Aetia

Callimachus

Callimachus. Callimachus and Lycophron. Mair, A. W., Mair, G. R., editors. London: William Heinemann, 1921.

καὶ γὰρ ἐγὼ τὰ μὲν ὅσσα καρήατι τῆμος ἔδωκα ξανθὰ σὺν εὐόδμοις ἁβρὰ λίπη στεφάνοις, ἄπνοα πάντ’ ἐγένοντο παραχρῆμ’· ὅσσα τ’ ὀδόντων ἔνδοθι νειαίρην τ’ εἰς ἀχάριστον ἔδυ, καὶ τῶν οὐδὲν ἔμεινεν ἐς αὔριον· ὅσσα δ’ ἀκουαῖς εἰσεθέμην, ἔτι μοι μοῦνα πάρεστι τάδε.

Stob. Flor. lxxxi. 8.

ἡ μὲν ἀερτάζουσα μέγα τρύφος Ὑψιζώρου ἄστυρον εἰσανέβαιν’.

Et. Mag. s.v. ἄστυρον.

ὥς τε Ζεὺς ἐράτιζε τριηκοσίους ἐνιαυτούς.

Schol. AD Il. i. 609.

οὕνεκεν οἰκτείρειν οἶδε μόνη πολίων.

Schol. Soph. O.C. 258

Καλλίμαχος . . ἐν τῷ τέλει τοῦ β′ τῶν Αἰτίων.

Τάμμεω θυγατέρος.

Schol. AD Il. ix. 193.

Tzetzes, Lycophr. 869 τὸ δρέπανον παρὰ Σικελοῖς ζάγκλον καλεῖται. μέμνηται δὲ καὶ Καλλίμαχος ἐν δευτέρῳ Αἰτίων.

Steph. Byz. frag. s.v. Δωδώνη· ὠνόμασται . . ., ὡς Ἐπαφρόδιτος ὑπομνηματίζων τὸ β′ Αἰτίων, ἀπὸ Δωδώνης μιᾶς τῶν Ὠκεανίδων νυμφῶν.

Αἴγυπτος προπάροιθεν ἐπ’ ἐννέα κάρφετο ποίας· . . . . . . τὴν κείνου Φάλαρις πρᾶξιν ἀπεπλάσατο, πρῶτος ἐπεὶ τὸν ταῦρον ἐκαίνισεν ὃς τὸν ὄλεθρον εὗρε τὸν ἐν χαλκῷ καὶ πυρὶ γιγνόμενον.