De materia medica

Dioscurides Pedianus

Dioscurides Pedianus. De materia medica, Volumes 1-3. Wellmann, Max, editor. Berlin: Weidmann, 1907-1914.

8 ἡ δὲ Κελτικὴ νάρδος γεννᾶται μὲν ἐν ταῖς κατὰ Λιγυρίαν Ἄλπεσιν, ἐπιχωρίως ὠνομασμένη σαλιούγκα· γεννᾶται [*](11 SIM. Cels. III 21 (107, 11) O. eup. II 112 (311) — Alex. Tr. I 214 — eup. II 58 (270) — II 56 (267) — eup. II 115 (315) Cels. V 23, 1. 2. Nic. Th. 937 Al. 307. 402.) [*](22 SIM. Pl. XII 45; XXI 43; XXI 135 (e S. N).) [*](22 EXC. Orib. XII s. v. (ἡ δὲ — πλήρης); Gal. XII 85; Isid. XVII 9, 3 (e D. lat.).) [*](1 σαπφαρητικὴ Orib. post Σαμφ. add. σφόδρα κολοβή Di χωρίου Di 2 μεγαλόσταχυς om. H λευκοτέρα DlOrib.: λευκότερον reliqui μέσον suspectum: fort. μεσόκοιλον cf. D I 11 3 ὑπεντραγίζοντα Orib. 4 ἀποβεβρεγμένη] ἡ ἔκπλυτος ὀνομαζομένη Gal. XIV 74 5 τὸν νοῦν Da: τονοῦν H 6 δολοῦσι HOrib. στίμμι vel στίμι libri 7 φοινικίνου FOrib.Di: φοινικίου HDa corr. Spr. coll. D. V 40 8 πηλὸς ταῖς ὁίζαις Orib. 9 χωρίζοντα libri: correxi 12 ἱστῶσι H 14 ἐμπνευματουμένοις Di 16 φλεγμονὰς τὰς ἐν μήτρᾳ Da: τὰς ἐν μήτρᾳ φλεγμονὰς Spr. 19 διάσπασμα F cf. Pl. XIII 19. XXI 77 Theophr. de od. 57 Orib. II 456 ἀποτίθεται Orib.DiDa 20 ἀκωνήτῳ scripsi: ἀκονίτῳ libri: ἀκώνιτον vel ἀκώνητον Orib. λειοτριβηθεῖσα — ἀναπλασθεῖσα Orib. 22 num. cap. QDi: ζ΄ Dl μὲν καὶ Orib. 23 ἄλσεσιν H ὀνομαζομένη Orib. ἀλιούγγια HDa: ἀλιούγκα FDi: γαλίον Orib. (ἀλιούγχα in mg. corr. Ο2): saliunca Pl. XXI 43 cf. Scrib. L. 258: γάλλικα haud recte coni. Marc.)

13
δὲ καὶ ἐν τῇ Ἰστρίᾳ. ἔστι δὲ θαμνίσκος μικρὸς σὺν ταῖς ῥίζαις εἰς δέσμας ἀναλαμβανόμενος χειροπληθεῖς, ἔχει δὲ φύλλα ἐπιμήκη, ὑπόξανθα, ἄνθος μήλινον. μόνων δὲ τῶν καυλῶν ἐστι καὶ τῶν ῥιζῶν ἡ χρῆσις καὶ ἡ εὐωδία, ὅθεν δεῖ πρὸ μιᾶς ἡμέρας καταρράναντας ὕδατι τὰς δέσμας καὶ χωρίζοντας τὸ γεῶδες τιθέναι ἐπ᾿ ἐδάφους νοτεροῦ προυποκειμένου χαρτίου, τῇ δὲ ὑστεραίᾳ καθαίρειν· οὐ γὰρ συναποκαθαίρεται τῷ ἀχυρώδει καὶ ἀλλοτρίῳ τὸ εὔχρηστον διὰ τὴν ἐκ τῆς ἰκμάδος εὐτονίαν.

