Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
2243 Πρέμνον: ϲτέλεχοϲ δένδρου. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἥκειϲ ἔχων [*](Ar.) πρέμνον πράγματοϲ πελωρίου. ὅ ἐϲτι χρήϲιμόν τι εἰϲηγούμενοϲ. [*](Suid.) ὅτι οἱ Ἔλληνεϲ τοῦτον ἡγοῦνται χάρακα ἄριϲτον, ὃϲ ἂν ἔχῃ πλείϲταϲ ἐκφύϲειϲ καὶ μεγάλαϲ πέριξ τοῦ πρέμνου. καὶ ζήτει ἐν τῷ χάραξ.
2244 Πρεών, πρεόνοϲ, ὡϲ πρών. πρωνόϲ. αἱ τόϲϲον ὕδωρ εἴβουϲαι [*](Anth.) ϲκολιοῦ τοῦδε κατὰ πρεόνοϲ.
2245 Πρέϲβα: ἐντιμοτάτη.
2246 Πρεϲβεύεϲθε: πρέϲβειϲ πέμπετε. καὶ Πρεϲβεύω. παρὰ [*](Soph.) Σοφοκλεῖ· ὦ παῖ, γενοῦ μοι παῖϲ ἐτήτυμοϲ γεγώϲ, καὶ μὴ τὸ μητρὸϲ ὄνομα πρεϲβεύϲῃϲ πλέον. ὁ Ἡρακλῆϲ φηϲι ψυχορραγῶν.
2247 Πρεϲβεύω· δοτικῇ. αἰτιατικῇ δέ· καὶ πρὸϲ αὐτῆϲ τῆϲ ὀργάδοϲ ἥν πρεϲβεύειϲ.
2248 Πρεϲβεῖα: τιμάϲ, γέρα. καὶ χρηϲτὰ πρεϲβεῖα τούτῳ τῆϲ μνήμηϲ νῦν τε καὶ ἀεὶ νέμει.
2249 Πρεϲβεῖον. ὁ δὲ Περίανδροϲ, ὁ Κυψέλου υἱὸϲ τοῦ βαϲιλέωϲ [*](EV) Κορίνθου, τὴν βαϲιλείαν κατὰ πρεϲβεῖον λαμβάνει.
2250 Πρέϲβειρα: ἔντιμοϲ.
2251 Πρέϲβειϲ· ὅτι οὗτοι ἦϲαν οἱ φιλόϲοφοι οἱ ἐϲ Περϲίδα διαπρεϲβευϲάμενοι ϲὺν Ἀρεοβίνδῳ· Δαμάϲκιοϲ ὁ Σύροϲ, Σιμπλίκιοϲ ὁ Κίλιξ Εὐλάλιοϲ τε ὁ Φρύξ, πριϲκιανὸϲ ὁ Λυδόϲ, Ἑρμείαϲ τε καὶ Διογένηϲ οἱ ἐκ Φοινίκηϲ, Ἰϲίδωροϲ ὁ Γαζαῖοϲ. οὗτοι πάντεϲ οἴκαδε ἀπενόϲτηϲαν, χαίρειν εἰπόντεϲ τῇ τοῦ βαρβάρου φιλοξενίᾳ· καὶ ἀπώναντο δὲ ὅμωϲ τῆϲ ἐκδημίαϲ οὐκ ἐν βραχεῖ τινι καὶ ἠμελημένῳ, ἀλλ ὅθεν αὐτοῖϲ ὁ ἐφεξῆϲ βίοϲ ἐϲ τὸ θυμῆρέϲ τε καὶ ἥδιϲτον ἀπετελεύτηϲεν. ὡϲ γὰρ οἱ Ῥωμαῖοι καὶ Πέρρϲαι ϲπονδὰϲ ἔθεντο καὶ ϲυνθήκαϲ, μέροϲ ὑπῆρχε τῶν κατ᾿ αὐτὰϲ ἀναγράμμένων τὸ δεῖν ἐκείνουϲ τοὺϲ ἄνδραϲ ἐϲ τὰ ϲφέτερα ἤθη κατιόνταϲ βιοτεύειν ἀδεῶϲ τολοιπὸν ἐφ᾿ ἑαυτοῖϲ, οὐδὲν ὁτιοῦν πέρα τῶν δοκούντων φρονεῖν ἢ μεταβάλλειν τὴν πατρῴαν δόξαν ἀναγκαζομένουϲ.
