Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
361 Μεγαλείωϲ: πάνυ. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι μεγαλείωϲ ἔχαιρον καὶ [*](Ε) μέγιϲτον ἐποιοῦντο ϲημεῖον τῆϲ τῶν Καρχηδονίων ὑπερηφανίαϲ.
362 Μεγαλήτωρ: μεγαλόψυχοϲ.
363 Μεγαλίζεο: ἐπαίρου.
[*](353 cf. Et. M. 574, 42, sch. 222, H; aliter Ambr. 285 356 ἐδόκει sq. Polyb 15, 37 EV 2, 143,16 —8 357 Thdr. in Ps 70, 19, PG 80, 1425c 358═ P cf. Et. Gen═ Et M 574, 46; Theognost An. Ox. 2, 129, 1, Ath. 15, 690f Hellad. ap. Phot. Bibl 532b17, Poll. 6, 104, H v. μεταλλεῖον 359 ὁ sq Aelian fr. 116 (falso Dam. fr 240) 360 οἱ sq Polyb. fr. 180 362 ═ P, Ba 295, 33 Ambr 286 cf. Zon. 1339; sch B547 ═ H 363 ═ Ambr 527, sch K 69 cf Zon 1350)[*](354 ex v Α1143 356 cf v Α2693 359 cf. v. Ε 1348)[*](A(GFVM))[*](1 μέλαν] μέγα A 9 τι] καὶ add. A ἀθρόον] ἀνθρώπων G ἀλλ’] οὐδ᾿ add GM 354 om. AF 16 ἀλλ’— κίοναϲ om. V 18 θερμότατα G Vep Mcp. cp. A θερμότερον F 19 ὁ] ἐπὶ V 358 om F 23 εὑραμένου G V M 25 Μεγαλεῖον] Μεγαλόνοια temere Gsf, qui post 360 gl. transtulit; del. Bhd. μεγαλόνοιαν] αὐτοῦ add. F αὖθιϲ del. Kust v Ε 1348, qui τὸ μεγαλεῖον post μέτρων add. 28 τὸν Λιγυϲτῖνον GM 31 μεγαλόψυχοϲ] ϲυϲτέλλει add. V cf. Hes)364 Μεγαλοδωρία· τοϲαύτῃ μεγαλοδωρίᾳ καὶ ϲοφίᾳ ἐχρήϲατο· οὔτε [*](Ε) γὰρ ἑωρᾶτο ὁρώμενοϲ οὔτε εὑρίϲκετο εὑριϲκόμενοϲ οὔτε κατελαμβάνετο ἁλιϲκόμενοϲ. Ζήνων ἐπιβαλομένου τινὸϲ μέγα φυϲᾶν, πατάξαϲ εἶπεν, ὡϲ οὐκ ἐν τῷ μεγάλῳ τὸ εὖ κείμενον εἴη, ἀλλ’ ἐν τῷ εὖ τὸ μέγα.
365 Μεγαλομερία. Πολύβιοϲ περὶ Καρχηδονίων φηϲίν, ὅτι ὁ [*](Δ) ϲτόλοϲ αὐτῶν περὶ ιε΄ μυριάδαϲ ὑπῆρχεν· ἐφ’ οἷϲ οὐχ οἷον ἄν τιϲ [*](Ε) παρὼν καὶ θεώμενοϲ ὑπὸ τὴν ὄψιν, ἀλλὰ κἂν ἀκούων καταπλαγείη τὸ τοῦ κινδύνου μέγεθοϲ καὶ τὴν τῶν πολιτευμάτων ἀμφοτέρων μεγαλομερίαν καὶ δύναμιν. καὶ ὁ Θεολόγοϲ· τοῖϲ τῶν μεγίϲτων ἢ τοῦ [*](Greg) μεγίϲτου. μεγίϲτων ὡϲ ἐν τριϲὶν ὑποϲτάϲεϲιν ὁμοουϲίοιϲ. ἢ τοῦ μεγίϲτου, διὰ τὸ κατʼ οὐϲίαν ἓν καὶ ταυτὸ τῆϲ θεότητοϲ. ἢ ὑπὲρ τὸ μέγα, διὰ τὸ μὴ ποϲῷ τινι ἢ μεγέθει ἢ πηλικότητι περιγράφεϲθαι.
366 Μεγαλομερῶϲ· τὸν δὲ Πόπλιον καὶ τὸν Γάϊον ἀποδεξάμενοϲ [*](Ε) φιλανθρώπωϲ καὶ μεγαλομερῶϲ. ἀντὶ τοῦ πολυτελῶϲ.
367 Μεγαλόνοια: ὑπερηφανία, μεγαλοφυΐα. μεγαλοπρέπεια.
[*](Σ)368 Μεγαλοπολίτιδοϲ ζήτει ἐν τῷ Ἀλφειόϲ.
