οὔσα δριμεῖα οὐδὲ ἀρωματώδης, προσεχόμενόν τε τὸν φλοιὸν ἔχει τῇ ἐντεριώνῃ. εὑρίσκεται δὲ καὶ πλατεῖα σύριγξ, ἁπαλή, κούφη, εὐερνής, διαφέρουσα δὲ τῆς ἄλλης. ἀποδοκίμαζε δὲ τὴν ὑπόλευκον καὶ ψωρώδη, πρασίζουσαν ἐν τῇ ὀσμῇ καὶ τὴν μὴ ἔχουσαν δὲ τὴν σύριγγα παχεῖαν, ψωρώδη δὲ καὶ λεπτήν.

3 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, οὐρητικήν, ξηραντικήν, στύφουσαν πραέως. ἁρμόζει δὲ εἰς τὰ πρὸς ὀξυδερκίαν ὀφθαλμικὰ καὶ μαλάγματα, φακούς τε αἴρει μετὰ μέλιτος καταχριομένη, καὶ ἔμμηνα ἄγει καὶ ἐχιοδήκτοις βοηθεῖ πινομένη καὶ πρὸς τὰς ἐντὸς φλεγμονὰς πάσας ποθεῖσα καὶ πρὸς νεφρούς, εἰς ἐγκαθίσματά τε καὶ ὑποθυμιάματα γυναιξὶ πρὸς ἀνευρυσμὸν μήτρας. διπλάσιον δὲ αὐτῆς μειγνύμενον τοῖς φαρμάκοις, εἰ μὴ παρείη κινάμωμον, τὸ αὐτὸ δρᾷ, ἄγαν τέ ἐστι πολύχρηστος.

14 κιναμώμου ἐστὶ πλείονα εἴδη ὀνομαζόμενα ἐπιχωρίως. διαφέρει δὲ τὸ Μόσυλον διὰ τὸ σῴζειν ποσὴν ἐμφέρειαν πρὸς τὴν Μοσυλῖτιν καλουμένην κασσίαν, καὶ τούτου τὸ πρόσφατον, τῇ χρόᾳ μέλαν, τεφρίζον ἐν τῷ οἰνώδει, λεπτὸν δὲ τοῖς ῥαβδίοις καὶ λεῖον, ὄζοις συνεχέσι κεχρημένον, σφόδρα εὐῶδες — σχεδὸν γὰρ ἡ τοῦ ἀρίστου κρίσις ἐστὶ περὶ τὴν ἐν τῇ εὐωδίᾳ ἰδιότητα· εὑρίσκεται γὰρ μετὰ τοῦ ἡδίστου καὶ ἰδιάζοντος ἡ ὀσμὴ πηγανίζουσα ἢ καρδάμῳ ἐμφερής —, ἔτι καὶ δριμὺ καὶ [*](7 SIM. Theophr. de od. 32. 35 Cels. III 21 (107, 13) D. eup. I 121 (154) II 76 (288) II 115 (316) II 102 (303) II 70 (284).) [*](15 SIM. Theophr. h. pl. IX 5; Pl. XII 85 sq. (ex Iuba, unde Sol. 135, 13 Diod. II 49; Strab. XVI 782; Arr. an. VII 20, 2.) [*](15 EXC. Orib. XI s. v. (κινάμωμον — καρδ. ἐμφερής); Gal. XII 26; Gal. XIV 63 sq. 257. Isid. XVII 8, 10 e Pl. — Sol. DI); Ps. Orib. de simpl. V 77; Sim. S. s. v. (55 L).) [*](15 TEST. Gal. XIV 62. 63.) [*](1 nov. cap. (ιδ) περὶ τῆς ψευδοκασσίας incip. Di ἀφάτως] lappatio Dl 3 ἔχουσα ἐν τῇ Da δέ τις Di 4 ταῖς ἄλλαις Da ἀποδοκιμάζουσι Di 5 πρασίζουσαν F: τραγίζουσαν reliqui 6 δὲ (pr.) om. vulgo 7 θερμαντικὴν καὶ (dittogr.) QDiDa: diuretica Dl 8 πράως H 9 τε] δὲ H μετὰ — πινομένη om. H 11 εἰς om. HDa 13 μίγνυται H 14 τὸ αὐτὸ γὰρ HDiDa τέ] δὲ H 15 num. cap. ιδ QDi: ιβ΄ Dl κινάμωμον F (ut semper): κινναμώμου reliqui 16 μούσυλον HDa: mosylicum Orib. σῴζειν] φέρειν Di: τηρεῖν vulgo ποσῶς H 17 λεγομένην H 18 τεφρῶδες τῇ χρόᾳ Gal. XIV 257 20 τὴν εὐωδίαν Da 21 ἡδίστου QDa: ἀρίστου Orib.Di cf. Gal. l. s. ἔστι γὰρ πάνυ τῇ ὀδμῇ κάλλιστόν τε καὶ ἥδιστον 22 πηγανίζουσα ἢ om. Di at cf. Gal. l. s. καὶ διαμασώμενον πηγανίζειν δοκεῖ καρδαμώμῳ libri Dl: corr. Marc. ἔτι] ἐπὶ (compendiose script.) F)

