Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας
Aelius Herodianus
Aelius Herodianus, Περὶ Ὀδυσσειακῆς προσῳδίας, Grammatici Graeci 3.2, Lentz, Teubner, 1868
129. ἄγαϲθε: ὡϲ δύναϲθε τοῦ δευτέρου α ϲυϲτελλομένου. δυνατὸν δὲ καὶ ὡϲ ἠγᾶϲθε. οἶδε γὰρ αὐτοῦ καὶ τὸ κατὰ διαίρεϲιν ὡϲ τὸ θεαῖϲ ἀγάαϲθε » (119) καὶ « τόφρα οἱ ἠγάαϲθε θεοί (122). P.
146. νῦν: τὸ νῦν ἔφαμεν ἐκτείνεϲθαι παρὰ τῷ ποιητῇ, εἰ μὴ μέτρον κωλύοι. P.
[*](807 ef. Herod. ap. Choer. Diet. 837, 19, Arc. 177.)[*](Ε 27 cf. lo. Al. 15, 24. 38 ef. Il. Pros. Ω 94. 39 ef. Ιl. Pros. Α 129.)[*](40 cf. Lehrs qu. ep. 92. 47 ef. Dichr. 297, 2, Il. Pros. Ω 343. 72 sententiam recte perspexit Cobetus. cf. Il. Pr. Λ 35 λευκοί. 83 hoc dictum esse contra eos, qui ἐρέχθῶν scriberent ut ὀρεχθῶν monet Lob. Rhem. p. 98 adn. 40. cf. Il. Pr. N 809. 110 cf. ll. Pr. Δ 222. 129 pro δύναϲθαι cum Lobeckio El. I 51 scripsi δύναϲθε, post καὶ ὡϲ, quod in cod. sequitur η et parva lacuna, posui ἠγᾶϲθε, Buttm. voluit τιμᾶϲθε. 146 ef. ll. Pr. Φ 428, Γ 97, Κ 105, Lehrs qu. ep. 130.)163. ἴκρια: ὡϲ ἴχνια. HP.
182. δὴ: περιϲπαϲτέον τὸν η. ἔϲτι γὰρ βεβαιωτικόϲ. P.
196. ἐτίθει πάρα πᾶϲαν: ἀναϲτρεπτέον τὴν πρόθεϲιν. P.
208. ἔνθα δέ κ’ αὖθι μένων: ἔνθα δὲ δύο μέρη λόγου. Π. Pr. 398. ἔϲτι δεικτικὸν τῆϲ ἐν τόπῳ ϲχέϲεωϲ, ὥϲτε πρὸ τῆϲ δε ϲυλλαβῆϲ ἡ ὀξεῖα. Il. Pr. Υ 390.
236. ϲτειλειόν: ὀξυτονητέον τὸ ϲτειλειόν. PQ.
240. περίκηλα: Ἀρίϲταρχοϲ ὥϲπερ ξηρὰ ἐκδεχόμενοϲ τὰ περικεκαυμένα ὑπὸ ἡλίου· Χρύϲιπποϲ δὲ διῄρει, περὶ κῆλα περιϲϲῶϲ ξηρά. P.
248. ἁρμονιῇϲιν: προπεριϲπωμένωϲ. ἔϲτι γὰρ Ἰώνων ὁ καταβιαϲμόϲ. HP.
272. ὀψὲ δύοντα Βοώτην: τὸ ὀψὲ δύοντα ἐν δυϲὶ μέρεϲι λόγου. εἰ γὰρ ἦν ϲύνθετον, διὰ τοῦ ι ἐγράφετο. ll. Pr. Φ 232.
281. εἴϲατο δ’ ὡϲ ὅτε ῥινόν: οἱ μὲν ἀναγινώϲκουϲι ὡϲ ὅτε ῥινόν ἐκδεχόμενοι ὡϲανεὶ δέρμα βοὸϲ ἐφηπλωμένον τοῖϲ ὕδαϲι. ὁ δὲ Ἀρίϲταρχοϲ ὡϲ ὅτ’ ἐρινόν ἐρινὸν παραλαμβανόμενοϲ αὐτὴν τὴν ϲυκῆν κατὰ μεταβολὴν γένουϲ ὡϲ ὁ δίφροϲ τὸ δίφρον. τὸν γὰρ καρπὸν μὴ νοεῖϲθαι, ἐπεὶ βραχύϲ ἐϲτι πάνυ. οὐ μέντοι Ἀριϲτάρχῳ ϲυγκατατίθεμαι. VPT.
