Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

1476 Μύϲοϲ: μίαϲμα.

[*](Σ)

1477 Μῦϲ πίϲϲηϲ γεύεται: ἐπὶ τῶν νεωϲτὶ ἀπαλλαϲϲόντων μετὰ κόπου. καὶ Ὅϲα μῦϲ ἐν πίϲϲῃ, ἀπὸ Μυὸϲ τοῦ Ταραντίνου, κακῶϲ Ὀλυμπίαϲιν ἀπαλλάξαντοϲ.

[*](Harp.)

1478 Μυϲῶν λεία: παροιμία τίϲ ἐϲτι λαβοῦϲα τὴν ἀρχὴν ἀπὸ τῶν καταδρομῶν τῶν ἀϲτυγειτόνων τε καὶ λῃϲτῶν τῆϲ Μυϲίαϲ, κατὰ τὴν Τηλέφου τοῦ βαϲιλέωϲ ἀποδημίαν.

[*](Prov.)

1479 Μυϲῶν λεία: ἐπὶ τῶν κακῶϲ διαρπαζομένων· οἱ γὰρ περίοικοι κατ᾿ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τοὺϲ Μυϲοὺϲ ἐληΐζοντο.

1480 Μύϲωνα τὸν Χηνέα.

[*](Σ)

1481 Μυϲταγωγεῖ· αἰτιατικῇ. μυϲτήρια ἐπιτελεῖ· ὡϲ μυϲτήρια ἄγει, ἢ ἐκδιδάϲκει.

[*](Σ)

1482 Μυϲταγωγόϲ: ἱερεύϲ.

[*](Σ)

1483 Μύϲτακα: τὸ χεῖλοϲ. Ἰωάννην τὸν Μυϲτάκωνα παρεϲτήϲατο, [*](Ε) καὶ χειροτονεῖ τὸν Λογγίβαρδον. ζήτει ἐν τῷ ἀπόνοια.

[*](Δ)

1484 Μυϲτήρ.

[*](Σ)

1485 Μυϲτήρια: τελεταί. Μυϲτήρια ἐκλήθη παρὰ τὸ τοὺϲ [*](Ar.) ἀκούονταϲ μύειν τὸ ϲτόμα καὶ μηδενὶ τοῦτα ἐξηγεῖϲθαι. μύειν δέ ἐϲτι τὸ κλείειν τὸ ϲτόμα.

[*](Σ)

1486 Μύϲτηϲ: ὁ τὰ μυϲτήρια ἐπιϲτάμενοϲ, ἢ διδάϲκων.