19
δηκτικὸν τῇ γεύσει καὶ ὑφαλμυρίζον μετὰ θερμασίας ἔν τε τῇ παρατρίψει μὴ ταχέως διαλυόμενον καὶ ἐν τῷ θραύεσθαι χνοῶδες καὶ λεῖον ἔχον τὸ μεταξὺ τῶν ὄζων.

δοκιμάζων δὲ ἀπὸ 2 μιᾶς ῥίζης λάμβανε τὸν θαλλόν· εὐχερὴς γὰρ ἡ τοιαύτη δοκιμασία. τὰ γὰρ θραύσματα μείγματα τυγχάνει καὶ κατὰ τὴν πρώτην δοκιμασίαν τὰ κρείττονα περιπνέοντα καὶ πληροῦντα τὴν ὄσφρησιν ἐμποδίζει τὴν τοῦ ἥττονος ἐπίκρισιν. ἔστι δὲ καὶ ὀρεινόν, παχὺ καὶ κολοβόν, σφόδρα ὑπόκιρρον τὴν χρόαν· καὶ τρίτον παρὰ τὸ Μόσυλον μέλαν καὶ λεῖον, ἰνῶδες δὲ καὶ οὐ πολυγόνατον· τέταρτον λευκόν, χαῦνον, ὀγκῶδες ἰδέσθαι καὶ εὐγενές, εὔθραυστόν τε καὶ μεγάλην ἔχον ῥίζαν κασσίζον· πέμπτον κασσίζον τῇ ὀσμῇ καὶ πληκτικόν, ὑπόκιρρον δὲ καὶ προσεμφερὲς τὸν φλοιὸν κασσίᾳ πυρρᾷ, πρὸς τὴν ἁφὴν δὲ στερεόν, οὐ πάνυ ἰνῶδες, παχύρριζον. τούτων δὲ τὸ πνέον λιβανωτοῦ ἢ μυρσίνης ἢ κασσίας ἢ βρωμώδους εὐωδίας ἧττόν ἐστιν.

