De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

17 σχοῖνος· ἡ μέν τις γίνεται ἐν Λιβύῃ ἡ δὲ ἐν Ἀραβίᾳ, ἑτέρα δὲ ἐν τῇ Ναβαταίᾳ καλουμένῃ, ἥτις ἐστὶ κρατίστη· δευτερεύει δὲ ἡ Ἀραβική, ἣν ἔνιοι Βαβυλώνιον καλοῦσιν, οἱ δὲ τευχῖτιν, ἡ δὲ Λιβυκὴ ἄχρηστος. ἐκλέγου δὲ τὴν πρόσφατον, ἔμπυρρον, πολυανθῆ, σχιζομένην δὲ ἐμπόρφυρον καὶ λεπτήν, [*](6 SIM. D. eup. II 112 (312) Cels. III 21 (107, 15) — eup. II 78 (291) — eup. II 80 (293) — eup. II 115 (316) — eup. II 34 (247) — eup. II 41 (256) — eup. II 96 (300) — eup. II 24 (236) — eup. I 233 (214) — eup. I 120 (153) — Scrib. L. 173. 176.) [*](19 SIM. Theophr. h. pl. IX 7, 1; de caus. VI 11, 13. de od. 25. 33; Pl. XII 104 (ex Iuba): XXI 120 (e S. N.); Gal. XIV 74.) [*](19 EXC. Isid XVII 9, 11 (e D. lat.); Gal. XII 136 (s. v. σχοίνου ἄνθυς), unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.) [*](1 τὴν om. Da 2 ἁδρὸς] grossior Dl ἐστιν om. Da 5 post ξηρός add. κοῦφος (leve) Isid. l. s. ἀτερηδώνιστος H: ἀτεριδόνιστος F τῇ γεύσει Orib. 7 καὶ καταντλήμασι καὶ πυριάσεσι Di 8 καταλτηλήσεσι F πινόμενον HDiDa ἐχεοδήκτοις F: ἐχιοδήκτοις reliqui 9 μ, F: β Di: δύο H: πλῆθος β Da fort. ῥήγματα καὶ σπάσματα cf. Gal l. s. 10 πνευματτώσεις FDiDa 11 καὶ ἔμμηνα πλατεῖαν τε ἕλμινθα Da cf. Gal. l. s. 15 κομαλινοῦ F 18 παρίστησιν Orib. (πάρέχει Orib. V 72)) [*](19 num, cap. ιζ QDi: ιε Dl σχῖνος Di 20 Αβατέλη QDa: ἀβαταία Di: inabatea Di: laudatissimus ex Nabataea Pl.: corr. nescio quis καλουμένη F: λεγομόνη reliqui 22 τευχῖτιν] erran. Pl. XXI 120 ἡ] οἱ δὲ H 23 λεπτήν] λευκήν H at cf. Isid. l. s.)

23
ῥοδίζουσαν τῇ εὐωδίᾳ, ἐπειδὰν τρίβηται ταῖς χερσί, καὶ δάκνουσαν τὴν γλῶσσαν μετὰ ποσῆς πυρώσεως. χρῆσις δὲ τοῦ ἄνθους καὶ τῶν καλάμων καὶ τῆς ῥίζης.

δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικήν, θρυπτικήν, πεπτικήν, μαλακτικήν, 2 ἀναστομωτικήν, διουρητικήν, ἐμμήνων ἀγωγόν, πνευμάτων διαλυτικήν, κεφαλῆς καρηβαρικήν, ὑποστύφουσαν μετρίως. τὸ μὲν οὖν ἄνθος αὐτῆς ἐν ποτήμασι χρήσιμον πρὸς αἵματος ἀναγωγὰς καὶ πόνους στομάχου, πνεύμονος, ἥπατος, νεφρῶν· μείγνυται δὲ καὶ εἰς ἀντιδότους. ἡ δὲ ῥίζα στυπτικωτέρα, διὸ καὶ τοῖς ἀσώδεσι στομάχοις δίδοται, ὑδρωπιῶσί τε καὶ σπάσμασι μετὰ ἴσου πεπέρεως δραχμῆς μιᾶς ὁλκὴ πρὸς ἡμέρας τινάς. τὸ δὲ ἀπόζεμα αὐτῆς ταῖς περὶ μήτραν φλεγμοναῖς εἰς ἐγκάθισμα ἁρμόδιον.