δολίζεται δὲ συναποτιλλομένης αὐτῇ πόας ἐμφεροῦς, ἣν διὰ τὸ 2 περὶ τὴν ὀσμὴν βρωμῶδες τράγον καλοῦσιν. εὐχερὴς δὲ ἡ ἐπίγνωσις· ἄκαυλός τε γάρ ἐστιν ἡ πόα καὶ λευκοτέρα καὶ ἧττον ἐπιμήκη τὰ φύλλα ἔχει οὐδὲ τὴν ῥίζαν πικρὰν ἢ ἀρωματίζουσαν ὥσπερ ἐπὶ τῆς ἀληθινῆς ἔχει. ἀποκρίνας οὖν τὰ καυλία καὶ τὰς ῥίζας, τὰ δὲ φύλλα ῥίψας, εἰ βούλοιο ἀποτίθεσθαι, ἀναλαμβάνων οἴνῳ λεῖα καὶ τροχίσκους ἀναπλάσας φύλασσε ἐν ὀστρακίνῳ ἀγγείῳ καινῷ, πωμάζων ἐπιμελῶς. ἀρίστη δέ ἐστιν ἡ πρόσφατος καὶ ἡ εὐώδης, πολύρριζος, οὐκ εὔθρυπτος, πλήρης.

δύναται δὲ ὅσα καὶ ἡ Συριακή, διουρητικωτέρα καὶ εὐστομαχωτέρα 3 οὖσα. ὠφελεῖ δὲ καὶ τὰς περὶ ἧπαρ φλεγμονὰς καὶ ἰκτερικοὺς καὶ πνευματώσεις στομάχου μετὰ ἀφεψήματος ἀψινθίου πινομένη, ὁμοίως καὶ σπλῆνα καὶ τὰ περὶ τὴν κύστιν καὶ νεφρούς, καὶ πρὸς ἰοβόλων δήγματα σὺν οἴνῳ, καὶ εἰς τὰ μαλάγματα μείγνυται καὶ ποτίσματα καὶ χρίσματα θερμαντικά.

9 ἡ δὲ ὀρεινὴ νάρδος, καλουμένη δὲ ὑπό τινων καὶ θυλακῖτις καὶ πυρῖτις, γεννᾶται ἐν Κιλικίᾳ καὶ Συρίᾳ, καὶ φύλλα [*](9 SIM. Pl. XII 46.) [*](18 SIM. Scrib. L. 258 Pl. XXI 135 — Pl. l. s. D. eup. II 56 (267) — Pl. l. s. eup. II 59 (271) — Pl. l. s. D. eup. II 61 (273) — eup. II 109 (307)— Pl. l. s. Nic. Th. 604 (Apollod.)) [*](24 EXC. Orib. XII s. v. (ἡ δὲ — νάρδος); Gal. XII 85.) [*](1 καὶ om. QDiDa τῇ om. H συρίᾳ FDlIsid. l. s. 2 δὲ καὶ Orib. 3 ἐπιμήκη Orib.: ὑπομήκη reliqui 6 χάρτου Orib. 7 συναποτίλλεται Orib. 9 συναποτιθεμένης (λλο superscr.) Di: συναποδεομένης Orib. συμφεροῦς F 11 τε addidi ex Orib. ἡ πόα ἐστὶ Orib. 12 ῥίζαν δὲ Orib. ἢ] καὶ Orib. 13 ἐπὶ om. Orib. 14 καὶ τὰ φύλλα H τρίψας Orib. βούλει δ᾿ HDi ἀποθέσθαι H 15 ἀναπλάττων Di: ἀναπλάσσν F φύλαττε HDi 17 ἡ om. Orib.Di 18 καὶ (alt.)] τε (δὲ υ) καὶ Di: καὶ om. HDa 21 τὴν fort. delendum) [*](24 cap. num. θ QDi: om. Dl καλουμένη — πυρῖτις om. Orib. ad θυλακῖτις cf. schol. Nic. Al. 403 25 πυρῖτις] νίρις (vel νῖρις) QDi: νέρις Da: peritis abirtis (sic) Dl: correxi coll. Gal. l. s. καὶ Συρίᾳ om. Dl Gal. Orib. fort. delenda καὶ (tert.) om. Orib. Di)

14
καὶ καυλοὺς ὅμοια ἠρυγγίῳ ἔχουσα, μικρότερα μέν, οὐ μὴν τραχέα καὶ ἀκανθώδη. ῥίζαι δὲ ὕπεισι μέλαιναι, εὐώδεις, δύο ἢ καὶ πλείους ὥσπερ ἀσφοδέλου, ἰσχνότεραι δὲ καὶ μικρότεραι πολλῷ· οὔτε δὲ καυλὸν οὔτε καρπὸν οὔτε ἄνθος φέρει. ποιεῖ δὲ ἡ ῥίζα πρὸς ὅσα καὶ ἡ Κελτικὴ νάρδος.