ἀπεκλέγου δὲ τὸ λευκὸν καὶ τὸ ψωρῶδες καὶ τὸ ῥυσόκαρφον 3 καὶ μὴ λεῖον, καὶ τὸ ξυλῶδες κατὰ τὴν ῥίζαν δὲ ὡς ἀχρεῖον παραιτοῦ. ἔστι δέ τι καὶ ἄλλο ὅμοιον, τὸ καλούμενον ψευδοκινάμωμον, εὐγενές, οὐκ εὔτονον τῇ ὀσμῇ, ἐκλελυμένον δὲ καὶ τῇ δυνάμει. καλεῖται δέ τι καὶ ζιγγίβερι, ξυλοκινάμωμον ὄν, ἔχον δέ τινα ἐμφέρειαν κιναμώμῳ· τῇ ὄψειδὲ διακρίνεται καὶ τῷ βρωμώδει τῆς ὀσμῆς. τὸ δὲ ξυλοκινάμωμον λεγό- [*](1 τῆς γεύσεως F 2 δασυνόμενον libri: correxi coll. Pl. XII 92 certissima tamen aestimatio, ne sit scabrum, atque ut inter sese tritum tarde frietur χοῶδες coni. Sar. 3 δοκίμαζε HDaDi 4 λαμβάνων Di: λαμβάνειν H: λάμβανε FDa 7 ἐπίκρισιν suspectum fort. δέ τι 8 παχὺι (sic) F (fort. subest τι alieno loco in textum receptum): tactu asperior statu brevi et grossior (i. e. τραχὺ καὶ παχὺ καὶ κολοβὸν) Dl καὶ (alt.) om. HDi κολοβὸν—μέλαν καὶ om. Da 9 παρὰ] magis quam cf. Blaß Gr. d. N. 139 λίαν εὐῶδες, εὐερνῶὃες δὲ HDiDa at cf. Gal. XIV 257 ἕτερον δέ ἐστι ποσῶς μέλαν καὶ ὥσπερ ἶνας ἔχον τινάς 11 εὐγενές F: εὐτελές reliqui τε] δὲ H κεγάλην] μικρὰν Gal. l. s., at cf. Dl radicibus maior post ῥίζαν add. ὡς ἀχρείαν παραιτοῦ H (e v. 17) κασσίζον QDa: κασσίζουσαν Di: delevi et post πέμπτον collocavi coll. Dl est etiam quintum genus odore similis cassie cf. Gal. l. s. 12 πέμπτον τῇ ὀσμῇ καὶ (καὶ om. H) τλ. QDa: πέμπτον τὴν ὀσμὴν ὑπόκιρρον Di: correxi δὲ QDa: om. Di: τε vulgo 13 τὸν φλοιὸν om. H 15 ἢ μυρσίνης om. Di βρωμώδοὺς] ἀμώμου HDiDa at cf. Dl sed non tantum odore plenum 16 ἀπολέγου libri: correxi coll. Pl. XII 92. D. III 22 I 7 err. Dl 17 μὴ add. Lac. ξυλῶδες δὲ H κατὰ] καὶ FDa: om. Di τὴν ῥίζαν om. F, sed cf. Dl cuius radix inutilis est ἀχρείαν DiDa 18 ἔστι] nov. cap. (ιε) inc. Di τι om. H qui appellatur lotos. et moto (sic) Dl 19 εὐγενές F: εὐτελές reliqui: εὐερνές in extr. cap. 20 τι om. HDiDa ζίγγι F: ζίγγιβερ reliqui: correxi 21 δὲ (pr.) om. Di τῇ — κιναμώμῳ om. HDiDa δὲ (alt.) addidi 22 καὶ addidi τὸ βρωμῶδες F: correxi)

20
μενον καὶ αὐτὸ ῥίζῃ τε καὶ ῥαβδίῳ τῷ πολυγονάτῳ ἔοικε κιναμώμῳ· ἔστι δὲ ξυλῶδες κινάμωμον, ἔχον ῥάβδους μακρὰς καὶ ῥωμαλέας καὶ τὴν εὐωδίαν πολὺ καταδεεστέραν. λέγεται δὲ ὑπ᾿ ἐνίων καὶ κατὰ γένος διαφέρειν τοῦ κιναμώμου τὸ ξυλοκινάμωμον, ἑτέρας ὂν φύσεως.

