Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1034 Ὄχεϲφι: τοῖϲ ἅρμαϲιν.

[*](Δ)

1035 Ὀχετεύει: ϲαλεύει, μεταφέρει.

[*](Σ)

1036 Ὀχετόϲ: ϲωλήν, ἀγωγόϲ, ῥύαξ.

[*](Σ)

1037 Ὀχεύω. ἔϲθιε, πῖν᾿, ὄχευε· ὡϲ τά γε ἄλλα οὐδενόϲ ἐϲτιν [*](Δ) ἄξια. ἐν ἄλλοιϲ, ὡϲ τά γε ἄλλα οὐ τούτου ἐϲτὶν ἄξια, τοῦ τῶν [*](Σ) δακτύλων ἀποκροτήματοϲ. τὸ γὰρ ἐφεϲτὼϲ τῷ μνήματι ἄγαλμα ὑπὲρ τῆϲ κεφαλῆϲ ἔχον τὰϲ χεῖραϲ πεποίητο, ὥϲτ᾿ ἂν ἀποληκοῦν τοῖϲ δακτύλοιϲ, ἀνεζωϲμένον Λυδιϲτί, μαρμάρεον τὴν ὕλην. Σαρδανάπαλοϲ.

1038 Ὀχεύϲ: ὁ ἱμὰϲ τῆϲ περικεφαλαίαϲ, ᾧ ϲυνέχεται περὶ τὸν τράχηλον [*](Σ) τοῦ φοροῦντοϲ. καὶ ὁ ϲυνέχων τὴν περὶ τὸν θώρακα ζώνην ἱμάϲ.

1039 Ὀχεία: μίξιϲ, ϲυνουϲία. καὶ Ὀχεύω, ῥῆμα.

[*](Σ Δ)

1040 Ὀχεῖον: ἅρμα, δίφροϲ, ἅμαξα.

1041 Ὀχεῖον: ἀντὶ μὲν τοῦ ὄχημα Δείναρχοϲ ἐχρήϲατο. ἐχρήϲατο [*](Harp.) [*](1028—ἐξόχωϲ ═ P, Ba 323,10, H, Lex. de sp., sch. 110 cf. Et. M. 644, 44 ἀπὸ— ὄχα cf. Et. M. 644, 45 (ex An. Ox. 1, 319, 21) 1029 πόδα cf. P et H vv. ὄχανον et ὄχοϲ; L ═ sch. Luc. 170, 5, Zon. 1491; Et. M. 644, 52; Soph. fr. 611 Ὀχάνοιϲ sq. ═ P cf. H, Et. M. 644, 52, gl. Hdt. 2, 141 1030 Ὀχετηγίαν cf. Ambr. 695 Ὀχετγόϲ sq. ═ P, Ba 323, 15 cf. sch. Φ 257, H 1031 ═ P cf. Bk. 287, 6, unde Et. M. 644, 48 1032 ═ P, Ba 223, 11, Zon. 1493 cf. H, sch. Δ 419 1033 sch. P 77 1034 ═ Ambr. 700 1035 ═ P, Ba 323, 14 cf. H 1036 ═ P, Ba 323,16 cf. H, Zon. 1491; l. ═ Lex. de sp. 1037 ἔϲθιε δακτύλοιϲ ═ Pv. Σαρδαναπάλουϲ cf. sch. Ar. Av. 1021; FGrHist 124, 34 1038 ═ P, Ba 323, 17 cf. Ap. S. 125, 15; sch. 372, unde Et. M. 644, 54; H; l. ═ Lex. de sp. 1039 — ϲυνουϲία ═ P, Ba 323, 12, H cf. Zon. 1492 1040 ═ P, Ba 323,13 cf. H 1041 Harp. ═ P cf. Bx. 287, 32 unde Et. M. 645, 12; Dinarch. fr. LXIV 2 Lycurg. fr. 27) [*](1032 cf. 1034 et 1061 1034 cf. 1032 et 1061 1037 init. cf. 1039; rell. cf. v. Σ 122 1039 cf. 1037 init.) [*](1 τὸ—3 πρόθεϲιϲ om. F 2 ἐπίρρημα ἔξοχα] καὶ G ἀποβάλλεται— A(GFVM) 3 αἰγίϲ om. V 4 Ὄχανον GMec, Phot, Hes., Et. M., Lex. de sp. ἐμβεβὼϲ A: ἐμβεβαὼϲ FVM Phot. ἐμβαὼϲ G 1030—1 extra ord. 6 Ὀχετηγία GM, Ambr. 10 τὰ ἅρματα G 15 Ὀχεύω] Ὄχευε F 16 τά γε] τάδε G 17 ἀποκρατήματοϲ GM, v. l. v. Σ 122 ἐφεϲτὸϲ G, v. l. v. Σ 122 18 τὰϲ χεῖραϲ om. G ὥϲτ᾿] ὡϲ v. l. v. Σ 122, Phot., Bhd. 21 περὶ τὸν om. F, Phot Ba θώρακοϲ FV cf. Ap. S., Phot., Ba ἰώνην F 23 καὶ om. A, nov. gl. 25 μὲν om. F post τοῦ A, v. l. Harp.)

