Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

1025 Μιαρὰ κεφαλή: ὥϲπερ φίλη κεφαλή. ἐκ τοῦ ἡγεμονικοῦ μέρουϲ τοῦ ϲώματοϲ δηλοῖ τὸν ἄνδρα, παραπληϲίωϲ Ὁμήρῳ· Τεῦκρε, φίλη κεφαλή. καί, τοίην γὰρ κεφαλήν. καὶ παρὰ Δημοϲθένει· καὶ ταῦτ᾿, ὦ μιαρὰ κεφαλή. καὶ αὖθιϲ· ὦ μιαρὲ καὶ πατραλοία καὶ τοιχωρύχε. ὁ δέ φηϲιν· αὖθιϲ μετὰ ταῦτα καὶ πλείω λέγε. ἆῤ οἶϲθ᾿ ὅτι χαίρω [*](E) πόλλ᾿ ἀκούων κακά; Αἰλιανόϲ· παρὰ δὲ μιαροῦ δῶρα οὔτε ἄνδρα ἀγαθὸν οὔτε θεὸν ἔϲτι ποτὲ τό γε ὀρθὸν δέχεϲθαι. μάτην οὖν περὶ θεῶν ὁ πολύϲ ἐϲτι πόνοϲ τοῖϲ ἀνοϲίοιϲ, τοῖϲ δὲ ὁϲίοιϲ εὐκαιρότατοϲ. Πλάτων φηϲί.

[*](Δ)

1026 Μιαρία: ἡ ἀκαθαρϲία. τὴν μιαρίαν τοῦ καπνοῦ καὶ τὴν [*](E) ὄχληϲιν τῆϲ κόπρου.

[*](Ε)

1027 Μιαροί: ἀηδεῖϲ, βδελυκτοί. ὁ δὲ δράκων προελθὼν ἄρα τοῦ ἀδύτου τό τε αἷμα αὐτῶν ἐξελιχμήϲατο καὶ ἐκάθηρε τὰϲ πληγάϲ, ἵνα [*](Ar.) μήποτ᾿ ἄρα ἐκ τοῦ λύθρου μιαροὶ βλέπωνται. καὶ Ἀριϲτοφάνηϲ· ὦ μιαρὲ καὶ τολμηρὲ κἀναίϲχυντε ϲὺ καὶ μιαρὲ καὶ παμμίαρε καὶ μιαρώτατε, πῶϲ δεῦῤ ἀνῆλθεϲ, ὦ μιαρῶν μιαρώτατε; τί ϲοί ποτ᾿ ἔϲτ᾿ ὄνομ᾿, οὐκ ἐρεῖϲ· μιαρώτατοϲ. ποδαπὸϲ γένοϲ εἶ; φράζε μοι μιαρώτατοϲ. [*](1018 Ar. Eq. 850 c. sch. cf. Zon. 1359 1019 — καταϲκευαϲτήϲ ═ P, Ba 301, 21, H. τὰ φαῦλα — μηχανορράφον Soph. OT 387 c. sch. ἐγὼ sq. Soph. Ai. 1036 — 7 1020 ═ Synt. Gud. 1021 ═ L 1022 — μηχάνημα ═ sch. B 342, Et. M. 385, 19 cf. Ps. Herodian. 86, H αὐτῆμαρ sq. Anth. 6, 291, 6—8 1023 ═ P cf. Zen. V 11, Ar. Vsp. 928, H 1024 cf. Diogen. VI 65 1025 — vs. 18 κεφαλή sch. (plenior.) Ar. Ach. 285; Θ 281 et α 343; Dem. 21, 117. vs. 18 ὧ — κακά Ar. Nu. 1327—9 παρὰ sq. Pl. Leg. 4, 716 e, 717 a; in fr. Aelian. non receptum 1026 — ἀκαθαρϲία aliter L 1027 ὁ — βλέπωνται Aelian. fr. 82 vs. 28 ὧ sq. Ar. Pac. 182—6, 188—194) [*](1018 cf. v. Ε 986 1019 cf. 25 1023 cf. vv. Ε 2988 et O 977 1025 Ar. Nu. cf. v. Λ 59 1027 Ar. cf. vv. τολμῆϲαι, Τρυγαῖοϲ, Γ 288, Δ 310) [*](A(GFVM)) [*](4 καὶ τὰ om. A 7 Μήχειρ F 11 Λόγχη utrob. F π. μία λόχμη οὐ τρέφει V, Diogen. Hes. 15 ὥϲπερ] ὡϲ V 18 αὖθιϲ] Ἀριϲτοφάνηϲ G 19 λέγω A 20 Αἰλιανόϲ ad 1027 transtulit Gsf. 29 καὶ τολμηρὲ om. A 30 ὦ μ. μιαρώτατε om. G 30 ἐϲτὶν Aep, cod. R in Ar. 31 εἶ] τίϲ V μιαρώτατε G)

