Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1 Ξανᾶν: πονεῖν τοὺϲ καρποὺϲ τὰϲ γυναῖκαϲ τῶν χειρῶν διὰ ϲυνεχῆ [*](Σ) τῶν ἐρίων ἐργαϲίαν.

2 Ξανήϲει: κοπιάϲει.

[*](Σ)

3 Ξανθήν: πυρροειδῆ.

[*](Σ)

4 Ξανθίζετε: οἷον τῷ μέλιτι χρωΐζετε, ἢ πυρρὰ τῇ ὀπτήϲει ποιεῖτε. [*](Ar.) ἡ γὰρ καλῶϲ ἔχουϲα ὄπτηϲιϲ τῶν κρεῶν ἐϲτιν, ἵνα πυρρὰ ᾖ.

5 Ξανθίζεϲθαι: κοϲμεῖϲθαι τὰϲ τρίχαϲ.

[*](Σ)

6 Ξανθικόϲ: ὄνομα μηνὸϲ παρὰ Μακεδόϲιν. ὁ Ἀπρίλλιοϲ.

7 Ξάνθιον: ἐπίκοπον.

[*](Σ)

8 Ξάνθιοϲ: ὄνομα κύριον. ἦν δὲ Βοιωτὸϲ καὶ μονομχῶν ἀνῃρέθη ὑπὸ [*](Suid.) Μελάνθου Ἀθηναίου. ζήτει ἐν τῷ Ἀπατούρια.

9 Ξάνθοϲ, Κανδαύλου, Λυδὸϲ ἐκ Σάρδεων, ἱϲτορικόϲ, γεγονὼϲ ἐπὶ [*](Hesy.) τῆϲ ἀλώϲεωϲ Σάρδεων. Λυδιακὰ βιβλία δ΄. ἐν δὲ τῷ δευτέρῳ τούτων ἱϲτορεῖ, ὡϲ πρῶτοϲ Γύγηϲ ὁ Λυδῶν βαϲιλεὺϲ γυναῖκαϲ εὐνούχιϲεν, ὅπωϲ αὐταῖϲ χρῷτο ἀεὶ νεαζούϲαιϲ. οὗτοϲ ἱϲτορεῖ ὁ Ξάνθοϲ, [*](E?) Ἄλκιμόν τινα βαϲιλεῦϲαι τῆϲ ἐκεῖϲε χώραϲ, εὐϲεβέϲτατον καὶ πλοῦτον πολύν, ἀδεῶϲ δὲ καὶ ἀνεπιβουλεύτωϲ ζῆν ἔκαϲτον. εἶτα ἐπειδὴ ἑπτὰ ἔτη ἦν τῷ Ἀλκίμῳ, προελθόνταϲ τοὺϲ Λυδοὺϲ παγγενῆ τε καὶ πανδημεὶ προϲεύξαϲθαι καὶ αἰτῆϲαι τῷ Ἀλκίμῳ τοιαῦτα ἔτη δοθῆναι ἐϲ τὸ Λυδῶν ἀγαθόν· ὃ καὶ γέγονε· καὶ ἐν εὐποτμίᾳ τε καὶ εὐδαιμονίᾳ πολλῇ διῆγον.

10 Ξάνθοϲ: ὁ ποταμόϲ. Ξανθὸϲ δὲ ὁ πυρρόϲ.

[*](Δ)

11 Ξανθότεροϲ καὶ Ξανθότατοϲ.

[*](Δ)

12 Ξάνθοιϲιν: ὀρνέοιϲ.

[*](Σ)

13 Ξάνιον: κτένιον, ὃ φοροῦϲιν αἱ γυναῖκεϲ ἐν τοῖϲ ἀναδήμαϲιν, [*](Σ) οἷϲ κόϲμοϲ χρυϲοῦϲ ἐπὶ κεφαλῆϲ.

