Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

152 Ξυνωρίϲ: τὸ μὴ πλῆρεϲ ἅρμα, ἀλλ’ ἐκ δύο ἵππων ϲυνεϲτώϲ· [*](Ar.) ὃ νῦν δίφρον καλοῦϲι.

153 υνωρίϲ: ϲυζυγία. ἢ ἅρμα ἐκ β΄ ἵππων ϲυνεζευγμένον.

[*](Σ)

154 Ξὺν τῷ θεῷ πᾶϲ καὶ γελᾷ κὠδύρεται: ἀντὶ τοῦ θεοῦ [*](Soph.) βουλομένου καὶ τὰ κακὰ μεθίϲταται εἰϲ τέρψιν.

155 υπεταιωνεύϲ· δῆμοϲ τῆϲ Κεκροπίδοϲ Ξυπεταίη· ἀφʼ ἧϲ ὁ [*](Harp.) δημότηϲ Ξυπεταιών.

156 Ξυρεῖ γὰρ ἐν χρῷ, ὥϲτε μὴ χαίρειν: ἀντὶ τοῦ μέχρι [*](Soph.) βάθουϲ διϊκνεῖται, ὥϲτε μὴ χαίρειν. τὸ δὲ τινά παρέλκει.

157 Ξυρήκηϲ: ὁ ξυρήϲιμοϲ, καὶ κουριῶν.

158 Ξυρηϲμόϲ.

159 Ξυρίδεϲ: καμπάκια, ζυγάβδια, ἢ ἄλλο ὑπόδημα διάφορον.

[*](Σ)

160 Ξυρὸν εἰϲ ἀκόνην: παροιμία πρὸϲ τοὺϲ ὧν βούλονται τυγχάνοναϲ. [*](Prov.) ὁμοία τῇ, ὄνον εἰϲ ἄχυρα.

161 Ξυρόϲ: τὸ ἐργαλεῖον.

162 Ξυροῦ ἀκμῆϲ: τοῦ ὀξυτάτου, κατὰ λεπτότητα τῶν ϲιδηρίων.

[*](Σ)

163 Ξύϲϲιτοϲ: ϲύντροφοϲ, ϲυνδιαιτητήϲ.

164 Ξύϲκην οϲ· Θουκυδίδηϲ· τῶν τε ξυϲκήνων ἤδη ἀπιόντων ἐκκρεμανύμενοι.

[*](Suid.)

165 Ξυϲταθεύϲω: ϲὺν ϲοὶ ὀπτήϲω τῷ ἔρωτι. ἀπὸ μεταφορᾶϲ τῶν [*](Ar.) κρεῶν.

166 Ξυϲτάρχειϲ: τοῦ γυμναϲίου ἄρχειϲ.

167 Ξυϲτίδα: λεπτὸν ὕφαϲμα, περιβόλαιον.

168 Ξυϲτίδα: τὸ παχὺ ἱμάτιον.