18 κάλαμος ἀρωματικὸς φύεται μὲν ἐν Ἰνδίᾳ, ἔστι δὲ αὐτοῦ κάλλιστος ὁ κιρρός, πυκνογόνατος καὶ εἰς πολλοὺς σκινδαλμοὺς θραυόμενος, γέμων ἀραχνίων τὴν σύριγγα ὑπολεύκων, ἔν τε τῇ διαμασήσει γλίσχρος, στυπτικός, ὑπόδριμυς.

δύναται δὲ οὖρα κινεῖν ποθείς, ὅθεν ἁρμόζει μετὰ ἀγρώστεως ἢ σελίνου σπέρματος ἀφεψηθεὶς καὶ ποθεὶς ὑδρωπικοῖς, νεφριτικοῖς, στραγγουριῶσι, ῥήγμασιν. ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα πινόμενος καὶ προστιθέμενος, βῆχάς τε ἰᾶται ὑποθυμιώμενος καθ᾿  ἑαυτὸν καὶ σὺν ῥητίνῃ τερεβινθίνῃ τοῦ καπνοῦ διὰ σύριγγος ἑλκομένου τῷ στόματι. ἀφέψεται δὲ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα [*](4 SIM. D. eup. II 14 (232) — Pl. XXI 120 Cels. III 21 (107, 16) eup. II 111 (310P)— Pl. l. s. — eup. II 63 (276. 278) — Pl. l. s. eup. II 70 (284).) [*](13 SIM. Theophr. h pl. IV 8, 4. IX 7, 1sq.: de od. 33 34. Pl. XII 104 (ex Iuba) — D. eup. II 63 (278) II 102 (304) II 109 (307) II 34 (246) II 78 (290) II 33 (245).) [*](13 EXC. Orib. XI s. v. (κάλαμος — ὑπόδριμυς); Orib. t. V 71 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 8, 13 (e D. lat); Gal. XII 6 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v); Ps. Orib. de simpl. V 73.) [*](1 διατριβῇ Di 2 πολλῆς H 4 post ἔχει haec habet Di διουρητικήν, ἐμμήνων ἀγωγόν, πνευμάτων διαλυτικήν, κεφαλῆς καρηβαρικήν, ὑποστύφουσαν μετρίως, ἔτι δὲ θρυπτικήν, πεπτικήν, ἀναστ. καὶ διουρητικήν θερμαντικήν FDl: om. reliqui, at cf. Gal. l. s. θρυπτικήν FDa: θρεπτικήν H. seclusi ὑπαλλακτικήν H 7 οὖν om. H ἐν addidi cf. Gal. l. s. ποτίσμασι libri: correxi 10 ἀσώδεσι F: ἀσσώδεσι reliqui 11 δραχμῆς — ὁλκὴ om. Di: ⩹ ο α ὁλκῆ F: ⩹ α ὁλκή HDa: post σπάσμασι transpos. Spr., fort. recte ἀπόβρεγμα H) [*](13 num. cap. ιη QDi: ι𝒢΄ Dl 14 αὐτὸς Spr. post κιρρός add. Isid. fragrans spiritus suauitate 15 σήραγγα Orib. V 71 post σύριγγα add. Dl ascendens cubitum unum aut amplius ὑπολεύκων FOrib. l. s.: ὑπόλευκος reliqui 16 τε] δὲ Orib.Di post ὑπόδριμυς foedissime interpol. πικρός (amarus) Orib. (ed. Ras.) 17 ἀγρώστεως ῥίζης καὶ D. eup. II 109 (307) 22 ἀφέψηται F: ἀφεψεῖται H)

24
γυναικεῖα· μείγνυται δὲ καὶ μαλάγμασι καὶ θυμιάμασι πρὸς εὐωδίαν.