[*](1 ═ P 2 ═ P cf. H 3 ═ P, Ba 310, 25 (in Λ 739) 4 sch. Ar. Ach. 1047 5 ═ P, Ba 310, 26 cf. Zon. 1414, H, Bk. 284, 9 ἐν— νεαζούϲαιϲ cf. Ath. 12, 515d, Xanth. fr. 19, FHG 1, 40 οὗτοϲ sq. Aeliano attr. Gutschmid 10 cf. H, Et. M. 610, 19, Philop.; — ποταμόϲ cf. Ambr. 5, sch. Ζ 4; πυρρόϲ cf. sch. Ι 407 12 ═ P, Ba 310, 27, H 13 ═ P cf. Poll. 5, 95; Bk. 284, 7 (unde Et. M. 612, 23), H)[*](2 cf. 14 8 ex v. Α 2940 9 Ps. Hesych. 49; extr. cf. vv. Π 174 et Ε 3660 13 hinc Eust. I. 860, 48, falso ad fr. 407 Schwabe additum sec. Wentzel)[*](5 χωρίζετε FV 6 om. AF 8 ὄνομα μηνὸ com. V, qui ὁ Ἀπρίλλιοϲ A(GTFVM) Ante παρὰ posuit 9 Ξανθιοϲ F ἐπίϲκοπον GT ἐπίϲκοποϲ F ἐπικοπτόν Phot. 8 om. AF 11 ζήτει—ἀπατούρια om. V ss. M 16 ἐκεῖθεν Α 20 ταϲαῦτα Dr. 21 τε om.V 22 πολλῇ om. A 13 extra ord. 26 ἀναδέμαϲιν ATVM ἀναδέϲμαϲιν G)
492
[*](Σ)

14 Ξανῶ: κοπιάϲω. Σοφοκλῆϲ Ποιμέϲιν· Ἕκτωρ τοῖϲ Ἀχαιοῖϲ βουλόμενοϲ μάχεϲθαι φηϲίν· ἡδὺ ξανῆϲαι καὶ προγυμνάϲαι χέρα.

[*](Ar.)

15 αίνειν· αἰτιατικῇ. τὸ τύπτειν. καὶ ξαίνεϲθαι, τὸ πάϲχειν. φηϲὶν οὖν, ἡ βύρϲα ϲου τυπτομένη διαφθαρήϲεται· οἱ γὰρ βυρϲεῖϲ τὰϲ βύρϲαϲ ξύλοιϲ τύπτειν εἰώθαϲιν, ἵνα ἁπαλαὶ γενόμεναι διαλάβοιεν εὐχερῶϲ [*](Ε) τοῦ φαρμάκου. ἐκέλευϲε δὲ ξαίνειν τὸ ϲῶμα μάϲτιξι πάνυ πολλαῖϲ. [*](Anth.) καὶ ἐν Ἐπιγράμμαϲι· πολλὰ θαλαϲϲαίῃ ξανθὲν ὑπὸ ϲπιλάδι. περὶ ὀϲτέου ϲκολοπένδρηϲ ὁ λόγοϲ.

[*](Σ + Δ)

16 Ξαίνω: νήθω, διαλύω, ϲωρεύω.

17 Ξένα: θαυμαϲτά.

[*](Taet.)

18 Ξεναγία: δύο πεντακοϲιαρχίαι, ἀνδρῶν ακδ οἱ δὲ πλεῖϲτοι τοῦτο τὸ πλῆθοϲ χιλιαρχίαν καλοῦϲι καὶ χιλίαρχον τὸν ἡγούμενον.

[*](Σ)

19 Ξεναγόϲ: ὁ τῶν ξένων ἡγεμών.

[*](Σ)

20 Ξεναγῶν: ξενοδοχῶν. παρὰ Θουκυδίδῃ οἱ ἄρχοντεϲ τῶν [*](Thuc.) μιϲθοφόρων· ξένουϲ γὰρ ἐκάλουν τοὺϲ μιϲθοφόρουϲ. οἱ τε ξεναγοὶ [*](E?) ἑκάϲτηϲ πόλεωϲ ξυνεφεϲτῶτεϲ ἠνάγκαζον ἐϲ τὸ ἔργον.