600
δὲ ὁ αὐτὸϲ ἀντὶ τοῦ εἰϲ ὀχείαν ἀποδεδειγμένον. φηϲὶ γάρ· ὠνοῦνταί μου τῶν ἵππων ὀχεῖον. Λυκοῦργοϲ δὲ ἐν τῷ Περὶ διοικήϲεωϲ γείτοναϲ τοῦ ὀχείου φηϲί. καὶ μήποτε ἐπὶ τούτου τινὲϲ ἔλαβον τὴν λέξιν, ἐν ᾧ ὀχεῖαι γίνονται κτηνῶν ἢ ὀχήματα μιϲθοῦνται.

[*](Σ)

1042 Ὀχῆεϲ: δεϲμοί. μοχλοί.

[*](Ar.)

1043 Ὄχημα: οὐκ ἐπὶ ἅρματοϲ μόνου. Ἀριϲτοφάνηϲ· οὐκοῦν δικαίωϲ, ὅϲτιϲ εἰϲ ὄχημα κανθάρου ἐπιβὰϲ ἔϲωϲα τοὺϲ Ἐλληναϲ. καὶ αὖθιϲ Ἀριϲτοφάνηϲ· εἶτ᾿ οὐχ ὕβριϲ ταῦτ᾿ ἐϲτι καὶ πολλὴ τρυφή, ὅτ᾿ ἐγὼ μὲν υἱὸϲ ὢν Σταμνίου Διόνυϲοϲ βαδίζω καὶ πονῶ· τοῦτον δ᾿ ὀχῶ, ἵνα μὴ ταλαιπωροῖτο, μηδ᾿ ἄχθοϲ φέροι,

[*](Δ)

1044 Ὀχήϲιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

1045 Ὄχθαϲ: τὰ χείλη τοῦ ποταμοῦ.

[*](Σ)

1046 Ὀχθεῖ: ϲτενάζει.

[*](Δ)

1047 Ὄχθη: ὁ κρημνόϲ.

[*](Σ)

1048 Ὀχθήϲαϲ: ϲτενάξαϲ.

[*](Δ)

1049 Ὀχθοβοϲ: τὸ γυναικεῖον λῶμα.

[*](Σ)

1050 Ὀχθουϲ: ὕψη, ὑψηλοὺϲ αἰγιαλούϲ. ὡϲ δὲ εἰϲ τὸν ποταμὸν [*](Ε) ἀφίκοντο πληϲίον, ὑπὲρ ὄχθου τινὸϲ ἀποτόμου καὶ περιρρῶγοϲ ἐπετείχιζον αὑτοῖϲ φρούριον.

[*](Σ)

1051 Ὄχθοῖ: αἱ τραχεῖαι καὶ δύϲβατοι πέτραι, αἱ ἐξοχαί.

[*](Δ)

1052 Ὀχλεῦντο: ἐκινοῦντο.

[*](Δ)

1053 Ὀχληρόϲ: ταραχώδηϲ.