19 βάλσαμον· τὸ μὲν δένδρον κατὰ μέγεθος λυκίου ἢ πυρακάνθης βλέπεται, φύλλα ἔχον ὅμοια πηγάνῳ, λευκότερα δὲ πολλῷ καὶ ἀειθαλέστερα, γεννώμενον ἐν μόνῃ Ἰουδαίᾳ κατά τινα αὐλῶνα, διαφέρον αὐτὸ ἑαυτοῦ τραχύτητι καὶ μήκει καὶ ἰσχνότητι. λέγεται γοῦν τὸ λεπτὸν καὶ τριχῶδες τοῦ θάμνου εὐθέριστον, ἴσως διὰ τὸ εὐχερῶς θερίζεσθαι ἰσχνὸν ὄν.

τὸ δὲ ὀποβάλσαμον λεγόμενον ὀπίζεται ἐν τοῖς ὑπὸ κύνα καύμασιν ἐντεμνομένου σιδηροῖς ὄνυξι τοῦ δένδρου· ῥεῖ δὲ ὀλίγον ὡς καθ᾿  ἕκαστον ἔτος μὴ πλεῖον ἓξ ἢ ἑπτὰ χόας συναθροίζεσθαι· πωλεῖται δὲ ἐν τῷ τόπῳ τούτῳ ὁ σταθμὸς αὐτοῦ πρὸς διπλοῦν ἀργύριον.

2 ἐστι δὲ ὀπὸς καλὸς ὁ πρόσφατος, τῇ ὀσμῇ εὔτονος καὶ εἰλικρινὴς καὶ μὴ παροξίζων, εὐδίετος, λεῖος, στύφων καὶ δάκνων μετρίως τὴν γλῶσσαν. δολοῦται δὲ ποικίλως· οἱ μὰν γὰρ χρίσματα μίσγουσιν αὐτῷ ὡς τὸ τερεβίνθινον, κύπρινον, σχίνινον, σούσινον, βαλάνινον, μετώπιον, μέλι, κηρωτὴν μυρσίνην ἢ κυπρίνην ὑγρὰν λίαν. διελέγχεται δὲ εὐχερῶς ὁ τοιοῦτος· ἐπισταγεὶς γὰρ ὁ ἀκέραιος εἰς ἐριοῦν ὕφος καὶ ἐκπλυθεὶς κηλίδα οὐ ποιεῖ οὐδὲ σπίλον, ὁ δὲ δεδολωμένος [*](3 SIM. Theophr. h. pl. IX 6, 1 sq. Strab. XVI 763; Diod II 48 (ex Posidonio ?) XIX 98. Pl. XII 111sq. (ex Iuba ?) cf. XVI 135; XXIII 92 (e S. N.); Sim. S. s. v. (28, 9 L.).) [*](3 EXC. Isid. XVII 8, 14 (e Pl. et Dl cf. Sol. 154, 15 M); cf. Gal. XI 846. XlV 25.) [*](3 TEST. Gal. XIV 62.) [*](1 post γυναικεῖα add. καὶ ἐγκλύσματα Di εἰς μαλάγματα καὶ θυμιάματα Da) [*](3 num cap. ιθ QDi: ιζ Dl λευκοίου H: λευκοίου ἢ λυκίου Di: similis licii Dl 4 πυρακάνθης libri: piracantes Dl: πυξακάνθης coni. Sarac. coll. D. I 100, at cf. D. I 93. 118 6 post αὐλῶνα add. καὶ ἐν αἰγύπτῳ HDiDa ad rem cf. Pl. XII 114 7 tenue arboris genus capillacea coma eutheriston vocari Pl. l. s. testatur ἰσχνῶδες Da 8 θερίσερον F: θεριστόν reliqui: correxi coll. Pl. l. s. 9 nov. cap. (ιθ' in mg.) περὶ ὀποβαλσάμου inc. Di: ιη΄ Dl 10 καύμασιν om. F σιδηροῖς ὅνυξι] cf. Theophr. l. s.: osseis cultellis Pl.: ferreis ungulis Isid. 11 ἔτος] χρόνον Di ἢ ἓξ HDi συναθροίζεσθαι — δὲ om. F 12 ἐν τῷ τόπῳ om. H (spatio relicto) τούτῳ addidi ὁ om. F 14 καὶ (alt.) om, Di μὴ del. Spr., at cf. Dl odore fortiore non subacido, Pl. esse enim debet lenis, non subacidus παροξύνων F (παροξίζων in mg. corr. pr. m.) εὐδίαιτος libri: corr. Sar. 16 χρίσματι μίσγουσιν αὐτό Di 17 σχοίνινον QDa 18 λίαν F: λείαν reliqui ἐλέγχεται HDiDa 19 ἀραιοῦν F (ἐρεοῦν in mg.) corr. alt. m.) 20 ἐμπλυθεὶς HDa: ἐμπληθεὶς (η oblitter.) F)