2252 Πρέϲβιϲ,πρέϲβεωϲ, προπαροξυτόνωϲ. οὐχὶ δὲ ἀπὸ τῆϲ πρεϲβεὺϲ εὐθείαϲ· οἱ γὰρ λέγοντεϲ ἁμαρτάνουϲι. λέγεται δὲ καὶ [*](Σ) Πρέϲβεων καὶ Πρεϲβευτῶν, ἑκατέρωϲ παρὰ τοῖϲ ῥήτορϲιν. ἔϲτι [*](2243 — δένδρου ═ P cf. Tim., Ba 347, 24, sch. Ar. Av. 321, H, Et. M. 686, 33 ἤκειϲ—εἰϲηγούμενοϲ Ar. Av. 321 c. sch. 2214 — πρωνόϲ cf. Ambr. 1191 αἰ sq. Anth. 6, 253, 1—2 2245 cf. sch. Ξ 194, Et. M. 687, 3, H 2246 — πέμπετε sch. Ar. Ach. 133 ὦ sq. Soph. Tr. 1064—5 2247 cf. Lex. synt. Vat. 93, sch. Greg. ms. ap. Gsf., Bk. 169, 33 2248 — γέρα aliter H καὶ sq. frot. Aelian. vel Dam. 2249 l. ═ Ambr. 1320 ὁ sq. Nic. Dam. FGrHist 90 fr. 58 ═ EV 1, 342, 22—3 2250 of. Zon. 1577 2251 Agath. 2, 29—31, p. 130, 4—5, 131, 6—8, 133, 3—12 2252 — ἁμαρτάνουϲι sch. Ar. Ach. 93 cf. Gramm. Gr. 4, 1, 1 p. 233, 16 λέγεται sq. cf. P) [*](2243 ὅτι sq. ex v. χάραξ 2244 cf. 2954, vv. ΕΙ 14 et Σ 937 2249 cf. 1068) [*](A(GFVM)) [*](3 ὅτι—4 χάραξ om. A(F)V mg. Ar 3 ὅτι om. G ἡγοῦντο Ar 5 πρέωνοϲ F τόϲον G ὕδωρ om. A 2247 om. AFV 11 ναὶ πρὸϲ ἀ. τῆϲ τρίαδοϲ ἥν πρεϲβεύομεν Vat. 93 14 μένει VMac 16 λαμβάνεται F 18 ῆϲαν] εἰϲιν V)
2253 Πρεϲβυγένεια: παλαιοτέρα γένεϲιϲ. καὶ ϲυγκριτικῶϲ.
[*](Σ)2254 Πρεϲβυγενήϲ.
[*](Δ)2255 Πρεϲβυτάτην: ἐντιμοτάτην.
[*](Σ)2256 Πρεϲβυτερεῖον.
2257 Πρεϲβύτεροϲ: τιμιώτεροϲ, μείζων. ὁ δὲ τὴν καταϲκευὴν τοῦ [*](Δ + Σ) νεὼ πρεϲβυτέραν τῆϲ ἑαυτοῦ ῥᾳϲτωνεύϲεωϲ ποιηϲάμενοϲ. ἀντὶ τοῦ [*](Ε + Σ) μείζονα, τιμιωτέραν. καὶ τοὺϲ βωμοὺϲ κατέϲτρεψεν, ἐφ᾿ ὧν ὡμοϲαν [*](Ε) ἡ ϲτρατιὰ τὰ αὐτοῦ πρεϲβύτερα ποιήϲαϲθαι.
2258 Πρεϲβύτεροϲ Κόδρου: ἀντὶ τοῦ παλαιότεροϲ. παροιμία ἐπὶ [*](Prov. + Σ) τῶν πάνυ παλαιῶν. ἀπὸ τοῦ βαϲιλεύϲαντοϲ Ἀθήνηϲι Κόδρου. λέγεται δὲ καὶ Πρεϲβύτερα, τὰ τιμιώτερα. ἡ δὲ ϲτρατιὰ ἔλεγε τὰ ἑαυτῆϲ [*](Σ+ Ε) πρεϲβύτερα ποιήϲαϲθαι.
2259 Πρευμενήϲ: πρᾶοϲ.
[*](Δ)2260"Πρηγορεῶνοϲ: τοῦ λαιμοῦ.
[*](Δ)2261 Πρήθω: τὸ καίω.
[*](Δ)2262 Πρημαινούϲαϲ τε θυέλλαϲ· Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ. θύελλα, [*](Ar.) ϲυϲτροφὴ τοῦ ἀνέμου. πρημαινούϲαϲ δὲ μαινομέναϲ, καὶ λάβρωϲ φυϲώϲαϲ· πρῆϲαι γὰρ τὸ φυϲῆϲαι. Ὅμηροϲ· ἐν δ᾿ ἄνεμοϲ πρῆϲε μέϲον ἱϲτίον.