Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

3188 Πυρακτῶν: ἐμπυρϲεύων, ϲφοδρῶϲ καίων.

[*](Σ)

3189 Πυραμειδήϲ: πυροειδήϲ.

[*](Σ)

3190 Πυραμίϲ: οἰκία τιϲ. ὅτι τὴν πυράμην ἄμην λέγομεν ἡμεῖϲ, οὐκ [*](Δ suid.) ὀφθῶϲ.

3191 Πύραμοῦϲ: ὄνομα τόπου. καὶ ὁ ποταμὸϲ Κιλικίαϲ, οὖ τὸ [*](Δ) εὗροϲ ϲτάδιον.

[*](Ε)

3192 Πυραμοῦϲ: εἶδοϲ πλακοῦντοϲ ἐκ μέλιτοϲ ἑφθοῦ καὶ πυροῦ [*](Ar.) πεφρυγμένου, ὡϲ ϲηϲαμοῦϲ ὁ διὰ ϲηϲαμῆϲ. ταῦτα δὲ ἐτίθεϲαν ἆθλα τοῖϲ διαγρυπνηταῖϲ ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ, καὶ ὁ διαγρυπνήϲαϲ μέχρι τῆϲ ἔω ταῦτα ἐλάμβανεν ἔπαθλον. ἡμέτεροϲ ὁ πυραμοῦϲ.

3193 Πυράνδρου μηχανήματα: οὗτοϲ ἐγένετο πονηρὸϲ καὶ ϲυκοφάντηϲ.

[*](Ar.)

3194 Πυραύϲτου μόρον: πτηνόν ἐϲτι ζωῦφιον, ὃ προϲιπτάμενον [*](Prov.) τοῖϲ λύχνοιϲ καίεται. καὶ Αἰϲχύλοϲ· δέδοικα μόρον κάρτα πυραύϲτου. μόρον δὲ εἴρηται ἐπὶ τῶν ὀλιγοχρονίων.

3195 Πυράφλεκτοϲ: ὅτε δηλοῖ τὸ περὶ τὴν θεοτόκον θαῦμα λέγεται πυρἀφλεκτοϲ· ὡϲ ἐν τῷ, βάτοϲ ἐν ὄρει πυράφλεκτοϲ. ὅτε δὲ τὴν ἐξαφθεῖϲαν Χαλδαῖκὴν κάμινον, λέγεται πυρίφλεκτοϲ· ὡϲ ἐν τῷ, κάμινον παῖδεϲ πυρίφλεκτον πάλαι δροϲοβολοῦϲαν ἀπέδειξαν.

[*](3182 ═ P, Σa of. Ba 355, 24 3183 Harp. ═ P 3184 l. ═ P, Σa 3185 — πάγουρον ═ Ba 355, 25 cf. P, H, sch. AD in Σ 477 παρὰ sq. cf. sch. AD in Σ 477 3183 Matth. 16, 2 (fort. e Metaphr.) 3187 — ξανθόϲ ═ H, aliter. Ambr. 1480; gl sacra 3188 ═ P, Ba 355, 26 cf. H 3189 ═ P, Ba 355, 27 3190 — οἰκία cf. H, aliter Ambr. 1520 3191 ποταμὸϲ sq. Xen. An. 1, 4, 1 3192 — ἔπαθλον sch. Ar. Eq. 277 cf. sch. Ar. Th. 94. ἡμέτεροϲ sq. Ar. Th. 94 3193 sch. Ar. Eq. 901 3194 cf. Zen. V 79; Aeschyl. fr. 288 3195 βάτοϲ — ποράφλεκτοϲ cf. Exod. 3, 2; haec et κάμινον alt. sq. Byzant. aevi)[*](3190 ὅτι sq. ex v. Α 1574 3191 Xen. cf. v. φάροϲ 2 3192 cf. vv. Τ 439 et 518 3195 cf 3223)[*](6 ἐργαλεῖον χαλκευτικόν om. GM ζήτει— 6. 7 ϲαφέϲτερον om. AFV A(GFV M) 8 τοῦ om. G 3186 om. AFV 14 Πυραμίϲ] ρ sss. F; ἐν παλ(αι)ῷ ἀντιγρ(ά)φψ εὔρηται ἐν δυ(ϲ)ϊ ῥῶ mg. add. M ὅτι—15 ὀρθῶϲ om. AFV 16 τόπου] ποταμοῦ temere Bhd. ὁ om. GM, v. φάροϲ 17 ϲτάδιον F, Xen. Gsf.: cp. AV ϲταδίου GM, plerique v. φάροϲ 19 ϲηϲαμῆϲ AVMac; ϲηϲάμου GMac ϲηϲάμων sch. cf. v. ϲηϲαμοῦϲ δὲ ἐτίθεϲαν] ἐπίθεϲιϲ V τὰ ἂθλα G 24 προϲκτάμενον GVM 25 καίεται] γρ. φαίνεται καὶ καίεται ss. M μορὸν] μόροϲ V μωρὸν Zen. cett. 26 μόρον] μόροϲ G 3195 om. AFV 27 παρὰ G)
274
[*](Δ)

3196 Πυργαῖοϲ.

[*](Σ)

3197 Πυργηδόν: ϲτοιχηδόν, κατὰ τάξιν.

[*](Σ)

3198 Πυργηρούμενοι: τὰ τείχη φυλάττοντεϲ.

[*](Δ)

3199 Πυργιώτηϲ: ἀπὸ τόπου.

3200 Πυργίϲκοι καὶ Θηϲαυροφυλάκια: ϲκεύη κατ᾿ οἶκον. καὶ [*](Δ) Ἀποπυργίζω. Διαγόραϲ ἔγραψε τοὺϲ Ἀποπυργίζονταϲ λόγουϲ, [*](Hesy.) ἀναχώρηϲιν αὐτοῦ καὶ ἔκπτωϲιν ἔχονταϲ τῆϲ περὶ τὸ θεῖον δόξηϲ· ἄθεοϲ γὰρ ἦν τὸ πρότερον.

[*](Σ)

3201 Πυργοβάρειϲ: προμαχῶνεϲ, οἱ ὀχυρώτεροι τῶν πύργων. [*](On.) λύϲιϲ ὀνείρου· πύργοϲ πεϲὼν δείκνυϲιν· ἄνω ζήτει.

[*](Σ)

3202 Πυργοῦται: ὑψοῦται. Δαμάϲκιοϲ· τοῖϲ ἐπὶ μήκιϲτον εὖ μάλα πυργώϲαϲι τὴν φιλοϲοφίαν, τοῖϲ περὶ Πυθαγόραν, Πλάτωνα· τοῖϲ δὲ νεωϲτὶ Πορφυρίῳ, Ἰαμβλίχῳ, Συριανῷ.

[*](Anth.)

3203 Πυργοφόροϲ: ἡ Ῥέα. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· Ῥείηϲ πυργοφόρου δείκελον εἰϲορόων, ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ὁ τραγικὸν φρόνημα καὶ ὀφρυοεϲϲαν ἀοιδὴν πυργώϲαϲ ϲτιβαρῇ πρῶτοϲ ἐν εὐεπίῃ, Αἰϲχύλοϲ.

[*](Ar.)

3204 Πυργώϲαϲ: ὑψώϲαϲ, αὐξήϲαϲ, μεγαλύναϲ, ἐπὶ τὸ ϲεμνότερον ἀγαγὼν τὰ ποιήματα.

[*](Δ)

3205 Πυργώτηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

3206 Πύργοι: τάξειϲ.

3207 Πύργοι· ζήτει ἐν τῷ Βυζάντιον.