Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
3009 Πτέρνα: ὁ δόλοϲ. καὶ ἡ ἐπιβουλή. καὶ Πτερωίζω, τὸ [*](Δ) καταβάλλω. ἐκ μεταφορᾶϲ τῶν περὶ τάχουϲ ἀγωνιζομένων, καὶ τῇ [*](Thdr.) πτέρνῃ τοὺϲ ϲυνθέονταϲ προϲπταίειν ὁμοῦ καὶ πίπτειν μηχανωμένουϲ. ἐπτέρωικε γάρ με ἤδη δεύτερον τοῦτο.
3010 Πτερνίζει: ἀπατᾷ, ἢ λακτίζει.
3011 Πτεροδόνητοϲ: πτεροῖϲ πληχθείϲ.
3012 Πτερόεντα: ταχῆ, κοῦφα.
3013 Πτερόεντι: ταχεῖ. ταῖϲ τοῦ ἀνέμου ὠκείαιϲ ϲυϲτροφαῖϲ ἐοικότι. ἡ δὲ ὅλη ϲύϲταϲιϲ, ὄτι ἐκ τοῦ πτεροῦ τοῦ Ἔρωτοϲ τὰ ὄρνεά ἐϲτιν. ἄτοποϲ δὲ καὶ ἀπίθανοϲ ἡ γενεαλογία. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲι. καὶ [*](Δ) Πτερόειϲ, ὁ ἐπτερωμένοϲ.
3014 Πτεροφοίτωρ. τάχουϲ ὡϲ ἔχει τιϲ πτεροφοίτοροϲ ἀτεχνῶϲ ἐϲ τὸν ὑπερουράνιον ἱέμενον τόπον, ὅπου τὸ τῶν ἐπτερωμένων νέμεται γένοϲ.
3015 Πτερωτὰ ζῷα: ἀετόϲ, ἀλεκτρυών. καὶ τὰ ἄλλα τὰ γινωωκόμενα πᾶϲι.
3016 Πτέρυγεϲ περιϲτερἃϲ: αἱ τοῦ πνεύματοϲ δωρεαί. ταύτηϲ δὲ τὰϲ μὲν πτέρυγαϲ περιηργυρῶϲθαι, τὰ δὲ μετάφρενα κεκοϲμῆϲθαι χρυϲίῳ. τὰ μὲν γὰρ ἁπλούϲτερα καὶ λευκότερα τοῖϲ ἁπλουϲτέροιϲ, τὰ δὲ βαθότερα τοῖϲ ἐντελεϲτέροιϲ. τὰ γὰρ μυϲτήριά μου ἐμοὶ καὶ τοῖϲ ἐμοῖϲ.
3017 Πτερυγίζειν: ἀντὶ τοῦ μηδὲν ἀνύειν. ἀπὸ τῶν ἐπιβαλλομένων [*](Ar.) πέτεϲθαι νεοϲϲῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ Πλούτῳ. ἀλλὰ φλυαρεῖϲ καὶ πτερυγίζειϲ. ἀντὶ τοῦ θορυβῇ. τὸ γὰρ πτερὸν ἠχῶδεϲ καὶ θορυβητικόν. ἢ κοῦφα λαλεῖϲ. ἢ ματαιοπονεῖϲ. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν νεοϲϲῶν τῶν μὴ δυναμένων πέτεϲθαι διὰ τὸ βραχὺ τῆϲ πτέρυγαϲ, ἵπταωθαι δὲ οὐ δύνανται. οὕτω καὶ ϲὺ θέλειϲ μὲν ἀντειπεῖν καὶ πειράζειϲ, ἀνύειϲ δὲ οὐδέν.
3018 Πτερυγίζων: πετόμενοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ περὶ Μάγνητοϲ, [*](Ar.) ὅτι Ὄρνιθαϲ ἐποίηϲε δρᾶμα καὶ Ψῆναϲ καὶ Λυδούϲ.