393
οὔ τοι, μὰ τὴν γῆν, ἔϲθ’ ὅπωϲ οὐκ ἀποθανῇ, εἰ μὴ κατερεῖϲ μοι τοὔνομ᾿, ὅ τι πότʼ ἐϲτί ϲοι. μιαρώτατε. Τρυγαῖοϲ, Ἀθμονεύϲ, ἀμπελουργὸϲ δεξιόϲ, οὐ ϲυκοφάντηϲ οὐδ’ ἐραϲτὴϲ πραγμάτων. ἥκειϲ δὲ κατὰ τί; τὰ κρέα ταυτί ϲοι φέρων. ὦ δειλὰ κρονίων· ὦ γλίϲχρων, ὡϲ οὐκ ἔτʼ εἶναί ϲοι δοκῶ μιαρώτατοϲ.

1028 Μίαϲμα: βαφή.

[*](Σ)

1029 Μιάϲτορα: λυμεῶνα, φονέα.

[*](Σ)

1030 Μία χελιδών· παροιμιῶδεϲ τοῦτο, ὅτι μία χελιδὼν ἔαρ οὐ [*](Σ) ποιεῖ. βούλεται δέ τι εἰπεῖν, μία ἡμέρα οὐ ποιεῖ τὸν ϲοφὸν εἰϲ τελείωϲιν ἐμβαλεῖν, καὶ δυϲημερία μία τὸν ϲοφὸν εἰϲ ἀμαθίαν.

1031 Μιγάδεϲ: τὸ ἐκ πολλῶν ἄθροιϲμα.

[*](Σ)

1032 Μίγδα καὶ μίγδην: μεμιγμένωϲ.

[*](Σ)

1033 Μίγμα τῶν ζωγράφων: ὃ καλεῖται χρωμάτων κρίϲιϲ.

1034 Μίγνυται· δοτικῇ.

[*](Synt.)

1035 Μιδάειον: χωρίον.

[*](Δ)

1036 Μίδαϲ: ὄνομα κύριον. ὁ φιλόχρυϲοϲ. ὁ κτίϲαϲ πόλιν τὴν νῦν [*](Δ) Ἄγκυραν. καὶ Μίδαϲ, κύβου ὄνομα εὐβολωτάτου. καὶ παροιμία· Μίδοϲ ὁ ἐν κύβοιϲ εὐβολώτατοϲ· ὁ γὰρ Μίδαϲ βόλου ἐϲτὶν [*](Prov.) ὄνομα. καὶ ἑτέρα παροιμία· Μίδαϲ ὦτα ὄνου ἔχων. Μίδαϲ, ὁ [*](Ar.) Φρυγῶν βαϲιλεύϲ· ἤτοι ὅτι πολλοὺϲ ὠτακουϲτὰϲ εἶχεν, ἢ ὅτι κώμην Φρυγιακὴν κατέϲχεν, ἥτιϲ Ὠτα ὄνου ἐλέγετο. λέγεται δὲ τούτῳ τὸν Πακτωλὸν ποταμὸν χρυϲὸν ῥεῦϲαι· καὶ ὅτι αὐτὸν εὔξαϲθαι, ὥϲτε πάντα ὧν ἅψαιτο χρυϲὸν γενέϲθαι. ἢ ὅτι ὁ ὄνοϲ μᾶλλον τῶν ἄλλων ζῴων ἀκούει, πλὴν μυόϲ. καὶ ὁ Μίδαϲ πολλοὺϲ ὠτακουϲτὰϲ εἶχεν. οἱ δέ φαϲιν, ὅτι ψέξαϲ ποτὲ τὸν Διόνυϲον ὁ Μίδαϲ μετεβλήθη εἰϲ ὄνον· ἢ ὅτι τοὺϲ τοῦ Διονύϲου παριόνταϲ ἠδίκηϲεν, ὁ δὲ ὀργιϲθεὶϲ ὦτα ὄνου ἔχειν αὐτῷ περιῆψε. ἢ ὅτι μεγάλα ὦτα εἶχε. λέγεται οὖν ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν μηδὲν λανθανόντων. κλίνεται δὲ Μίδαϲ, Μίδου. ἐπίγραμμα· αὐτοῦ [*](Δ) τῇδε μένουϲα πολυκλαύτῳ ἐπὶ τύμβῳ ἀγγελέω παριοῦϲι, Μίδαϲ ὅτι τῇδε τέθαπται.