10 ἄσαρον, οἱ δὲ νάρδον ἀγρίαν καλοῦσι· φύλλα ἔχει κισσῷ ὅμοια, μαλακώτερα δὲ πολλῷ καὶ στρογγυλώτερα, ἄνθος [*](10 RV: ἄσαρον· οἱ δὲ νάρδος ἀγρία, προφῆται αἷμα Ἄρεως, Ὀσθάνης θέσαν, Αἰγύπτιοι κερέερα, Ῥωμαῖοι περπρέσσαμ, οἱ δὲ βάκχαρ, Θοῦσκοι σούκινουμ, οἱ δὲ νάρδουμ, ῥούστικουμ, Γάλλοι βάκαρ. βοτάνη εὐώδης, στεφανωματική, ἧς τὰ φύλλα τραχέα, μέγεθος ἔχοντα μεταξὺ ἴου καὶ φλόμου, καυλία γωνιοειδῆ, ὑποτραχέα, ἀραιά, ἔχοντα παραφυάδας, ἄνθη δὲ πορφυρᾶ, λευκά, εὐώδη, ῥίζαι ὅμοιαι ταῖς τοῦ μέλανος ἐλλεβόρου, ἐοικυῖαι τῇ ὀσμῇ κινναμώμῳ. φιλεῖ δὲ τραχέα χωρία καὶ ἄνικμα. ταύτης ἡ ῥίζα ἑψηθεῖσα ἐν ὕδατι βοηθεῖ ῥήγμασι, σπάσμασι, δυσπνοίᾳ, βηχὶ χρονίᾳ, δυσουρίᾳ· ἄγει δὲ καὶ ἔμμηνα καὶ θηριοδήκτοις χρησίμως σὺν οἴνῳ δίδοται. τὰ δὲ φύλλα στυπτικὰ ὄντα καταμεταξὺ) [*](6 SIM. Pl. XII 47 (e S. N.); XXI 30; XXI 134.) [*](6 EXC. Orib. XI s. v. (ἄσαρον — γλῶσσαν, φύεται — Ἰταλίας); cf. Gal. XI 840; Isid. XVII 9, 7 (e D. lat.); Ps. Orib. de simpl. V 30.) [*](1 ἰρίγγι FDa cf. D. III 21 μικρότερα] μαλακώτερα Spr.: haec spicas breviores habet Dl οὐ — ἀκανθώδη om. Dl: non recte del. Spr. 2 καὶ (alt) om. Orib. 3 δὲ addidi duce Spr. καὶ λευκότεραι καὶ μικρότεραι Orib.) [*](4 καυλὸν δὲ οὐδὲ καρπὸν οὐδὲ ἄνθος φέρει Orib.: καυλὸν οὔτε delevi coll. Dl nec florem nec semen habet οὔτε (alt.)] οὐδὲ QOrib. 5 ὅσα] ἃ Orib. 6 num. cap. ι QDi: η Dl οἱ δὲ — καλοῦσι om. Orib. post καλοῦσι syn. e R add Di, deinde sic pergit ἄσαρον πόα εὐώδης, στεφανωματική (e R) 7 μικρότερα FDiDaOrub.: πυκνότερα H: tenuiora Dl: molliora Pl. XII 47: correxi cf. Hallier Flora XXI 298 ἄνθη RDi) [*](9 C fol. 31r·: N 4 ἄραιως R: ἄρεος H 10 κερέσερα H: κερεερα vel κερθερα N περιτρεσσαμ R: περιτρεσάμ Di: correxi coll. Pl. XXI 132. XXVI 87 cf. Herm. XXXIII 408 11 κακχαρ R: βάκγχαρ H cf. Verg. ecl. VII 27 Pl. XXI 132 (baccar) ναρδου ρουστικου libri: correxi cf. Pl. XXI 29 βάκαρ] an βάκκαρ? 12 quae sequuntur e D. III 44 (de bacchari) huc translata sunt. Pl. XXI 30 eorum sententiam impugnat qui nardum rusticum et baccharim eandem plantam esse putavere 12 τραχέα addidi e D. III 44 13 καὶ φλόμον om. C: ἢ φλ . . . υ N post ὑποτραχέα habet ἔχων κερεαφυλλαδασκια (αια add. alt. m.) C: ἀρε . φύλλα δασέα ἐφ᾿ ὧν N: ἔχον καυλία γωνιοειδῆ, ὑποτρεχέα, ἀραιά Di 14 λευκά om. C: λεπτά N 15 ῥίζαι N: ἡ ῥίζα C ὁμοία C 16 γενᾶτε δὲ ἐν τραχέσι χωρίοις καὶ ἀνίγμοις superscr. C (m. rec.) cf. Well. I 7 18 χρήσιμος DiDa 19 διδόμενον R: πινομένη DiDa: correxi e D. III 44 καὶ καταπλ. C)

