Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

181 Ταυτίζω: ἰδιοποιοῦμαι.

[*](Δ)

182 Ταυτὶ λέγουϲα μορμολύττεϲθαι δοκεῖϲ: Ἀριϲτοφάνηϲ. [*](Ar.) ἐπὶ τῶν δοκούντων ἐκφοβεῖν.

183 Ταυτὶ μὲν εἰκάϲμεϲθα κατὰ τὸν Αἰϲχύλον, τὰ δ’ οὐχ [*](Ar.) ὑπ᾿ ἄλλων, ἀλλὰ τοῖϲ αὐτῶν πτεροῖϲ: ὁ γὰρ Αἰϲχύλοϲ Λιβυϲτικὴν αὐτὴν καλεῖ παροιμίαν. ὁ δέ ἐϲτι μύθων τῶν Λιβυϲτικῶν λόγοϲ, πληγέντα ἀτράκτῳ τοξικῷ τὸν αἰετὸν εἰπεῖν ἰδόντα μηχανὴν πτερώματοϲ· τάδʼ οὐχ ὑπʼ ἄλλων, ἀλλὰ τοῖϲ αὑτῶν πτεροῖϲ ἁλιϲκόμεθα. καί ἡμεῖϲ οὖν, φηϲίν, οὐχ ὑπ’ ἄλλων πάϲχομεν ταῦτα, ἀλλὰ τῇ αὑτῶν γνώμῃ. τοῖϲ αὑτῶν πτεροῖϲ, ἀντὶ τοῦ ἑαυτοῖϲ ταῦτα πεποιήκαμεν.

184 Ταυτοέπεια. καὶ Ταυτοεπεῖν, ταυτολογεῖν.

[*](ΔΣ)

185 Ταὐτόν: τοῦτο τριχῶϲ διαιρεῖ Ἀριϲτοτέληϲ ἐν τοῖϲ Τοπικοῖϲ. [*](Phil.) πρὸϲ δὲ τούτοιϲ τοῖϲ τριϲὶ καὶ τέταρτόν τινα προϲτίθεται, κατ᾿ ἀναλογίαν, πορρώτερον ὄντα τῶν τριῶν. οἱ δὲ τρεῖϲ εἰϲιν οὗτοι· ταὐτὸν γὰρ τὸ μὲν κατ᾿ ἀριθμὸν λέγεται, τὸ δὲ κατ᾿ εἶδοϲ, τὸ δὲ τῷ γένει. ἀριθμῷ ταὐτά ἐϲτιν ἀλλήλοιϲ ὧν ὀνόματα πλείω, τὸ δὲ πρᾶγμα τὸ ὑπ᾿ αὐτῶν ϲημαινόμενον ἕν οἷά ἐϲτι τὰ πολυώνυμα· ἀριθμῷ γὰρ ἓν τὸ λώπιον καὶ ἱμάτιον, ὅτι τοῦ αὐτοῦ καὶ ἑνὸϲ κατ᾿ ἀριθμόν ἐϲτι δηλωτικά. κἂν λόγοϲ δὲ κἂν ὄνομα ταυτὸν ϲημαίνῃ, ἓν κατ᾿ ἀριθμὸν καὶ τοῦτο· κἂν λόγοι πλείουϲ ϲημαίνωϲι ταὐτό, καὶ ταῦτα ἀριθμῷ ταυτά· τῷ γὰρ ἀριθμῷ τοῖϲ αὐτοῖϲ εἶναί ἐϲτιν, οὐ τοῖϲ ὀνόμαϲι ϲημαντικοῖϲ. ϲυνελόντι φάναι, κατ᾿ ἀριθμόν, ὡϲ τὰ πολυώνυμα, λῶποϲ, ἱμάτιον. κατ᾿ εἶδοϲ, ὡϲ Σωκράτηϲ καὶ Πλάτων. κατὰ γένοϲ, οἷον ἄνθρωποϲ, ἵπποϲ· ζῷα γὰρ ἄμφω. κατ᾿ ἀναλογίαν, ὡϲ καρδία καὶ πηγὴ καὶ μονάϲ· ὡϲ γὰρ ἔχει ἡ πηγὴ πρὸϲ ποτόν, οὕτω καὶ μονὰϲ ἐν ἀριθμῷ, καρδία ἐν ζῴῳ. ὄψιϲ ἐν ὀφθαλμοῖϲ· νοῦϲ ἐν ψυχῇ. νηνεμία καὶ γαλήνη ἡ αὐτή· ὃ γὰρ γαλήνη ἐν θαλάϲϲῃ, τοῦτο νηνεμία ἐν ἀέρι· ἡϲυχία γὰρ ἄμφω.