4 δύναμιν δὲ ἔχει πᾶν κινάμωμον θερμαντικήν, οὐρητικήν, μαλακτικήν, πεπτικήν· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα πινόμενον καὶ προστιθέμενον μετὰ σμύρνης, καὶ ἰοβόλοις θηρίοις καὶ θανασίμοις ἁρμόζει καὶ τὰ ταῖς κόραις ἐπισκοτοῦντα ἀποκαθαίρει, φακούς τε καὶ ἐφήλεις μετὰ μέλιτος ἐπιχρισθὲν αἴρει. ποιεῖ δὲ καὶ πρὸς βῆχας, κατάρρους, ὕδρωπας, νεφρίτιδας, δυσουρίας· μείγνυται δὲ καὶ τοῖς πολυτελέσι μύροις καὶ καθόλου ἐστὶ πολύχρηστον. ἀποτίθεται δὲ εἰς διαμονὴν λεῖον οἴνῳ ἀναλαμβανόμενον καὶ ξηραινόμενον ἐν σκιᾷ.

ἔστι δέ τι λεγόμενον κινάμωμον, ὃ ἔνιοι ψευδοκινάμωμον καλοῦσιν, εὐερνὲς σφόδρα καὶ παχυραβδότερον, κατὰ πολὺ μέντοι ἐλαττούμενον κιναμώμου κατά τε ὀσμὴν καὶ κατὰ γεῦσιν.

15 ἄμωμόν ἐστι θαμνίσκος οἱονεὶ βότρυς ἐκ ξύλου ἀντεμπεπλεγμένος ἑαυτῷ. ἔχει δέ τι καὶ ἄνθος μικρὸν ὡς λευκοίου, φύλλα δὲ βρυωνίᾳ ὅμοια. κάλλιστον δέ ἐστι τὸ Ἀρμένιον, χρυσίζον τῇ χρόᾳ, ἔχον δὲ τὸ ξύλον ὑπόκιρρον, εὐῶδες ἱκανῶς. τὸ δὲ Μηδικὸν διὰ τὸ ἐν πεδίοις καὶ ἐν ἐφύδροις τόποις φύεσθαι ἀδυναμώτερον· ἔστι δὲ μέγα καὶ ὑπόχλωρον καὶ πρὸς τὴν ἁφὴν [*](6 SIM. Theophr. de od. 32 — Cels. V 11 — Cels. IlI 21 (107, 11) — D. eup. II 77 (289) 78 (291) — II 115 (316) — II 137 (327) — I 41 (112) — I 121 (154) — II 102 (304) — II 109 (307).) [*](18 SIM. Theophr. h. pl. IX 7, 2; de od. 32; Pl. XII 48 (ex Iuba).) [*](18 EXC. Orib. XI s. v. (κάλλιστον — ποικίλον, δολίζουσι — τελείους); Orib. t. V 69 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 8, 11 (e D. lat.) Ps. Orib. simpl. V 29 cf. Strab. XVI 747 (Meyer bot. Erläut. zu Strab. 88).) [*](1 ῥαβδίῳ addidi: cum astis nodosis Dl 2 κιννάμωμον ξυλῶδες H μικρὰς H 3 καταδεεστέρας F 4 κατὰ τὸ Da 6 ἔχει post κινάμωμον colloc. H 9 post ἀποκαθαίρει add. θερμαίνει τε καὶ λεπτύνει· καὶ ἔστι διουρητικόν HDiDa (θερμ. — λεπτ. om. Da) 10 ἐφήλεις ἀποκαθαίρες (θερμ. — λεπτ. add. Da) μετὰ κτλ. HDiDa 15—18 hinc aliena ease vidit Sar.; e Crateua fluxisse videntur τι om. HDa 16 μέντοι γε Di 17 ἔλαττόν ἐστι HDa 18 num. cap. ιε QDi: ιγ΄ Dl θαμνίσκος οἱονεὶ βότρυς κτλ.] D. lignum fruticis. amomi ita in se ipsum convolutum esse dicit ut uvae effigiem repraesentet: aliter Isid. l. s. frutex botruosum semen reddens sibi connexum: male Dl frutex est similis botruo, in circuitu cuiuslibet arboris nascitur, ad rem cf. Ps. Orib. l. s. Flückiger Pharmak.3 903. 904. ἀντιπεπλεγμένος H 20 βρυωννία F 21 τὴν χρόαν HOrib. δὲ FOrib.: τε reliqui 22 ἐν (alt.) om. Orib. 23 ἀδυναμώτερον F: ἀδυνατώτερον reliqui ἔστι δὲ om. Orib. χλωρὸν Orib.)