169 Ξυϲτίϲ: χιτὼν ποδήρηϲ γυναικεῖοϲ. οἱ δὲ τραγικὸν ἔνδυμα [*](Σ) ἐϲκευοποιημένον καὶ ἔχον ἐπιπόρπημα. οἱ δὲ τὸ λεπτόν, παρὰ τὸ ἐξύϲθαι. ἰδίωϲ δὲ τὸ τῶν τραγῳδῶν ἔνδυμα. Ξυϲτὶϲ λέγεται τὸ Ar. [*](151 Ar. Eq. 257 c. sch. 152 sch. Ar. Nu. 15 153 ═ P, Ba 311, 17 cf. H, Ambr. 70 154 Soph. Ai. 383 c. sch. 155 Harp. ═ P 156 Soph. Ai. 786 c. sch. 157 ═ P, Ael. D. fr. 265 ex Eust. l. 939, 14 158 cf. Ps. Hero dian. 180 159 ═ P, Σa, Ba 311, 21 160 ═ Diogen. VI 91 162 ═ P, Ba 311, 19 163 sch. Ar. Pl. 602 165 sch Ar. Lys. 844 166 ═ P, Ba 311, 23 167 ═ P, Ba 311, 24, sch. Pl Rep. 420e cf. sch. Theocr. 2, 74 b; — ὕφαϲμα Zon. 1419, H 169 vs. 30 ἔνδυμα ═ P, Bk. 284, 14 cf. sch Pl. Rep. 420e, H, Tim., sch. Theocr. 2, 74 b c, Et. M. 612, 27 vs. 30 Ξυϲτὶϲ — p. 504, 4 ἔχων Ar. Nu. 70 c. sch.) [*](152 —3 cf. v. ϲυνωρίϲ 163 cf. v. ϲύϲϲιτοϲ 164 ex v. Ε 605) [*](1 ϲυνωμοϲίαν GF V 2 ξυνθήκαϲ A τινοϲ F V 3 βοηθεῖτʼ A F A(GFV M) 152 om. A 153 om. F 154 om. A 8 θεῷ] θεῷ γὰρ F V κὀδύρεται F V 9 καλὰ F V 12 χαίρειν] τινά e Soph. add. G M 13 παρέλκον G 15 Ξυ- ριϲμόϲ F 16 κομπάκια A ξυγάβδια GM ξυγάδια V cf. Ba 160 om. A 17 Ξυρὸϲ G Mac, Diogen παροιμία om F 18 ὄνοϲ ed. pr., s. v. ὄνοϲ εἰϲ, Diogen. 164 ex mg. M: om. rell. 27 Ξυϲτίδα A: καὶ Ξ. G F M; τὸ δὲ π. ἱμ. ξυϲτίδα V παχὺ corruptum sec Bhd 30 Ξυϲτὶϲ] nov. gl. G F M)

504
κροκωτὸ ἱμάτιον, ὃ οἱ ἡνίοχοι μέχρι νῦν φοροῦϲι πομπεύοντεϲ. χρῶνπαι δὲ αὐτῷ καὶ οἱ τραγικοὶ βαϲιλεῖϲ. ξύϲτιδα δὲ προπαροξυτόνωϲ οἱ Ἀττικοί. Ἀριϲτοφάνηϲ Μεφέλαιϲ· ὥϲπερ Μεγακλέηϲ ξύϲτιδ᾿ [*](Harp.) ἔχων. Ξύϲτιϲ ἐϲτὶ καὶ ἱππικὸν ἔνδυμα, ὡϲ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Νεφέλαιϲ

[*](Σ)

170 Ξυϲτόν: δορύλλιον, ἀκόντιον· καὶ τὸ τέλειον δόρυ· καὶ ὁ τόποϲ, [*](Ε) ἔνθα οἱ ἀθληταὶ γυμνάζονται. Ἀρριανόϲ· τὰ ϲημεῖα τῆϲ ἐπιλέκτου ϲτρατιᾶϲ ἀετοί, εἰκόνεϲ βαϲίλειοι, ϲτέμματα, πάντα χρυϲᾶ, ἀνατεταμένα ἐπὶ ξυϲτῶν ἠργυρωμένων.

[*](Δ)

171 Ξυϲτόϲ: ὁ ἐξεϲμένοϲ.

[*](169 vs. 4 Ξύϲτιϲ sq. Harp. (in br. contr) cf. P; Ar. Nu. 70 170 — γυμνά- ζονται ═ P cf. Bk. 284, 18, Et M. 612, 25, H, Ba 311, 26, Ambr. 61 τὰ sq).)[*](Arr. Parth. fr. 98 cf. Dex. FGr Hist 100 fr. 6 init ═ EL 381, 9—11 171 cf. Ambr. 61)[*](A(GFV M))[*](1 φορέουϲι A 2 δὲ alt. om. GM 3 Μεγακλέη AF Μεγακλέουϲ G μέγα κλέοϲ V 4 ἐϲτὶ] δὲ F)