15
τῶν φύλλων πρὸς τῇ ῥίζῃ πορφυροῦν, ὑοσκυάμου κυτίνῳ ἐμφερές, ἐφ᾿ ᾧ τὸ σπέρμα ἐοικὸς γιγάρτῳ. ῥίζαι δὲ ὕπεισι πολλαί, γονατώδεις, λεπταί, πλάγιαι, ὅμοιαι ἀγρώστει, ἰσχνότεραι μέντοι πολλῷ καὶ εὐώδεις, θερμαίνουσαι καὶ δάκνουσαι λίαν τὴν γλῶσσαν.

δύναμις δὲ αὐτῶν οὐρητική, θερμαντική, ἁρμόζουσα ὑδρωπικοῖς, 2 ἰσχιάδι χρονίᾳ· ἄγουσι δὲ καὶ ἔμμηνα. μετὰ μελικράτου δὲ ποθεῖσαι, πλῆθος ὁλκῆς οὐγγιῶν ἑπτά, ὡς ἐλλέβορος λευκὸς καθαίρουσι· μείγνυνται δὲ καὶ μύροις. φύεται δὲ ἐν ὑποσκίοις ὄρεσι, πλεῖστα δὲ ἐν Πόντῳ καὶ ἐν Φρυγίᾳ καὶ Ἰλλυρίδι καὶ ἐν Οὐεστίνοις τῆς Ἰταλίας.

11 φοῦ, οἱ δὲ καὶ τοῦτο ἀγρίαν νάρδον καλοῦσι· γεννᾶται μὲν ἐν Πόντῳ, φύλλα δὲ ἐλαφοβόσκῳ ἢ ἱπποσελίνῳ παραπλήσια ἔχει, καυλὸν πηχυαῖον ἢ μείζω, λεῖον, τρυφερόν, ἐμπόρφυρον, μεσόκοιλον, διειλημμένον γόνασιν, ἄνθη πρὸς τὰ τοῦ ναρκίσσου, [*](πλασσόμενα ὠφελεῖ κεφαλαλγίας καὶ ὀφθαλμῶν φλεγμονὰς καὶ αἰγίλωπας ἀρχομένους καὶ μαστοὺς ἐκ τόκων φλεγμαίνοντας καὶ ἐρυσιπέλατα· ἔστι δὲ καὶ ὑπνοποιὸς ἡ ὀσμή.) [*](6 SIM. Scrib. L. 110 Pl. XXI 134 D. eup. II 112 (312) — Pl. l. s. eup. II 63 (278) — Pl. l. s. eup. II 76 (287) — Pl. XXI 134.) [*](12 SIM. Pl. XII 45. XXI 136 (e S. N.).) [*](12 EXC. Orib. XII s. v. (φοῦ — βρωμώδους); Isid. XVII 9, 7 (ubi olusatro corrige); Gal. XII 152 (unde Aet. I s. v. Paul. Aeg. VII 3 s. v.).) [*](1 πορφυροῦν] κυανοῦν QDa: πορφνρᾶ Di: πορφυροῦν Orib.Dl Pl. l. s. Isid. l. s. ὑοσκυάμου F: ὑοσκυάμω HDiDa: ὑοσκυάμῳ ἢ Orib. 2 ἐμφερῆ Di post ἐμφερές syn. e R add. H ᾧ] οὗ Orib.: οἷς Di post γιγάρτῳ e R interpol. ἔχον καυλία — ἀραιά Di δὲ om. FDiDa 3 πλατεῖαι Orib. (γ superscr. O2) 4 post εὐώδεις e R interpol. ἐοίκυῖαι — ὀσμή, deinde Crateuae frg. e C (cf. Well. I 6) add. his verbis καὶ κρατεύας ῥιζοτομικὸς εἰς τὸ αὐτό κτλ. Di 6 quae de virtute medica profert D. e Cratena fluxerunt ἁρμόζουσαι H 7 post χρονί e R add. καὶ βηχί HDa δὲ om. H μετὰ δὲ HDa 8 καὶ ἀντιδότοις Crat. δὲ (alt.) om. Di 10 πλεῖοτον Orib. ἐν (alt.) om. Di 11 ἐν om. QDiDa: del. O2 οὐεστίνοις Orib. (ἰουστίνοις corr. O2): ἰουστίνοις FDa: ἰουστήνη HDi post ἰταλίας interpol. e R ἡ δὲ ῥίζα τοῦ τοιούτου (αὐτοῦ Da) βοηθεῖ ῥήγμασι — ὀσμή HDa) [*](12 num. cap. ια QDi: θ΄ Dl τὸ λεγόμενον παῤ ἰταλοῖς βαλεριάνα add. H καὶ τοῦτο om. Orib. 13 μὲν Orib. HDiDa: δὲ F folia hellebori similia vel ypposelinu Dl 14 πορφυροῦν Orib. 15 ἄνθη δὲ φέρει Orib. τοῦ ναρκίσσου libri Orib.Dl. τοῦ κισσυῦ coni. nescio quis: τῆς νάρδου Spr.: suspectum) [*](16 κεφαλαλγίαν C καὶ (pr.) om. CDiDa 18 ὀσμή R: κόμη reliqui)