21
ἁπαλὸν καὶ ἰνῶδες τοῖς ξύλοις ὀριγανίζον τε τῇ ὀσμῇ. τὸ δὲ Ποντικὸν ὑπόκιρρον, οὐ μακρὸν οὐδὲ δύσθραυστον, βοτρυῶδες, πλῆρες καρποῦ καὶ τῇ ὀσμῇ πληκτικόν. ἐκλέγου δὲ τὸ πρόσφατον καὶ λευκὸν ἢ ὑπέρυθρον, οὐ πεπιασμένον ἢ συμπεπλεγμένον, λελυμένον δὲ καὶ διακεχυμένον, σπέρματος πλῆρες ὁμοίου βοτρυδίοις, βαρύ, σφόδρα εὐῶδες, δίχα εὐρῶτος καὶ δριμύ, δάκνον τὴν γεῦσιν, ἁπλοῦν τὴν χρόαν καὶ μὴ ποικίλον.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, στυπτικήν, ξηραντικήν, ὑπνοποιόν, 2 ἀνώδυνον τοῦ μετώπου καταπλασσομένου, φλεγμονάς τε πεπαίνει καὶ διαφορεῖ, σκορπιοπλήκτους τε μετ᾿ ὠκίμου καταπλασθὲν ὠφελεῖ· παρηγορεῖ καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ τὰς ἐν σπλάγχνοις σὺν σταφίδι, πρὸς δὲ τὰ γυναικεῖα καὶ ἐν προσθέτοις καὶ ἐγκαθίσμασι χρήσιμον. ποθὲν δὲ τὸ ἀφέψημα αὐτοῦ ἁρμόζει ἡπατικοῖς, νεφριτικοῖς, ποδαγρικοῖς. μείγνυται δὲ καὶ ἀντιδότοις καὶ τοῖς πολυτελεστάτοις τῶν μύρων. δολίζουσι δέ τινες τὸ ἄμωμον τῇ λεγομένῃ ἀμωμίδι, ἐμφερεῖ οὔσῃ τῷ ἀμώμῳ, ἀνόσμῳ μέντοι καὶ ἀκάρπῳ, γεννωμένῃ δὲ ἐν Ἀρμενίᾳ, ἄνθος δὲ ἐχούσῃ ἐμφερὲς ὀριγάνῳ. ἀεὶ δὲ ἐν ταῖς τῶν τοιούτων δοκιμασίαις τὰ θραύσματα φεῦγε· ἐκλέγου δὲ τὰ ἀπὸ μιᾶς ῥίζης ἔχοντα τοὺς ἰδίους κλάδους τελείους.