25
προσμένει, καὶ γάλακτι δὲ ἐπισταγεὶς πήγνυσι τοῦτο, ὅπερ ὁ δεδολωμένος οὐ δρᾷ. ἔτι ὁ ἀκέραιος ἐπιχυθεὶς γάλακτι ἢ ὕδατι χεῖται ταχέως καὶ γαλακτοῦται, ὁ δὲ δεδολωμένος ἐπιπλεῖ καθάπερ ἔλαιον συστρεφόμενος καὶ διαχεόμενος ἀστεροειδῶς· τῷ μέντοι χρόνῳ καὶ ὁ ἀκέραιος ἑαυτοῦ παχυνόμενος χείρων γίνεται.

πλανῶνται δὲ οἱ νομίζοντες τὸν ἀκέραιον ἐπισταγέντα 3 ὕδατι χωρεῖν εἰς βάθος πρῶτον, εἶτα ἀναπλεῖν εὐδιάχυτον.

τὸ δὲ ξύλον τὸ καλούμενον ξυλοβάλσαμον δόκιμόν ἐστι τὸ πρόσφατον καὶ λεπτόκαρφον καὶ πυρρόν, εὐῶδες, βραχὺ πνέον ὀποβαλσάμου. τοῦ δὲ καρποῦ — καὶ γὰρ τούτου ἡ χρῆσις ἀναγκαία — ἐκλέγου τὸν ξανθόν, πλήρη, μέγαν, βαρύν, δάκνοντα τὴν γεῦσιν καὶ πυροῦντα, μετρίως παραπνέοντα τοῦ ὀποβαλσάμου. φέρεται δέ τι ἀπὸ τῆς Πέτρας, ᾧ δολίζουσι τὸν καρπόν, σπέρμα ὑπερικῷ ὅμοιον, ὅπερ γνώσῃ ἐκ τοῦ μεῖζόν τε εἶναι καὶ κενὸν καὶ ἀδύναμον, πεπερίζον τῇ γεύσει.

