Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

20 Ξεναγῶν: ξενοδοχῶν. παρὰ Θουκυδίδῃ οἱ ἄρχοντεϲ τῶν [*](Thuc.) μιϲθοφόρων· ξένουϲ γὰρ ἐκάλουν τοὺϲ μιϲθοφόρουϲ. οἱ τε ξεναγοὶ [*](E?) ἑκάϲτηϲ πόλεωϲ ξυνεφεϲτῶτεϲ ἠνάγκαζον ἐϲ τὸ ἔργον.

[*](Δ)

21 Ξεναλίζω: τὸ ϲυναθροίζω.

[*](Hesy.)

22 Ξέναρχοϲ, κωμικόϲ. τῶν δραμάτων αὐτοῦ ἐϲτι Βουκολίων, 〈ὡϲ〉 Ἀθήαιόϲ φηϲιν ἐν β΄ Δειπνοϲοφιϲτῶν· καὶ Πορφύρα καὶ Σκύθαι, ὡϲ ὁ αὐτόϲ. καὶ Δίδυμοι καὶ Πένταθλοϲ καὶ Πρίαποϲ, Υπνοϲ, Στρατιώτηϲ.

23 Ξέναϲ: θαυμαϲτάϲ. Πιϲίδηϲ· ὕλαϲ χορηγῶν καὶ τοϲαύταϲ καὶ ξέναϲ.

[*](Suid.)

24 Ξἐνετοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Σ)

25 Ξενηλατεῖν: Λακεδαιμόνιοι μετὰ πληγῶν ἐξήλαυνον τοὺϲ [*](Ar.) ξένουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· τί δ’ ἔϲτι δεινόν; ὥϲπερ ἐν Λακεδαίμονι ξεηλατοῦται καὶ κεκίνηνταί τινεϲ πληγαὶ ϲυχναὶ κατ’ ἄϲτυ. ποιὲ γὰρ ἐκεῖϲε ϲποδιᾶϲ γενομένηϲ ξενηλαϲία γέγονε.

[*](14 ═ P; — κοπιάϲω ═ H; Soph. fr. 458 15 αἰτιατικῇ cf. Synt. Gud. et Laur., An. Ox. 4, 298, 11 τὸ τύπτειν — φαρμάκου sch Ar. Eq. 369 ἐκέλευϲέ— πολλαῖϲ Dionys. Hal. 13, 2, 2 πολλὰ sq. Anth. 6, 223, 4 16 —νήθω + ϲωρεύω — ═ P, Ba 310, 24 cf. H. διαλύω ═ L, Ps. Herodian 95 cf. Ambr. 6 18 Tact. 15 19 ═ P, Ba 310, 29 cf H 20 — ξενοδοχῶν ═ P, Ba 310, 30 παρὰ — μιϲθo· φόρουϲ sch. Thuc. 2, 75, 3 οἵ τε sq. Τhuc. 2, 75, 3 (cf. Byz. Zt. 23, 110, 2) 21 ═ Ambr. 41 22 cf. Ath. (2, 63f); 6, 225c; 10, 418d, 426b, 440e; 11, 473f; 13, 559a; 15, 679e 23 ὕλαϲ sq. Pisid. Exp. 6, 61 24 ═ Zon. 1415, (Diod. 14, 44) 25 — ξένουϲ ═ P cf. H τί sq. Ar. Av. 1012—4 c. sch. 1013)[*](14 cf. 2 17 cf. 23 18 cf. post litt Ψ 23 cf. 17; Pisid. cf. v ὕλη 24 ex v. Ε 1002)[*](A(GTFVMB))[*]( 6 τὸ φάρμακον Mec post 16 lac. in A 11 Ξεναγίαι V, post litt. ΨS 13 Ξεναγών A 14 παρὰ] δὲ add. GTM Θουκυδίδῃ] ξεναγοἰ add. GT ss. M 15 μιϲθοφόρουϲ] ξεναγοὶ παρὰ Θουκυδίδῃ οἱ τῶν μιϲθοφόρων ἄρχοντεϲ add AV 17 Ξεναγίζω A T 18 κωμῳδόϲ V Bουκαλίων ΤΒ Bουταλίων coll. Ath. (8, 358d) temere Reines., v. B 468 contulit Hemst. 〈ὡϲ〉 suppl. Port. 19 Σκύθα V 20 Πένταθλοι GT 22 ὕλμϲ] καὶ add. F 24 om. AF 28 ϲποδιᾶϲ] ζήτει ss. M ϲιτοδείαϲ sch.)
493

