Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ + Ε)

263 Ῥώϲαντεϲ: δυναμώϲαντεϲ. οἱ δὲ βάρβαροι ῥώϲαντεϲ ἑαυτοὺϲ ἐπὶ τὸ ϲτεγανώτερον. ὡϲ οὐκέτι Ῥωμαϊκοῖϲ καὶ διαπεπλαϲμένοιϲ ὑποπεϲούμενοι ϲτρατηγήμαϲι.

264 Ῥωϲαφῶν: φρούριόν τι.

[*](Σ)

265 Ῥῶϲθαι: ϲπουδάζειν.

[*](Δ)

266 Ῥωϲθείϲ: δυναμωθείϲ.

[*](Δ)

267 Ῥῶϲιϲ: ὑγεία.

[*](Σ)

268 Ῥωϲτήριον: παρορμητήριον.

269 Ῥωτακίζειν: τῷ ρ ϲτοιχείῳ ϲυνεχῶϲ χρῆϲθαι.

[*](Σ)

270 Ῥωχμόϲ: ῥῆγμα γῆϲ. Προκόπιοϲ· Ἀβίγαϲ δὲ ὁ ποταμὸϲ ἐκ [*](Ε) τοῦ Αὐραϲίου κατιὼν ἐν τῷ πεδίῳ, ἐν ᾧ ἀπορρῶγεϲ ϲυχναὶ τυγχάνουϲιν οὖϲαι, ἐϲ ἃϲ δὴ ὁ Ἀβίγαϲ ϲχιζόμενοϲ ὑπὸ γῆν φέρεται καὶ αὖθιϲ ὑπὲρ γῆν φαίνεται. τοῦτο ἐπὶ πλεῖϲτον τοῦ πεδίου ξυμβαῖνον, ἐν ἐξουϲίᾳ τοῖϲ ταύτῃ ᾠκημένοιϲ τίθεται εἶναι, ἐπιβύϲαϲι χώματι τοὺϲ ῥωχμοὺϲ ἢ αὖθιϲ αὐτοὺϲ ἀποκαλύψαϲι, τοῖϲ ὕδαϲι τοῦ ποταμοῦ τοῦδε ὅ τι βούλοιντο χρῆϲθαι.

[*](Δ)

271 Ῥώψ: τὸ φυτόν· καὶ Ῥῶψα, βοτάνη ἁπαλή.

[*](Δ)

272 Ῥοιά: τὸ ῥοῒδιον. λέγεται καὶ Ῥοά.

[*](Δ)

273 Ῥοίακεϲ. δίδωμι δὲ τῷ Καλλινίκου παιδίῳ ῥοιάκων ζεῦγοϲ, ψιλοτάπιδα, ἀμφίταπον, περίϲτρωμα, προϲκεφάλαια δύο τῶν καλλίϲτων.

[*](Σ)

274 Ῥοιβδεῖν: ἀναρροφεῖν. λέγεται καὶ ῥοῖβδοϲ παρὰ Ἀριϲτοφάνει [*](Ar.?) ἐν Νεφέλαιϲ.

[*](Σ)

275 Ῥοιζηδόν: ϲφοδρῶϲ, μετ᾿ ἤχου, ἀπειλητικῶϲ.

[*](261 ═ P, Ba 360, 17 cf. H; παντοδαπὸν φόρτον ═ Bk. 299, 27 (unde Et. M. 706, 3) cf. Et. M. 705, 57, Pap. Oxyrrh. 15, 1804 fr. 3, 9 264 fort. e F Gr Hist 151 265 ═ P, H 266 cf. Ambr. 249 ═ Ps. Herodian. 120 267 ═ H, L, Ps. Herodian. 120, Zon. 1625; l ═ Ambr. 239 268 ═ P cf. H 270 — γῆϲ ═ P, Ba 360, 21 cf. H, Ap. S. 139, 27, Ambr. 230, sch. Ψ 420 (unde Et. M. 706, 7) Ἀβίγαϲ sq. Proc. Bell. 4, 19, 11—13 271 ═ Ambr. 242 et 238 cf. H; Aquila in Ies. 27, 4 272 cf. Zon. 1619; — ῥοΐδιον ═ Ambr. 186 cf. Ps. Herodian. 121; 273 δίδωμι sq. Laert. 5, 72 274 — ἀναρροφεῖν cf Ambr. 202 P ═ Ba 359,16; H Ar. Nu. 407 275 ═ P, Ba 359, 18 cf. H, Ambr. 208, Ps. Herodian. 121; Nic Th. 556)[*](261 cf. 232 263 init. cf. 266 266 cf. 263 269 cf. v. χαλκιδίζειν 270 init. cf. 243; Proc. cf. v. Ε 2256)[*](A(GFVM))[*](1 μέν om. AFV Ῥῶποϲ — 2 φόρτοϲ om. AFV 3 χρωμάτων GMac χρώματα Phot. Ba Hes. μυρεψικοῖϲ V 262—4 om F, 263—4 (om. V 8 Ῥωμαϊκῆϲ G 264 om. A 16 Ἀβίβαϲ A ποταμὸϲ GM, Proc.: cp. A ποτὲ V 17 ἐν ᾦ om. A 18 ὑπὸ — 19 αὖθιϲ om. G 19 φαίνεται] φέρεται A cf. vs. 20 20 ἐπιβύϲαϲι] ἐπὶ βύϲᾳ καὶ G 21 αὐτοὺϲ] αὐτὴ V 24 λέγεται καὶ ῥοά om. AFV 25 Καλλινίκῳ GVM 26 δύο] δὲ δύο G)
305

276 Ῥοῖζοϲ: ῥύμη, ἦχοϲ. Ἰώϲηποϲ· οὕτω δε ῥοίζῳ καὶ βίᾳ τοῖϲ Σ Ε Ῥωμαίοιϲ ἐνέπεϲον ὡϲ διαρρῆξαι τὰϲ τάξειϲ. καὶ Ῥοίζημα, ὁ [*](Δ) ἦχοϲ. καὶ Ῥοίζηϲεν, ἐφώνηϲεν, ἤχηϲεν.

277 Ῥοιτειεύϲ: ἀπὸ τόπου. καὶ Ῥοίτειον, ἀκρωτήριον.

[*](Δ)

278 Ῥοίτηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

279 Ῥυάδεϲ ἄμπελοι: αἱ λεγόμεναι ψινάδεϲ. ἤγουν αἱ ἐκρέουϲαι, αἱ ἐξαϲθενοῦϲαι.

[*](Suid.)

280 Ῥύβδην: ὡϲ ἐπὶ ῥεύματοϲ· ϲφοδρῶϲ, φοβερῶϲ. δαψιλῶϲ.

[*](Σ)

281 Ῥύγχοϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ· ἐλελεῦ. χώρει, καθὲϲ τὸ ῥύγχοϲ· οὐ [*](Ar.) μένει ἐχρῆν.

282 Ῥύγχοϲ: τὸ πρόϲωπον. καὶ Κρατῖνοϲ καὶ ἕτεροι. ἐπιρυγχίϲ· [*](Σ) ζήτει ἐν τῷ γαμψώνυχοϲ.