Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
387 Σίζουϲα: ἀντὶ τοῦ ζέουϲα· ὡϲ ἐπὶ τῆϲ ταγηνιζομένηϲ. οἷον [*](Ar.) ποιὸν ἦχον ἀποτελοῦϲα. Ὅμηροϲ· ὣϲ τοῦ ϲίζʼ ὀφθαλμὸϲ ἐλαΐνῳ ἀμφὶ πελέκει. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἥδ’ ὀπτωμένη ϲίζουϲα πάραλοϲ.
388 Σικάριοι: λῃϲτῶν γένοϲ. ϲίκαϲ δὲ τὰ ἐπικαμπῆ ξίφη Ῥωμαῖοι [*](Σ) καλοῦϲιν, οἷϲ οἱ χρώμενοι ἐλέγοντο ϲικάριοι. οὗτοι τοὺϲ παρατυγχάνονταϲ [*](Ε) ἔκτεινον ἐπὶ Κλαυδίου δὲ τοῦ βαϲιλέωϲ· οῦϲ Αἰγύπτιοϲ λῃϲτὴϲ ἐπὶ τὴν ἔρημον ἐξήγαγεν· οὓϲ ἐτιμωρήϲατο Φίληξ. Σίκαριοι δὲ λέγονται οἱ Φαριϲαῖοι, ὡϲ Ζηλωταί.
389 Σικελίζειν: τὸ αὐϲτηρεύεϲθαι παρὰ Ἐπιχάρμῳ, οἱ δὲ πονηρεύεϲθαι. [*](Σ) φαϲὶν Ἀγηϲιλάου Ἀρχιδάμῳ γενέϲθαι πυθόχρηϲτον, Σικελίαν [*](Ε?) φυλάττεϲθαι. καὶ τὸν μὲν τὴν νῆϲον ἔχειν διʼ εὐλαβείαϲ· καὶ ἐϲ τὸν τριϲκελῆ λόφον κατὰ τὴν Ἀττικήν, ᾦ κεῖται τοῦτο τὸ ὄνομα Σικελία, κατέλυϲε τὸν βίον μαχόμενοϲ.
390 Σικελικὴ τράπεζα: ἐπὶ τῶν πάνυ πολυτελῶν καὶ τρυφηλῶν.
[*](Prov.)891 Σικελιώτηϲ.
[*](Δ)392 Σικελὸϲ ὀμφακίζεται: ἐπὶ τῶν διὰ μικρὰ ὑποπτευόμενα [*](Σ) κέρδη μεγάλωϲ βλαπτομένων. δύναται δὲ καὶ ἐπὶ τῶν τὰ ὡραιότερα ἐκλεγομένων τάϲϲεϲθαι.
393 Σικελικὸϲ τὴν θάλαϲϲαν· ζήτει ἐν τῷ ὁ Σικελικὸϲ τὴν θάλαϲϲαν.
394 Σίκερα: ϲκευαϲτὸν πόμα. καὶ παῤ Ἑβραίοιϲ οὕτω λεγόμενον [*](Σ) μέθυϲμα· οἶνοϲ ϲυμμιγὴϲ ἡδύϲμαϲιν· ἐκ τοῦ ϲυγκεκρᾶϲθαι.
[*](Greg.?)395 Σίκιμα: ἡ τῷ Ἰωϲὴφ ὑπὸ τοῦ Ἰακὼβ καταλειφθεῖϲα πόλιϲ.
396 Σίκιννιϲ: ὄνομα κύριον. καὶ εἶδοϲ ὀρχήϲεωϲ. καὶ οὐδέτερον [*](Δ) Σίκιννόν.
397 Σικίννιον καὶ Βροῦτον· ζήτει ἐν τῷ δήμαρχοι.
398 Σίκκον: ὄνομα κύριον. αὐθυπότακτον.