[*](3099 —δόλοϲ + ἐκ sq. Thdr. in Ps. 40, 10, PG 80, 1165 c. sq.; Gen. 27, 36 — ἐπιβουλή cf. An. Ox. 2, 464, 10 (unde Zon. 1590) 3010 ═ P, Ba 354, 4 cf. H (in Malach. 3, 8—9), Ambr. 1477 3011 sch. Ar. Av. 1402 3012 ═ Ba 354, 5 cf. Ap. S. 136, 33 (unde H), P, sch. Α 201 3018 — γενεαλογία sch. Ar. Av. 697—8 Πτερόειϲ sq. cf. Ambr. 1448 3014 τάχουϲ sq. Dam. fr. 36 cf. Phot Bibl. 337 b 22—4 2015 ἀλεκτρυών sq. Ar. Byz. Epit. 4, 10—11 3016 Thdr. in Ps, 67, 14, PG 80, 1384 c. d; τὰ γὰρ sq. Theodot. les. 24, 16 8017 —Πλούτῳ ═ P cf. H, sch. Ar. Pl. 575; Ar. Pl. 575 ἀλλὰ sq. Ar. Pl. 575 c. sch. plenior. 3013 — πετόμενοϲ ═ P, Ba 354, 6 Ἀριϲτοφάνηϲ sq. sch. Ar. Eq. 522)[*](3018 Ar. cf. v. Μ 20)[*](A(GFVM))[*](1 καὶ ἡ ἐπιβουλή om. AFV 3 προϲπαίζειν AFV 4 ἐπτέρνιϲε G δεύτερον] τρίτον G 7 ταχῆ F, Ba: τάχει A cf. vs. 8 ταχέα GVM ταχύ Phot. 8 ταχεῖ] χάει F om. A, add. Ar 12 ὡϲ om. GM τιϲ Gsf.: τῆϲ AFV τίϲ γὰρ GM 13. τὸν] τὴν A ἰέμενοϲ Gsf. ἱεμένην Asmus 15 τὰ alt. om. V 17 δωρεαὶ τοῦ ἀγὶου πν. G 24 θορυβεῖϲ Bhd, 30 πτερούμενοϲ G)3020 Πτερυλλίδων: τῶν ἀκρίδων. παρὰ τὸ τέϲϲαρα ἔχειν πτερά. [*](Ar.) ὁρταλίχων δὲ τινέϲ τῶν ἀλεκτρυόνων, κατὰ τὴν Βοιωτῶν διάλεκτον.
3021 Πτείρω.
[*](Δ)3022 Πτῆμα: πτῆϲιϲ οἰωνῶν. περιφερὲϲ δὲ ἦν τὸ πτῆμα τῶν οἰωνῶν.
3023 Πτηνόν: τὸ ὄρνεον.
[*](Δ)3024 Πτήϲϲει: πτοεῖται. καὶ Πτήξωμεν, κρυβῶμεν. κυρίωϲ δὲ [*](Σ) πτήϲϲειν ἐϲτὶ τὸ φεύγειν καὶ φοβεῖϲθαι. ἀλλ’ ἐκποδὼν πτήξωμεν. [*](Ar.) Ἀριϲτοφάνηϲ. Πτίϲϲω δὲ τὸ τύπτω.
[*](Δ)3025 Πτῆϲιϲ τῶν ὀρνίθων.
[*](Δ)3026 Πτῆται: πέτεται. καὶ Πτητικὰ ζῷα, τὰ πετόμενα.
[*](Σ)3027 Πτίλον: πτερὸν ἁπαλώτερον. καὶ Ἄπτιλα, τὰ ἀπτέρωτα. [*](Σ |) εἰώθαϲι δὲ οἱ δυϲεμεῖϲ πτερῷ χρῆϲθαι πρὸϲ τὸ ἐξεμέϲαι. τῶν πτερῶν [*](Ar.) τὰ μὲν καλεῖται πτίλα, τὰ δὲ πτερά, τὰ δὲ ὠκύπτερα. Ἀριϲτοφάνηϲ Ὄρνιϲιν· ἐγὼ μὲν πρᾶγμά πω γελοιότερον οὐκ εἶδον οὐδὲ πώποτε. ἐπὶ τῷ γελᾶϲ; ἐπὶ τοῖϲ ϲοῖϲ ὠκυπτέροιϲ. οἶϲθʼ ᾧ μάλιϲτʼ ἔοικαϲ ἐπτερωμένοϲ; εἰϲ εὐτέλειαν χηνὶ ϲυγγεγραμμένῳ. ἀντὶ τοῦ εὐτελῶϲ γεγραμμένῳ χηνί.
3028 Πτίλλοϲ: ὁ μαδαρὸϲ τοῖϲ βλεφάροιϲ.
[*](Σ)