δύναμιν δὲ ἔχει ἐνεργεστάτην ὁ ὀπὸς θερμαντικώτατος ὤν, 4 σμήχων τὰ ἐπισκοτοῦντα ταῖς κόραις καὶ τὰς περὶ μήτραν ψύξεις ἰώμενος, προστιθέμενος μετὰ ῥοδίνης κηρωτῆς. ἄγει δὲ καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα, καὶ ῥίγη συγχρισθεὶς λύει· καθαίρει δὲ καὶ τὰ ῥυπαρὰ τῶν ἑλκῶν. ἔστι δὲ καὶ πεπτικὸς καὶ οὐρητικὸς πινόμενος, δυσπνοοῦσιν ἁρμόζων καὶ τοῖς ἀκόνιτον πεπωκόσι μετὰ γάλακτος καὶ θηριοδήκτοις μείγνυται δὲ καὶ ἀκόποις καὶ μαλάγμασι καὶ ἀντιδότοις, καὶ καθόλου δραστικωτάτην ἔχει τὴν δύναμιν ὁ ὀπὸς τοῦ βαλσάμου, δευτέραν δὲ ὁ καρπός, [*](3 SIM. Pl. XII 119) [*](17 SIM. Pl. XXIII 92 D. eup. I 41 (113) — Zop. Orib. II (598) — eup. II 25 (237) Pl. l. s. — eup II 112 (311) Pl. l. s. — Apollod. (Nic. Al. 64) Pl. l. s. eup. II 137 (327) — Apollod. (Nic. Th. 947) Pl. l. s. eup. II 115 (316).) [*](1 πήγνυσι — 2 γάλακτι om. F 2 ὁ om, HDi 3 χεῖται εἰς ταχέως γαλακτοῦται F: χεῖται καὶ ταχέως γ. HDa: si instillatus aquae aut admixtus facile- fuerit resolutus Isid. 4 καὶ] ἢ Di 5 παχυνόμενος ἑαυτοῦ Di 6 οἱ νομίζοντες] auctoris Pl. XII 123 sententiam impugnat 7 εἰσχωρεῖν Di διάχυτον H: αὐδιάχυτσν F: εὐδιάχυτον Dl: ἀδιάχυτον reliqui 9 nov. cap. (κ΄) περὶ ξυλοβαλσάμου inc. Di: ιθ΄ Dl ξύλον ἑαυτοῦ Di ὃ καλεῖται Di 10 βραχὺ Di: τραχὺ QDa post βραχὺ spat. reliquit H 13 τῇ γεύσει H 14 δέ τι] δὴ F: τι om. Da τῆς om. H 18 σμίχων F 20 ἔμμηνα καὶ ἔμβρυα H: ἔμμηνα καὶ δεύτερα καὶ ἔμβρυα Di: secundas mulierum deponit et abortum provocat Dl 21 ῥυπαρὰ ἕλκη Da 22 δυσπνοοῦσιν — πινόμενος (26, 1) om. Da 25 δευτέρως HDi.)

26
ἐλαχίστην δὲ τὸ ξῦλον.

5 ὁ δὲ καρπὸς πινόμενος ἁρμόζει πλευριτικοῖς, πριπνευμονικοῖς, βήσσουσιν, ἰσχιαδικοῖς, ἐπιλημπτικοῖς, σκοτωματικοῖς, ὀρθοπνοικοῖς, στροφουμένοις, δυσουροῦσι, θηριοδήκτοις, καὶ εἰς τὰ γυναικεῖα δὲ ὑποθυμιάματα εὐθετεῖ καὶ εἰς ἐγκαθίσματα ἀφεψόμενος, ἀναστομῶν τὴν μήτραν καὶ ἐπισπώμενος ὑγρασίαν. τὸ δὲ ξύλον τὴν αὐτὴν ἔχει δύναμιν τῷ καρπῷ, ἥσσονα μέντοι. βοηθεῖ δὲ ἀφεψηθὲν ἐν ὕδατι καὶ πινόμενον ἀπεψίαις, στρόφοις, θηριοδήκτοις, σπωμένοις, οὖρά τε ἄγει καὶ πρὸς τὰ ἐν τῇ κεφαλῇ τραύματα μετὰ ἴριδος ἁρμόζει ξηρᾶς· ἀνάγει δὲ καὶ λεπίδας. μείγνυται δὲ καὶ εἰς τὰ τῶν μύρων στύμματα.