290. ἅδην: δαϲέωϲ τὸ ἅδην. BPQ.
319. τὸν δ’ ἄρ’ ὑπόβρυχα θῆκε: εἴτε ἐπίρρημα εἴτε ἀπὸ τοῦ ὑπόβρυξ, προπαροξυνθήϲεται. BEPQ.
329. 330. καὶ τὸ ἀμπεδίον καὶ τὸ ἀμπέλαγοϲ διὰ τοῦ μ γραπτέον. P.
335. θεῶν ἐξέμμορε τιμῆϲ: δύναται πρὸϲ ἀμφοτέραϲ χωρεῖν ἡ λέξιϲ.
[*](163 cf. Arc. 199, 18. 182 hunc Odysseae locum citat Herod. in Il. Pr. Α 518. 208 duobus Ιliacae Prosodiae notis comparatis patet Herodianum diverse de hoc loco iud icasse. 236 τὸ scripsi pro τὸν. cf. Arc. 118, 26. 272 ef. Mon. 26, 8. 281 sic fere Herodiani adnotamentum ex variis codicum frustulis, quae hic subiicio, concinnandum arbitror: εἴϲατο δ’ ὡϲ ὅτι ῥινόν. ἀντὶ τοῦ βύρϲαν, ὡϲ καὶ ἐν Ἰλιάδι (Κ 155) «ὑπὸ δ’ ἔϲτρωτο ῥινὸν βοὸϲ ἀγραύλοιο· αὐτὰρ ἐπὶ κράτεϲφι τάπηϲ τετάνυϲτο φαεινόϲ». ἢ ἐρινὸν τὴν ἐρινεὸν εἴρηκεν. ἄλλωϲ ὡϲανεὶ δέρμα βοὸϲ ἐφηπλωμένον τοῖϲ ὕδαϲιν οὕτωϲ εἶδε τὰ ὄρη. τινέϲ δὲ κακῶϲ ῥινόν φαϲιν ἀντὶ τοῦ τὴν ἀϲπίδα. οἱ δὲ ἐρινὸν τὸν καρπὸν τῆϲ ἀγραίαϲ ϲυκῆϲ. ὁ μέντοι Ἀρίϲταρχοϲ ἐρινὸν αὐτὴν τὴν ϲυκῆν κατὰ μεταβολὴν γένουϲ ὡϲ ὁ δίφροϲ τὸ δίφρον. ἔνιοι δὲ ῥινὸν κατὰ Οἰνωτροὺϲ τὸ νέφοϲ. οὐ μέντοι Ἡρωδιανὸϲ Ἀριϲτάρχ ῳ ϲυγκατατίθεται. ἄλλωϲ. ἐρινὸν οὐδετέρωϲ ὁ καρπόϲ, τὸ δὲ ἀρϲενικῶϲ λεγόμενον ἐρινόϲ τὸ δένδρον ϲημαίνει, ὥϲπερ ἡ κέδροϲ θηλυκῶϲ τὸ φυτὸν τὸ δὲ κέδρον οὐδετέρωϲ τὸν καρπόν. Ἀρίϲταρχοϲ δὲ ἐρινὸν αὐτὴν τὴν ϲυκῆν κατὰ μεταβολὴν γένουϲ. τὸν γὰρ καρπὸν μὴ νοεῖϲθαι, ἐπεὶ βραχύϲ ἐϲτι πάνυ. PQT. Certe id patet Herodianum ab Aristarcho non discessisse in interpretatione vocis ἔρινόν, sed in ipsa scriptura, nam ἐρινόϲ eodem modo, quo Aristarchus, explicat in Et. Orion. 61, 24 coll. E. M4. 373, 54 et Gud. 204, 53: ἐρινόϲ ϲημαίνει τὴν ἀγρίαν ϲυκῆν. ἀπὸ τοῦ ἐρίζω γίνεται ἐρινόϲ καὶ κατὰ πλεοναϲμὸν τοῦ ι ἐρινεόϲ. οὕτωϲ Ἡρωδιανόϲ. 290 cf. Il. Pr. ε 203. 319 scripsi ὑπόβρυξ pro βρύξ, sed hoc βρύξ significat h l. haec fere praeterea exstitisse: εἰϲὶ δὲ οἳ διέϲτειλαν ὑπὸ βρύχα ἀπὸ τοῦ βρύξ. 329.330 cf.Il.Pr.Θ 441. 335 sc. ἐξ ἔμμορε et ἐξέμμορε.)