[*](Suid.)

1037 Μιαιγαμίαι· οἱ τοῦ Σὴθ καὶ Ἐνὼϲ καὶ Ἐνὼχ παῖδεϲ υἱοὶ [*](Ε) θεοῦ νοείϲθωϲαν· οἵτινεϲ ἁλόντεϲ ἀκολαϲίᾳ πρὸϲ τὰϲ θυγατέραϲ Κάϊν εἰϲῆλθον· ἐξ ὧν οἱ τῆϲ καταλλήλου μιαιγαμίαϲ γίνονται γίγαντεϲ, διὰ μἐν τὸν δίκαιον ἰϲχυροὶ καὶ μέγιϲτοι, διὰ δὲ τὸν ἄδικον καὶ βέβηλον πονηροὶ καὶ κάκιϲτοι.

[*](1028 ═ P, Ba 301, 23 1029 ═ P, Ba 301, 24 cf. H 1030 ═ P cf. H P, Ba 301, 25 cf. H, gl. Greg. An. Ox. 2,482,1 1032═ P, Σa, Ba 301, 26 cf. m, Ambr. 80 1034 cf. An. Ox. 4, 297, 20, Synt. Laur. 1036 — φιλόχρυϲοϲ  cf. Zon. 1361, Ambr.712 Μίδαϲ sec — εὐβολωτάτου cf. H Μίδαϲ tert. — 19 ὄνομα cf. Paroem. ed. Gsf. 76 n. 642 vs. 19 Μίδαϲ pr.— 28 λανθανόντων sch. (plenior) Ar. Pl. 287 1037 Georg. 44, 11—16)[*](1036 αὐτοῦ sq ex v. A 4531 1037 cf. v. Σήθ)[*](2 Ἀθμωνεύϲ GVM 8 παροιμιῶδεϲ τοῦτο] παροιμία 9 εἰπεῖν] ὅτι A(GFVM) add τῶν— 14 δοτικῇ om. AF V 17 παροιμία om. F 18 ὁ alt. — F 26 ὄνου ὦτα VM 27 οῦν] δὲ F 28 δὲ om. A ἐπίγραμμα— 29 τέθαπται om. AFV mg. Ar 28 ἐπίγραμμα Arcp; ἐπιγραφή GMep ἐν ἐπιγράμματι ed. pr. 32 γείνονται AVM)
394
[*](Δ Synt.)

1038 Μιαίνεται: μολύνεται. καὶ Μιαίνω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

1039 Μιαιφονία: ὁ φόνοϲ.

[*](Σ)

1040 Μιαιφόνοϲ: ὁ φονεύϲ.

[*](Hesy.)

1041 Μίθαικοϲ, γραμματικόϲ. ἔγραψεν Ὀψαρτυτικά, Κυνηγετικὰ καὶ ἄλλα.

[*](Δ)

1042 Μίθαικοϲ: ὁ ταχύϲ.

[*](Δ)

1043 Μίθικοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

1044 Μιθριδάτηϲ: ὄνομα κύριον. ζήτει περὶ αὐτοῦ ἐν τῷ φύϲει καὶ ἐν τῷ αὐθέντηϲ.