Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1058 Ὀχλώδηϲ: ὁ ταραχώδηϲ.

[*](Δ)

1059 Ὀχμάζω: κατέχω.

[*](Δ)

1060 Ὀχοζίαϲ, βαϲιλεὺϲ Ἰουδαίων, ἐν Σαμαρείᾳ ἔχων τὴν δίαιταν [*](EV) πονηρὸϲ ἦν, κατὰ πάντα ὅμοιοϲ τοῖϲ γονεῦϲιν ἀμφοτέροιϲ καὶ Ἱεροβοὰμ τῷ πρώτῳ παρανομήϲαντι καὶ τὸν λαὸν ἀπατᾶν ἀρξαμένῳ.

1061 Ὄχοϲ: τὸ ἅρμα. καὶ τοῦ ὕδατοϲ ἡ ὁρμή. ἐξ οὗ καὶ ὀχετόϲ. [*](Δ) ἡ δοτικὴ τῷ ὄχει.

1062 Ὀχοῦμαι· γενικῇ.

[*](Synt.)

1063 Ὀχῶν: ὀχευτικῶϲ ἔχων.

[*](Σ)

1064 Ὄχοιϲ· Σοφοκλῆϲ· μέτωπα ϲυμπαίουϲι Βαρκαίοιϲ ὄχοιϲ.

[*](Soph.)

1065 Ὀχυρόϲ: ὁ ἰϲχυρόϲ.

[*](Δ)

1066 Ὀχύρωμα: ἡ κλειϲοῦρα παρὰ Ῥωμαίοιϲ.

1067 Ὀχυρώτεροϲ: ϲτερεώτεροϲ.

[*](Δ)

1068 Ὄψ: ἡ φωνὴ διὰ τοῦ ο μικροῦ. καὶ κλίνεται ὀπόϲ.

[*](Δ)

1069 Ὄψα.

[*](Δ)