186 Ταυτὸν πέπονθα τῷ τῆϲ παροιμίαϲ, τὸ ϲὸν ὄναρ ϲοι διηγούμενοϲ· ὅτι μὲν οὐχ ἑκόντεϲ (ὀκνῶ γὰρ εἰπεῖν ὡϲ ἄκοντεϲ,) τὸν καλόν τε καὶ ἀγαθὸν πρὸϲ ὀλίγον ἡμῶν ἐπετρέψαμεν χωριϲθῆναι, [*](180 cf. Ambr. 128 — 9, H 181 l. ═ Ambr. 123 182 Ar. Av. 1245 c. sch. plenior. 183 Ar. Av. 807 — 8 c. sch.; Aeschyl. fr. 139 184 Ταυτοέπεια cf. Ambr. 89, H Ταυτοεπεῖν sq. ═ P, Ba 382, 13 185 Alex. Aphr. 58, 5—59, 5 186 Iuliano attr. Bhd.) [*](183 cf. vv. Ε] 64 et Ο 992 186 cf. v. Γ 349; hinc 802) [*](182 non nov. gl. AGM 6 ἄλλων] ἄλλοι G ἀλλήλων F 7 ὁ δὲ] ὧ δ’ Diogenian. A(GFVM) praef. extr. ὡϲ δὲ sch. ὃϲ δ’ Bhd. 8 ἀτράκτῳ] ἤγουν βέλη (h. e. βέλει) ss. V εἰδόντα G εἰδότα 9 πτερώματα V cp. A 19 ἓν alt.] ἑνί V 20> 21 ἐϲτιν κατὰ ἀριθμὸν δηλωτικόν V 22 ταὐτό] ταὐτόν G, v. l. Alex. 25 καὶ om. AG 26 ζῷον V 33 ἐπηρέψαμεν A)

512
τεκμαίρῃ δήπουθεν. ἴϲωϲ δ’ ἄν μοι καὶ ϲοὶ γένοιτο καὶ αὐτῷ δὲ πρὸϲ παραμυθία μικρόν, εἰ ϲοὶ μὲν ἐκεῖνοϲ, ἡμεῖϲ δὲ διʼ ἐκείνου ϲοῦ τύχωμε. ἔϲτι δέ μοι τούτων οὐδὲν ὑπὲρ αὐτοῦ πλέον πρόϲ ϲε καθήκει λέγειν, οἶϲθα δήπουθεν. εἰ γὰρ ἐγώ ϲοι νῦν αὐτὸν γνωρίζω, πέπονθα τὸ τῆϲ παροιμίαϲ, τὸ ϲὸν ὄναρ ϲοι διηγούμενοϲ.

187 Ταὐτὸν ἐποίηϲε τοῖϲ θηρῶϲι τὰϲ ἐγχέλυϲ· οἳ τῷ θρίῳ τῆϲ κράδηϲ προϲχρώμενοι καὶ τὸν βόρβορον ἀναταράξαντεϲ τῆϲ θήραϲ τυγχάνουϲι. κἀκεῖνοϲ ϲυγχεῖ τὰ δημοϲία καὶ ἀναφυρᾷ, βουλόμενοϲ τούϲ τε ἀδελφοὺϲ καὶ τοὺϲ προεϲτηκόταϲ εἰϲ ταὐτὸ ϲυμβαλεῖν.

[*](Δ)

188 αυτότηϲ: ἡ ὁμοιότηϲ. Πιϲίδηϲ· τῇ ταυτότητι ϲυγχυθεὶϲ τῶν δακρύω. καὶ τὴν χαρὰν γὰρ πολλάκιϲ χαρὰ τρέφει καὶ δάκρυϲίν τιϲ ἐξεγείρει δάκρυα.

