Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

3069 Ποῖ: ἀντὶ τοῦ ποῦ. Σοφοκλῆϲ. Τεῦκροϲ πρὸϲ τὸν νεκρὸν [*](Soph.) Αἴαντοϲ· ποῖ γὰρ μολεῖν με δυνατόν, εἰϲ ποίουϲ βροτούϲ, τοῖϲ ϲοῖϲ ἀρήξαντ᾿ ἐν πόνοιϲι μηδαμοῦ; ἦπου Τελαμών, ὁ ϲὸϲ πατὴρ ἐμόϲ τ᾿ ἴϲωϲ, δέξαιτ᾿ ἂν εὐπρόϲωποϲ, ἵλεωϲ τ᾿ ἴϲωϲ, χωροῦντ᾿ ἄνευ ϲοῦ. πῶϲ γὰρ οὐχ; ὅτῳ πάρα μηδαμοῦ; ἦπου Τελαμών, ὁ ϲὸϲ πατὴρ ἐμόϲ τ᾿ ἴϲωϲ, δέξαιτ᾿ ἂν εὐπρόϲωποϲ, ἵλεωϲ τ᾿ ἴϲωϲ, χωροῦντ᾿ ἄνου ϲοῦ. πῶϲ γὰρ οὐχ; ὅτῳ πάρα μηδ᾿ εὐτυχοῦντι μηδὲν ἵλεων γελᾶν.

[*](Ar.)

3070 Ποῖ γῆϲ ἀπεδήμειϲ· ὁ Διόνυϲοϲ λέγει, ποῖ γῆϲ; ὁ δέ μεταφορᾶϲ τῶν ζῴων, ἃ ἐπιβαίνοντα ϲυνουϲιάζει. ὁ δὲ Κλειϲθένηϲ ἐπ᾿ αἰϲχρότητι κωμῳδεῖται. ἦν δὲ λεῖοϲ τὸ γένειον, καὶ εὐνούχῳ εἰκάζει αὐτόν. τὸν δὲ Κλειϲθένην καὶ ἐπὶ τοῦ παϲχητιᾶν κωμῳδεὶ ἐμφαίνει οὖν ὅτι εἰ καὶ κατὰ ϲτρατείαν ἀπεδήμουν, Κλειϲθένει ἃν ἐϲτρατευϲάμην.

[*](Δ)

3071 Ποιά: ἡ πεποιημένη φωνή.

[*](Δ)

3072 Ποιάντειον πεδίον.

[*](3061 ═ P, Σα, H cf. Ba 354, 20 (gl. Greg. Sch. Ed. Puntoni 185 attulit Wentzel) 3062 ═ P, Ba 354, 21 (in Z 169) 3063 — ϲκεπάϲωμαι Ar. Nu. 267 ϲ. sch. ὁ sq. Soph. OC 1610 — 1 3064 Harp. ═ P 3065 ═ Ambr. 1466, Ps. Hero- dian. 117, Zon. 1592 3066 cf. Zon. 1593 v. πτοίω 3067 — ἐλάϲματι ═ P, Ba 354, 22 cf. Ap. S. 137, 3, unde Et. M. 695, 23, H v. πτύχεϲ, Apion ἀνει- μένων sq. Io. Dam. can. 2, 76 — 7 3068 — ἀναμεῖναι Ar. Lys. 526 c. sch. ἀντὶ sq. Soph. El. 958 — 9 c. sh. 958 2069 — ποῦ ═ Ps. Herodian, 116 Τεῦκροϲ sq. Soph. Ai, 1006 — 1011 3070 Αρ. Ran. 48 c. sch. 3071 ═ Et. M. 677, 56 cf. Philop. Diff, 3072 cf. Ambr. 1072)[*](3064 cf. 3059 3067 Io. Dam. cf. v. A 2379 3069 Soph. cf. v. E 2668 3070 cf. v. Ε 2021)[*](A(GFVM))[*](1 Πυκτίον VMec 3 Πτύξομαι bis (F) Mec, v. l. Ar. πρὶν ἂν G, Ar.: πρὶν VM πλὴν Α 4 καταβραχῶ G, v. l. Ar. 3064 om. (F) V; ζήτει ἐν τῷ ἀνωτέρω ss. M 8 πτυάριν AV 9 ἀϲφαλίζομαι FV 10 ἀποκλείϲειϲ GMec 11 καὶ — 12 ὁρᾶ om. AF mg. ArV 3068 — 3095 post 2188 F 20 ἵλεωϲ V 21 ἀπο- δημεῖϲ FV Διονύϲιοϲ FV 25 ἐπὶ Α, v. Ε 2021, sch.: ἐκ GVM κωμῳ- δοῦϲι v. Ε 2021 cp. AV 28 φωνή] φά(ϲι) F 29 Ποιαντιον (sine acc.) F παιδίον G, Alberti πέδον Bhd. (quod numeris conveniat senarii))
259