16
μείζονα δὲ καὶ ἐν τῷ ὑπολεύκῳ διαπόρφυρα· ῥίζα δὲ ἡ μὲν ἀνωτέρω περὶ δακτύλου μικροῦ τὸ πάχος, πλάγια δὲ ὑπόρριζα ἔχει καθάπερ σχοῖνος ἢ μέλας ἐλλέβορος, ἀλλήλοις ἐπιπεπλεγμένα, ὑπόξανθα, εὐώδη, ναρδίζοντα τῇ ὀσμῇ μετά τινος βάρους βρωμώδους.

2 δύναται δὲ θερμαίνειν, οὖρα κινεῖν ξηρὰ ποτιζομένη. καὶ τὸ ἀπόζεμα δὲ αὐτῆς τὸ αὐτὸ δύναται ποιεῖν καὶ πρὸς πλευρᾶς πόνον, ἔμμηνά τε ἄγει καὶ ἀντιδότοις μείγνυται.

δολοῦται δὲ ὀξυμυρσίνης ῥίζης παραμειγνυμένης. εὐχερὴς δὲ ἡ ἐπίγνωσις αὐτῆς ἐστι· σκληραὶ γάρ εἰσιν αὗται καὶ δύσθραυστοι, δίχα εὐωδίας.

12 μαλάβαθρον ἔνιοι ὑπολαμβάνουσιν εἶναι τῆς Ἰνδικῆς νάρδου φύλλον πλανώμενοι ὑπὸ τῆς κατὰ τὴν ὀσμὴν ἐμφερείας· πολλὰ γάρ ἐστιν ὅμοια τῇ ὀσμῇ νάρδῳ ὡς τὸ φοῦ, ἄσαρον, ἶρις. οὐκ ἔχει δὲ οὕτως· ἴδιον γάρ ἐστι γένος φυόμενον ἐν τοῖς Ἰνδικοῖς τέλμασι, φύλλον ὂν ἐπινηχόμενον τῷ ὕδατι καθάπερ οἱ ἐπὶ τῶν τελμάτων φακοί, ῥίζαν οὐκ ἔχον, ὅπερ συλλέγοντες εὐθέως διαπείρουσι λίνῳ καὶ ξηράναντες ἀποτίθενται. φασὶ δὲ καὶ τῆς θερείας ἀναξηρανθέντος τοῦ ὕδατος καίεσθαι φρυγάνοις τὴν γῆν· μὴ γενομένου γὰρ τούτου φύλλον μηκέτι φύελανίζοντι.

2 ἔστι δὲ καλὸν τὸ πρόσφατον καὶ ὑπόλευκον ἐν τῷ μελανίζοντι, ἄθραυστον καὶ ὁλόκληρον, πληκτικὸν τῇ ὀσμῇ καὶ ἐπιδιαμένον τῇ εὐωδίᾳ, ναρδίζον δὲ τῇ γεύσει καὶ μὴ ἁλμυρίζον. τὸ δὲ ἀδρανὲς καὶ λελεπτοκοπημένον εὐρωτιῶσαν ἔχον τὴν ἀποφορὰν φαῦλον.

