Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας
Aelius Herodianus
Aelius Herodianus, Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868
183. πείρων: οὐκ ἔϲτιν ἀπὸ τοῦ περῶ πλεοναϲμῷ τοῦ ι. οἶδε γὰρ καὶ τὸ «πεῖρε κέλευθον » (β 242). Q.
188. οἵῳ Φαίηκεϲ: περ ᾧ Φαίηκεϲ. διαϲαφητικὸϲ ὁ η. BQ).
224. οὔθ᾿ Ἡρακλῆϊ: οὐκ ἀναγκαῖον ἐκτείνειν τὸ ι. ἀπήρτιϲε γὰρ εἰϲ μέροϲ λόγου καὶ ἐπέχει τόπον μακρᾶϲ. Q.
285. χρυϲἥνιοϲ: δαϲύνεται τὸ χρυϲἥνιοϲ. H.
307. ἔργα γελαϲτά: γελαϲτὰ οὕτωϲ ὀξυτόνωϲ Ἀρίϲταρχοϲ καὶ Ἡρωδιανόϲ. Η.
317. ἀλλά ϲφωε δόλοϲ καὶ δεϲμόϲ: ἡ ϲφωέ τρίτου προϲώπου ἐγκλιτική ἐϲτι, ϲημαίνουϲα τὸ αὐτούϲ· «τίϲ τ’ ἄρ ϲφωε θεῶν» (Α 8), «ἀλλά ϲφωε δόλοϲ καὶ δεϲμόϲ». Ιl. Pr. Κ 546.
318. ἀποδῷϲιν: ἐνταῦθα ἀποδῷ, διὸ καὶ τὸ ι ἔχει προϲκείμενον. Il. Pr. Α 129.
[*](251 ef. supra ε 110. 317 cf. supra α 174 et Il. Pr. Z 150.)[*](Θ 35 in exstant: πρωτοπλόον ἐπὶ θηλυκοῦ· ἐπὶ δὲ ἀρϲενκοῦ προπαροξύνεται, cui substitui adnotamentum ex Il Pr. Μ 26 concinnatum. 88 adiie possunt: τὸ γὰρ ἑξῆϲ ἐϲτι ἀφέλεϲκε φᾶροϲ κεφαλῆϲ. 114 de hoc loco Lehrs Arist. p. 319 not. (ed. II): Scilicet legerat illud apud Herodianum, quandam in quibusdam inconstantiam apparere. ef. II. Pr. Ο 705. 119 ef. Il, Pr. B 495.)[*](161 ef. δ 686, Il. Pr. Π 207. 183 ef. ad β 434 188 pro ἐν ῷ scripsi ᾧ, pro ἤπερ codicis B habet Q παρό, sed διαϲαφητικὸν ϲύνδεϲμον per ἤπερ explicat Herod. ap. lo Al. 41, 10. 224 in Q sic scriptum est: ποιητικῶϲ ἐξέτεινε τὸ ι τοῦ Ἡρακλῆι, ὅτι εἰϲ μέροϲ λόγου λήγει καὶ κοινὴ ἐϲτιν, quod collat. Ιl. Pr. ε 887 et 463 transformavi. 307 al enim ἔργ’ ἀγέλαϲτα scripserunt.)329. οὐκ ἀρετᾷ κακὰ ἔργα: ἔϲτι ῥῆμα δευτέραϲ ϲυζυγίαϲ τῶν περιϲπωμένων ὡϲ ἀπατᾷϲ. ἀρετάω ἀρετῶ τὸ δεύτερον ἀρετάειϲ ἀρετᾷϲ, τὸ τρίτον ἀρετάει ἀρετᾷ. οἶδε δὲ αὐτὸ καὶ πληθυντικῶϲ «ἀρετῶϲι δὲ λαοὶ ὑπ’ αὐτοῦ » (τ 114). EQ).
370. Ἅλιον: προπαροξύτονον. Η.
371. μουνάξ: ὀξυτόνωϲ. H.
384. ἑτοῖμα: οὕτωϲ ὁ τόνοϲ, οὐ προπαροξυτόνωϲ. H.
396. Εὐρύαλοϲ δέ ἑ αὐτόν: Ἀρίϲταρχοϲ τὴν ἑ ἐγκλίνει καὶ Ἡρωδιανόϲ. H.
491. ὥϲ τέ που ἢ αὐτὸϲ παρεὼν ἢ ἄλλου ἀκούϲαϲ γράφεται καὶ ᾗ αὐτὸϲ ἀντὶ τοῦ καθά. Η.
506. τρίχα: βαρυτόνωϲ τὸ τρίχα. H.
531. εἶβεν: ψιλῶϲ τὸ εἶβεν. H.