16 κόστου διαφέρει ὁ Ἀραβικός, λευκὸς ὢν καὶ κοῦφος, [*](8 SIM. Cels. III 18 (100, 25) — D. eup. II 122 (320) I 29 (107) II 72 (286) 76 (287) 78 (290) II 58 (270) II 102 (303) — Pl. XXVI 105 eup. I 234 (214) — Scrib. L. 177 Gal. XIV 149 — Pl. XIII 15. 16. 18.) [*](16 SIM. Pl. XII 49 (ex Iuba).) [*](21 SIM. Theophr. h. pl. IX 7, 3. de od. 28. 32. Pl. XII 41 (ex Iuba); Diod. II 49; Arr.] peripl. m. Er. 39.) [*](21 EXC. Orib. XI s. v. (κόστου — πυρώδης, μειγνύουσι — παρέχει); Orib. t. V 72 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 4 (e D. at.); Ps. Orib. de simpl. V 64: Gal. XII 40 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 8 s. v.) cf. Salm. de hom. 128.) [*](1 καὶ om. Di ὀριγανίζον Orib. DiDl: πηγανίζον QDa τε addidi 2 οὐ — οὐδὲ om. Orib. 4 πεπιασμένον F: πεπιεσμένον Orib.: ἐκπεπιεσμένον Aet.: πεπιλημένον reliqui post πεπ. add. ποῦ Orib. ἢ] ἤγουν (comp. scr.) H: καὶ Da: ἢ συμπεπλεγμένον om. FAet. 5 δὲ — ὁμοίου om. mg. add. O2 ὅμοιον FDiDa: ὁμοίου Orib. HAet. 6 σφόδρα τε Orib. ad εὐρῶτος schol. Paris. Orib. (II 744 Dar.) ἀντὶ τοῦ νοτίδος· κυρίως δὲ εὐρώς ἐστι τὸ γινόμενον σκοπινὸν (τει superscr.) καὶ ἰῶδες χρῶμα περὶ τὸν αεπίοια τὸν χαλκόν 7 μὴ] οὐ Di 9 τῷ μετώπῳ κατα πλασσόμενον Di τε] δὲ Da post τε add. καὶ μελικηρίδας Di: post διαφορεἴ HDa: om. FDl 10 τε] δὲ F 11 post ὠφελεῖ add. πυδαγοίκοις συμβάλλεται καὶ HDi παρηγορεῖ addidi ex HDi: om. F 13 ἐν ἐγκαθίσμασι p δὲ om. H 16 ἀμωμιάδι Orib. (ἀμωμίδι Orib. V 69) ἐμφερῆ HDiDa 17 τῷ] τῇ FDa 18 ἀρμενεία F Di (pr.) om. HDi ἀεὶ] δεῖ HDi 19 φεύγειν H: ἐκφεύγειν Di 20 τοὺς ἰδίαυς om. Di 21 num. cap. ι𝔮 QDi: ιδ΄ Dl κόστος Orib.)

22
πλείστην ἔχων καὶ ἡδεῖαν τὴν ὀσμήν, δευτερεύει δὲ ὁ Ἰνδικός, ἁδρὸς ὢν καὶ μέλας καὶ κοῦφος ὡς νάρθηξ, τρίτος δέ ἐστιν ὁ Συριακός, βαρύς, τὴν χρόαν πυξώδης, πληκτικὸς τῇ ὀσμῇ. ἄριστος δέ ἐστιν ὁ πρόσφατος, λευκός, πλήρης δι᾿ ὅλου, πυκνός, ξηρός, ἀτερηδόνιστος, ἄβρωμος, γεύσει δηκτικὸς καὶ πυρώδης.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, διουρητικήν, ἐμμήνων ἀγωγὸν καὶ τῶν περὶ ὑστέραν παθῶν ἀρωγὸν ἐν προσθέμασι καὶ πυριάσεσι καὶ καταντλήμασι.

2 πινόμενος δὲ ἐχεοδήκτοις βοηθεῖ οὐγγιῶν δυεῖν πλῆθος, καὶ πρὸς θώρακος πόνους καὶ σπάσματα καὶ ἐμπνευματώσεις μετ᾿ οἴνου καὶ ἀψινθίου, καὶ ἀφροδίσια δὲ παρορμᾷ μετ᾿ οἰνομέλιτος. ἄγει δὲ καὶ ἕλμινθα πλατεῖαν μεθ᾿ ὕδατος, σύγχρισμά τε ῥιγοῦσι μετ᾿ ἐλαίου πρὸ τῆς ἐπισημασίας καὶ παραλυτικοῖς. καθαίρει δὲ καὶ ἔφηλιν καταχρισθεὶς μεθ᾿ ὕδατος ἢ μέλιτος· μείγνυται δὲ καὶ μαλάγμασι καὶ ἀντιδότοις.

μειγνύουσι δ᾿ ἔνιοι τὰς ῥωμαλεωτάτας τοῦ Κομμαγηνοῦ Ἑλενίου ῥίζας δολοῦντες αὐτόν. εὐχερὴς δὲ ἡ διάγνωσις· οὔτε γὰρ πυροῖ τὴν γεῦσιν τὸ Ἑλένιον οὔτε τὴν εὐωδίαν εὔτονον καὶ πληκτικὴν παρέχει.