20 ἀσπάλαθος, οἱ δὲ ἐρυσίσκηπτρον, οἱ δὲ σφάγνον, Σύροι δὲ διάξυλον καλοῦσι. θάμνος ἐστὶ ξυλώδης, ἀκάνθαις πολλαῖς κεχρημένος, γεννώμενος ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ καὶ τῇ Ῥοδίᾳ, ᾧ χρῶνται οἱ μυρεψοὶ εἰς τὰς τῶν μύρων στύψεις. ἔστι δὲ καλὸς ὁ βαρὺς καὶ μετὰ τὸ περιφλοισθῆναι ὑπέρυθρος ἢ πορφυρίζων, πυκνός, εὐώδης, πικρίζων ἐν τῇ γεύσει. ἔστι δέ τι καὶ ἕτερον εἶδος αὐτοῦ, λευκόν, ξυλῶδες, ἄνοσμον, ὃ δὴ καὶ χεῖρον καθέστηκε.

2 δύναμιν δὲ ἔχει θερμαντικὴν μετὰ στύψεως, ὅθεν πρός τε τὰς ἄφθας ἑψηθεὶς μετ᾿  οἴνου καὶ διακλυζόμενον ἁρμόζει καὶ πρὸς [*](1 SIM. D. eup. II 35 (248) II 36 (249) II 31 (241) I 237 (219) I 18 (103) I 15 (101) II 39 (251) II 41 (256) II 112 (311) lI 115 (316) II 72 (286) cf. Zop. Orib. II (553) eup. II 14 (232) II 11 (256).) [*](12 SIM. Theophr. de od. 25. 33. Pl. XII 110; XXIV 112 (e S. N.); schol. Theocr. IV 57.) [*](12 EXC, Orib. XI s. v. (ἀσπάλαθος καλός ἐστιν — καθέστηκεν); Orib. t. V 70 (ed. Dar.), unde Aet. II 196 s. v. 12; cf. Gal. XI 840 (═ Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.); Ps. Orib. de simpl. V 12; Hes. s. v.) [*](20 SIM. Pl. XXIV 113 — Pl. l. s. D. eup. I 194 (195) — Pl. l. s. eup. (I 161 (177) — Pl. 113 eup. II 47 (259) II 30 (240) II 109 (307) — Pl. 113.) [*](4 post ἰσχιαδικοῖς transpos. θηριοδήκτοις H 5 εἰς om, FDa ἀναστομοῖ τὴν μήτραν καὶ ἐπισπᾶται Di 7 ἐν addidi 9 τῇ om. Di 10 καὶ (alt.) om. Da) [*](12 num. κ QDiDl ἀσπάλαθον Q, at cf. D. I 4 ἐρῖοΐκησκῆπρον (sic) F: aerissceptron Dl: ἰρίσκηπτον coni Salm. cf. D. I 4 Pl. l. s. οἱ δὲ σφάγον scripsi coll. Dl Pl. XXIV 112: φάσγανον QDa: σφάγνον, οἱ δὲ φάσγανον Di (var. lect.) 13 διάξυρον coni. Salm, at cf. Pl. XXIV 112 14 ἐν νησούρω καὶ τῆ ῥουδία F: ἐν ἴστρω καὶ νησύρω καὶ συρία καὶ ῥόδω HDiDa: in Nisyro et Rhodiorum insulis Pl.: in squiroscla (ἐν Νισύρῳ καὶ Συρίᾳ ?) et aput rodos Dl: correxi 16 περιφλοιωθῆναι (φλοισθῆναι V 70) Orib. 18 καὶ ἄνοσμον Orib. (καὶ post δὴ om.) ὃ χεῖρον δὴ Da 21 καὶ διακλυζόμενος HDiDa: καὶ del. F)

27
τὰς ἐν αἰδοίοις ἀκαθαρσίας καὶ νομὰς ἐγκλυζόμενος καὶ πρὸς τὰς ὀζαίνας, ἔμβρυά τε κατασπᾷ μειγνύμενος πεσσῷ. τὸ δὲ ἀφέψημα αὐτοῦ κοιλίαν ἵστησι καὶ αἵματος ἀναγωγὴν ποθὲν δυσουρίαν τε καὶ ἐμπνευμάτωσιν λύει.