369 Μεγαλοπρεπήϲ: μεγαλοφανήϲ. ἢ ὁ ἐπὶ μεγέθει ἀναλωμάτων [*](Σ) πονούμενοϲ, ἐλευθέριοϲ δὲ ὁ ἐπὶ τὰ ϲυνήθη καὶ εὐτελῆ. Εὐνάπιοϲ· οὔτε [*](Phil.? ) ἄλλωϲ τὸ μεγαλοπρεπὲϲ κατὰ τὴν δίαιταν ἐν ταῖϲ μάχαιϲ ἐϲτὶ φιλοκίνδυνον. [*](E) διαφέρει δὲ μεγαλοπρέπεια ἐλευθεριότητοϲ ὅτι ἡ μὲν ἐν [*](Phil) μεγέθει ἀναλωμάτων ἐϲτιν, ἡ δὲ ἐλευθεριότηϲ περὶ τὰ ϲυνήθη ἀναλώματα ἐνεργεῖ.
370 Μεγαλορ ήμονοϲ· καὶ Μέγα λορημοϲύνη, μεγαληγορία.
[*](Δ.)371 Μεγαλόφρων: μεγαλόψυχοϲ. Μεγαλόψυχοϲ δέ ἐϲτιν ὁ [*](Σ) ἔξιν ἔχων ὑπεράνω ἑαυτὸν τιθέναι πάντων τῶν ϲυμβαινόντων κοινῇ [*](Phil.) φαύλων τε καὶ ϲπουδαίων. λέγεται δὲ καὶ μέγιϲτοϲ πλοῦτοϲ παρὰ τοῖϲ παλαιοῖϲ.
372 Μεγαλοψυχότεροϲ.
373 Μεγαλώνυμον: μεγαλόδοξον, περίφημον, ὀνομαϲτόν.
[*](Σ)[*](364 —ἁλιϲκόμενοϲ Cass. D. 76,10, 2 ζήνων sq. Laert. 7, 21 cf. Ath.14, 629ab 365 ὅτι— δύναμιν Polyb. 1, 26, 8—9 τοῖϲ τῶν sq. Greg. Naz. c. sch. 366— μεγαλομερῶϲ Polyb fr.181 367 ═ Ba 296,1 cf. P, H, Zon.1343 369 — μεγαλοφανήϲ ═ P, Ba 296, 2, H cf. sch. Greg. An. Ox 2, 482, 4 ὁ ἐπὶ— εὐτελῆ cf. ad vs. 21 οὔτε— φιλοκίνδυνον Eunap. fr. 98, F H G 4, 54 διαφέρει sq. Alex Aphr. 121, 32 —122, 2 370 Μεγαλορήμονοϲ ═ Ambr. 383 Μεγαλορημοϲύνη cf. Η 371 — μεγαλόψυχοϲ pr. ═ P, Ba 296, 3, H, Zon. 1339 Μεγαλο ψυχοϲ alt—ϲπουδαίων Laert. 7, 93 372 cf. Ambr. 395 373 ═ P, Ba 296, 4 cf. H ═ Zon. 1346 (in Ar. Νu. 569))[*](370 hinc 376)[*](4 ὡϲ om. A 10 δύναμιν] Μέγιϲτον add. G 11 μεγίϲτου] ἢ ὑπὲρ τὸ A(GFVM) μέγα ἐφιεμένοιϲ add. ed pr. 13 πηλικότητι] ποικιλότητι G 16 μεγαλοπρέπεια om. AF 17 Μεγαλοπολίτιδοϲ cum v. A1448 Port : Μεγαλοπότιδεϲ GM 18 μεγέθη AecF 19 ἐπαιούμενοϲ coni. Dr. δὲ om. AV F 24 Μεγαλορρήμονοϲ cett. G M καὶ om. V 25 μεγαλόψυχοϲ] ό μ. F, Zon 1339 26 τιθέ με(voϲ) A 27 φαύλωι et ϲπουδαίωι A)374 Μεγαλωϲτί: μεγάλωϲ. ὁ δὲ παραλαβὼν τὴν Ἔφεϲον ἐπὶ [*](Ε) τούτῳ μεγαλωϲτὶ περιχαρὴϲ ἦν.
375 Μεγαλωϲτί: πάνυ. Ἀρριανόϲ· τὴν πίϲτιν καὶ τὴν δικαιότητα [*](Ε) μεγαλωϲτὶ ἐπῄνει τοῦ Ἀλεξάνδρου, τά τε ἄλλα καὶ τὸ αὑτοῦ ἐν πρῴ τοιϲ ἐϲ βεβαίωϲιν τοῦ λόγου προφέρων.
376 Μεγαλωϲύνη. καὶ Μεγαλορρημοϲύνη.
377 Μεγαλύνω· αἰτιατικῇ.
378 Μεγαμάζα: οἱ Σύροι τὴν ἐπὶ τὸν βαϲιλέα δέηϲιν οὕτω κα λοῦϲιν.
379 Μεγάμυκοϲ: μεγαλομυκήτηϲ. ἢ ὄνοϲ.
380 Μεγάνοροϲ πλούτου: Πίνδαροϲ. ἰϲχυροῦ, δυνατοῦ, ἀνδρείαν ἐμποιοῦντοϲ· ἐπεὶ μεγάλα δύναται ὁ χρυϲόϲ. νεῦρα γὰρ λέγεται πο λέμου εἶναι, ὥϲ φηϲι Πίνδαροϲ.