26 Ξενία. καὶ ἑνίζω. Φοίνιοϲ Ἄρηϲ οὐκ ἐξένιϲεν αὐτόν.[*](Δ) τουτέϲτιν σοκ ἀπέκτεινε. ξένια γάρ Ἄρεοϲ τραύματα καὶ φόνοι. καὶ [*](Soph.) Ἀρχίλοχοϲ ξένια δυϲμενέεϲι λυγρά χαριζόμενοϲ.

27 Ξενίαν: καταγώγιον, κατάλυμα.

28 Ξενίαϲ ὄνομα κύριον.

29 Ξενίζειν ξένῃ χρῆϲθαι φωνῇ ἢ ξενικοῖϲ ἐπιτηδεύμαϲι. δηλοῖ [*](Σ) δὲ καὶ τὸ ξενίαϲ χάριν τινὰ ὑποδέξαϲθαι.

30 Ξενίζειν: οἱ μὲν ξένῃ διαλέκτῳ χρῆϲθαι, οἱ δὲ ἐν τῇ ξένῃ [*](Harp.) διατρίβειν.

31 Ξενίην ϲυνεθήκατο: παρὰ Ἡροδότῳ· ὡϲ ξένιον ἐδωρήϲατο.

[*](Hdt.)

32 Ξενικὸν ἐμπόριον: ὅπου οἱ ξένοι ἐμπορεύονται· ὥϲπερ ἀϲτι [*](Σ) κόν, ὅπου οἱ ἀϲτοί.

33 Ξενικὸν ἐν Κορίνθῳ· Δημοϲθένηϲ Φιλιππικοῖϲ καὶ Ἀριϲτοφάν [*](Harp.) νηϲ. ϲυνεϲτήϲατο δ’ αὐτὸ πρῶτοϲ Κόνων, παρέλαβε δ’ αὐτὸ Ἰφικράτηϲ ὕϲτερον καὶ Χαβρίαϲ· ᾧ χρηϲάμενοϲ τὴν Λακεδαιμονίων μοῖραν κατέκοψεν, ϲτρατηγοῦντοϲ αὐτοῖϲ Ἰφικράτουϲ καὶ Καλλικλέουϲ.

34 Ξενικόϲ: ὁ ξένοϲ, ὁ ἀλλόττριοϲ. ὡϲ εἶδεν ἄγαλμα ξενικὸν καὶ [*](Δ Ε) ἱερουργίαν οὐκ ἐπιχώριον εἰϲ τὸ τιμώμενον παρῴνηϲεν. οἱ ξενικοὶ [*](Ε) μιϲθοφόροι τοπαράπαν εἰώθαϲι χρηϲιμεύειν ἐν πολέμοιϲ. ὅτι οἱ [*](Ar.) Ἀθηναῖοι, μὴ βουλόμενοι διʼ ἑαυτῶν πολεμεῖν πρὸϲ Κορινθίουϲ διὰ τὸν κίνδυνον, μιϲθούμενοι ξένουϲ εἰϲ τὸν πόλεμον ἔτρεφον αὐτούϲ. οῦτο δὲ ἐν πολλοῖϲ τῶν πολέμων διεπράττοντο· ὅπερ ξενικὸν ἐκάλουν.

35 Ξενικοῖϲ: ἀντὶ τοῦ ἀλλοτρίοιϲ καὶ μὴ προϲήκουϲιν· ὅτι ἀνοίκειον [*](Ar.) Ἑλλήνων τὸ ἐξαπατᾶϲθαι. ἢ ξενικοῖϲ, τοῖϲ ἀπὸ τῶν ξένων πρέϲβεων Λεγομένοιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· παύϲαϲ ὑμᾶϲ ξενικοῖϲι λόγοιϲι μὴ λίαν ἐξαπατᾶϲθαι.

36 Ξένιον: δῶρον παρὰ ξένων διδόμενον.

37 Ξένιοϲ: ὁ τῆϲ ξενίαϲ ἔφοροϲ. λέγεται καὶ Ξένιοϲ ὁ Ζεύϲ.

[*]( Σ Δ)

38 Ξενίωνοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)