[*](Σ)

189 Ταυτότητοϲ: ἀπαραλλάκτου φύϲεωϲ.

[*](Hom.)

190 αφήϊον: ἐντάφιον.

[*](Δ)

191 Τἀφιοϲ: ἐθνικόν. ὁ λῃϲτήϲ.

[*](Σ)

192 Τάφοϲ: καὶ τὸ παρὰ τοῖϲ θύταιϲ ϲημεῖον. καὶ τὸ περίδειπνον. [*](Hom.) Ὅμηρὸϲ· τάφον Ἐκτοροϲ ἱπποδάμοιο. οὐ τὸν τύμβον.

[*](Δ)

193 Ταφόϲιριϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

194 Ταφρεῦϲαι: διορύξαι, περιϲκάψαι.

[*](Σ)

195 Τάφροϲ: τὸ περὶ τὸ τεῖχοϲ ὄρυγμα. καὶ άφρη θηλυκὸν παρ’ Ἡροδότῳ. ὀρύξαντεϲ τάφρην εὐρέην ἐπέτειναν ξύλα ἀϲθενέα [*](Ε) ἐπ’ αὐτῆϲ.

[*](Σ)

196 Τάχα: ἴϲωϲ, ἢ ταχέωϲ. ἢ τυχόν.

197 Ταχεiα.

[*](Δ.)

198 Ταχινόϲ: ὁ ταχύϲ.

[*](Δ.)

199 Τάχιον: ταχύ.

[*](Σ)

200 Ταχύ: ἀντὶ τοῦ ταχέωϲ ἔϲτι παρὰ πολλοῖϲ τῶν παλαιῶν. [*](Δ) παρ’ Ὀμήρῳ δὲ άχιϲτα, ἀντὶ τοῦ ταχέωϲ. καί, λῦϲαν δ’ ἀγορὴν [*](Hom.) αἰψηρήν. ἀντὶ τοῦ αἰψηρῶϲ, ταχέωϲ.

[*](187 Aeliano attr. Valck., temere sec. Bhd., qui imitationem Ar. Eq. 864 per spexit 188 τῇ sq. Pisid. Exp. Pers. 3, 133 -5 189 ═ P, Ba 382,14 cf. H 190 sch. β 99 cf. H 191 cf. ο 426 192 — ϲημεῖον ═ P, Ba 382, 15 τὸ περίδειπνον— ἱπποδάμοιο cf. Ap S. 149, 28, H, Apion, ech. A (Aristonic.) in ψ 29 schol. BT in Ω 804 (fort Aristonic. in Ω 804, ubi deficiunt sch. A); Ω 804 193 ═ Ambr 23 194 ═ P, Ba 382,16 cf Zon. 1715, H 195 ὄρυγμα ═ P, Ba 382,17 cf. sch. H 341 (unde Et. M. 748, 43), H ὀρύξαντεϲ sq. Hdt. 4, 201, 1 196 ═ P cf. Ap. S. 150, 1 unde H; sch. B 193 ═ Zon. 1715, Erotian. 85, 13 198 ═ Ambr. 4 200 — παλαιῶν ═ P Τάχιϲτα— ταχέωϲ cf. Et M. 749,3 Λῦϲαν sq. T 276 vel β 257 c. sch. ( A; Aristonic. utrob.) cf. Ap. S. 150, 8, ech. BT in Δ 182)[*](200 Hom. cf. v. Al 394)[*](A(GFVM))[*](1 ἐμοί Bhd. 2 ϲοι] ϲοῦ ed. pr. 2. 3 τύχοιμεν Bhd. 3 ἔϲτι] ὅτι W οlf τι Kust. αὐτοῦ] τοῦ A 187 mg. V (om. F) 6 οἳ GM; οἷον A V 7 προχρώμενοϲ V 189 om. V; post l. ἡ ὁμοιότηϲ ex 10 repet F 13 φύν ϲεωϲ om. A 15 Τάφιον F 21 εὐρέην om. G 197 om. AF post 195 V 26 τὸ ταχύ G 27 τῶν om. G F 28 καὶ— 29 ταχέωϲ om. F 29 αἰψηρήν om. V)