[*](386 Ar. Eq. 929 —30c. sch. 926 387 Ar. Ach. 1158 c. sch.; ι 394 388 — vs. 7 ϲικάριοι ═ P, Ba 364, 12 οὖτοι—Φίληξ Georg. 327, 4—9 cf. Act. 21, 38 389 — πονηρεύεϲθαι ═ P cf. H; Epicharm. fr. 206 φαϲὶν sq. cf. Paus. Per. 8, 11, 12; Aeliano attr. Hemst. 390 cf. Diogen. VIII 7 391 cf. Ambr. 364 392 ═ P 394 cf. H, sch. Greg. Ann. 53; πόμα ═ P, Σa cf. Ps. Herodian. 123 — 4 Ba 364, 17; in Luc. 1, 15 395 ═ Zon. 1646 396 — ὀρχήϲεωϲ ═ Zon. 1642 κύριον cf. Ambr. 312; εἶδοϲ ὀρχήϲεωϲ ═ Ambr. 377, Ps. Herodian. 124 cf. Et. M. 712, 53 ═ P, sch. Luc. 9, 7, H)[*](386 cf. v. Ε 2566 387 cf. v. Τ 424 392 cf. v. Ο 320 396 cf. vv. Π 3159 et 3225)[*](4 ποιὸν] τὸν F; γρ. τοιὸν ss. M Ὅμηροϲ — 5 πάραλοϲ om. F 5 ἀμφὶ A(GFVM) πελέκει] περὶ μοχλῷ ex Hom. ed. pr., om. sch. 8 ἐπὶ — 9 Φίληξ om. F 8 δὲ del. Bas. 9 ἔρημον om. V Φῆλιξ Hemst. 9. 10 Σικάριοι] nov. gl. F 10 δὲ ex A solo 11 αὐϲτηρίζεϲθαι V 14 τοὔνομα G 393 om. AFV 21 τὴν θάλαϲϲαν alt. om. G 22 καὶ del. Bhd. frustra οὕτωϲ GFM 24 Σίκιμα A, v. l. Zon. et Et. M. 713, 1, Ios. cf. Choer. Epim. Ps. 151, 11: Σίκημα rell., H, An. Ox 4, 66,16 cett. πόλιϲ] ἐν τῇ παλαιᾷ add. G cf. p. 358,1 25 καὶ alt.] τὸ A οὐδετέρωϲ G cp. AM 397 om. AF mg. Ar V 27 ζήτει— δήμαρχοι om. V 28 Σίκκων GF cf. Ambr. 338 Σίκλον vel Σίκυον Bhd. αὐθυπ(ό)τ(α)κτ(ον) A: αἰτιατική M et post l. V om. GF)399 Σίκλον: ἀργυρίου ε΄. Μωϋϲῆϲ δέ φηϲιν ἐν τῇ παλαιᾷ.
400 Σίκυον: ἀπὸ ϲίκυοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· καὶ ϲίκυον χνοάοντα, [*](Ar.) τὸν ἐν φύλλοιϲ πεδοκοίτην. καὶ Σίκυοϲ, ἀρϲενικόν. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ε) κεἴ που ϲίκυον ἴδοιεν ἢ λαγῴδιον. καὶ αὖθιϲ· ϲικύουϲ ἐνταῦθά πη φυομένουϲ οὐδενὶ κόϲμῳ περιϊόντεϲ κατήϲθιον.
401 Σικυῖα: τὰ τετράγγουρα. ἢ ἰατρικὸν ἐργαλεῖον. καὶ Σικυήλατον, ὁ κῆποϲ.
402 Σικυών: ἡ νῦν Ἑλλὰϲ καλουμένη, ἦϲ πρῶτοϲ ἐβαϲίλευϲεν Αἰγιαλεύϲ. καὶ διήρκεϲεν ἡ βαϲιλεία ἔτη Ϡδπα΄. φυλάττει.
403 Σικυώνιοϲ· καὶ Σικυώνιον πεδίον οὕτω καλοῦϲι. καὶ παροιμία· Σικυώνιοϲ ἐπαπέδυ.
404 Σίκυϲ: εἶδοϲ ὀπώραϲ.
405 Σικχαντόν: ἀηδέϲ.
406 Σικχόϲ: ϲκώπτηϲ. ἢ ὁ ἀνόρεκτοϲ, καὶ ἀϲθενήϲ. Πλούταρχοϲ· τὰ ῥωμαλεώτερα τῶν ζῴων τοὺϲ ϲτομάχουϲ ϲκορπίουϲ καὶ ὄφειϲ ἐϲθίοντα καταπέττει· οἱ δὲ ϲικχοὶ καὶ νοϲώδειϲ ἄρτον καὶ ὕδωρ προϲφερόμενοι ναυτιῶϲιν.