3073 Ποιεύμεν: ποιοῦμεν.

[*](Δ)

3074 Ποίη: ὁ ἐνιαυτὸϲ παρὰ Καλλιμάχῳ· παρὰ τὸ ἅπαξ καὶ μόνον [*](Ecl.) ἐν τῷ ἐνιαυτῷ τὴν βοτάνην φύεϲθαι. μῆλον ἐγὼ ϲτροὺθιον ἀπὸ προτέρηϲ [*](Anth. + Suid.) ἔτι ποίηϲ.

3075 Ποιήεϲαν: ϲιτοφόρον. βοτανώδη.

[*](Σ Hom.)

3076 Ποίην: πόαν, βοτάνην. καὶ Ποιηφάγον, τὴν ϲταφυλολόγον· [*](Δ) ἢ τὴν τοὺϲ ἀϲτάχυαϲ ὄπιϲθεν τῶν θεριζόντων ϲωρεύουϲαν.

3077 Ποιητέον: ἀντὶ τοῦ ἃ δεῖ ποιεῖν.

[*](Σ)

3077 Ποιητική· ζήτει ἐν τῷ ἀρχή.

3078 Ποίθιοι: τέϲϲαρεϲ ἄνδρεϲ αἱρετοὶ παρὰ Λάκωϲι, δύο καθ’ [*](Σ) ἔκαϲτον βαϲιλέα ϲύϲϲιτοι.

3079 Ποικίλη: ϲτοὰ ἐν Ἀθήναιϲ, ἔνθα ἐγράφηϲαν οἱ ἐν Μαραθῶνι πολεμήϲαντεϲ· εἰϲ οὕϲ ἐϲτιν ἐπίγραμμα τόδε· Ἐλλήνων προμαχοῦντεϲ. Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι ἔκτειναν Μήδων εἴκοϲι μυριάδαϲ.

3080 Ποικιλία.

[*](Δ)

3081 Ποικιλομήτηϲ: ποικιλόβουλοϲ. Ποικιλόμητιϲ δέ.

[*](Σ Δ.)

3082 Ποικίλοϲ καὶ Ποικιλώτατοϲ.

3083 Ποικιλῳδόϲ: ἡ Σφίγξ. ἡ ποικιλῳδὸϲ Σφὶγξ τὸ πρὸϲ ποϲὶ [*](Soph.) ϲκοπεῖν μεθένταϲ ἡμᾶϲ τἀφανῆ προϲήγετο.

3084 Ποικιλώτεροϲ ὕδραϲ: ἐπὶ τῶν δολερῶϲ ἤτοι θαυμαζομένων.

[*](Prov.)

3085 Ποικιλτικήν: πολυμιταρικήν.

[*](Σ)

3086 Ποικινὸϲ λόγοϲ: ὁ πυκνόϲ.

[*](Δ)

3087 Ποιμαίνειν· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)