[*](6 SIM. Pl. XXI 136 D. eup. II 109 (306) Scrib. L. 170. 176.)[*](12 SIM. Pl. XII 129 (ex Iuba?) XXIII 93 (e S. N.) [Arr.] per. 56. 65.)[*](12 EXC. Orib. XI s. v. (ἴστι δὲ καλὸν — μαλαβάθρου δύναμις); Orib. t. V 74 D., unde Aet. II 196; Isid. XVII 9, 2 (e D. at.), cf. Gal. XII 66.)[*](1 μείζω Orib.Di post καὶ add. τρυφερώτερε καὶ Di 2 δακτύλου πάχος τοῦ μικροῦ Da ἡ δὲ πλάγια H ὑπόριζα Q: ὑπορίζια Orib.: ἐπιρρίζια Di 3 σχἶνος Di (vitio sollemni) 6 θερμαίνειν post κινεῖν transpos. H: bis habet Di 9 ὀξυμερσίνης F: ὀξυμυρσίνη H ῥίζη H: ῥίζαις Di παραμιγνύμενος H υ: παραμιγνυμένη p cf. Dl qui adulteratur radicibus oximyrsinis)[*](12 num. cap. ιβ QDi ι Dl 13 φύλλα H 14 πολλοῖν γάρ ἐστιν ὀσκὴ νάρδου H 15 ἴρις F: νῆρις reliqui cf. D. I 9 ἔχει] ἔνι H γάρ] δέ Di 17 ad rem cf. D. IV 87 19 θερίας HDa ἀναξηράναντες H 20 φύλλσν om. HDiDa 21 μελανίζοντι Orib. (μελανίζειν Orib. V 74): μέλανι καί τι F: μελανίζειν τε HDiDa: μαλακίζειν Spr.: nigricans Pl.: coloris subalbido nigello mixtum Dl 22 καὶ (pr.) om. Orib. 23 νάρδου τῇ γεύσει H δὲ om. Orib.: post τῇ colloc. FDa: gustu nardino Dl cf. Pl. XII 129 καὶ addidi: post δὲ inser. Lac.: μηδὲ Orib. V 74 24 δὲ om. Orib. καὶ τὸ HDiDa λεπτοκοπημένον QDiDa)
17

δύναμιν δὲ ἔχει τὴν αὐτὴν τῇ νάρδῳ, ἐνεργέστερον δὲ ἐκείνη πάντα ποιεῖ. διουρητικωτέρα μέντοι καὶ εὐστομαχωτέρα ἐστὶν ἡ τοῦ μαλαβάθρου δύναμις, καὶ πρὸς τὰς ὀφθαλμικὰς φλεγμονὰς ἁρμόζει ἀναζεσθὲν ἐν οἴνῳ καὶ λεῖον ἐπιχριόμενον· ὑποτίθεται καὶ τῇ γλώσσῃ πρὸς εὐωδίαν στόματος καὶ σὺν ἱματίοις τίθεται· ἄβρωτα γὰρ καὶ εὐώδη τηρεῖ ταῦτα.

13 κασσκίας δέ ἐστι πλείονα εἴδη περὶ τὴν ἀρωματοφόρον Ἀραβίαν γεννώμενα· ἔχει δὲ ῥάβδον παχύφλοιον, φύλλα δὲ ὡς πεπέρεως. ἐκλέγου δὲ τὴν ἔγκιρρον, εὔχρουν, κοραλλίζουσαν, στενήν, λείαν, μακρὰν καὶ παχεῖαν τοῖς συριγγίοις πλήρη, δηκτικὴν ἐν τῇ γεύσει καὶ στύφουσαν μετὰ ποσῆς πυρώσεως, ἀρωματίζουσαν, οἰνίζουσαν τῇ ὀσμῇ. ἡ δὲ τοιαύτη ὑπὸ τῶν ἐπιχωρίων ἄχυ καλεῖται, δαφνῖτις δὲ προσαγορεύεται ὑπὸ τῶν ἐν Ἀλεξανδρείᾳ ἐμπόρων. πρὸ δὲ ταύτης ἐστὶν ἡ μέλαινα καὶ ἐμπόρφυρος, παχεῖα, γίζιρ καλουμένη, ῥοδίζουσα τῇ ὀσμῇ, μάλιστα πρὸς τὴν ἰατρικὴν τέχνην εὔθετος, δευτερεύει δὲ ἡ προειρημένη, τρίτη δέ ἐστιν ἡ καλουμένη βάτος Μοσυλῖτις.