Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
703 Λόφοϲ: γῆϲ ἀνάϲτημα· ἢ περικεφαλαία. καὶ παῖδαϲ εἶχε [*](Σ) ληΐου κόμῃ θρέψαϲ, λοφῶνταϲ ἤδη καὶ πτεροῖϲιν ἀκμαίουϲ. περὶ κορυδαλοῦ φηϲι.
704 Λόφοϲ: τράχηλοϲ. καὶ τὸ τῆϲ περικεφαλαίαϲ ἄκρον. ὅτι φαλοὶ [*](Σ) τὰ ἐπὶ τῶν περικεφαλαιῶν λαμπρὰ ἀϲπιδίϲκια, λόφοι δὲ αἱ τριχώϲειϲ.
[*](Suid.)705 Λόφωνοϲ.
[*](Δ)706 Λοχαγοῖϲ: ϲτρατηγοῖϲ, ταξιάρχαιϲ.
[*](Σ)707 Λοχαῖοι δίφροι: οἷϲ πρὸϲ τὸ τεκεῖν ὀψὲ χρῶνται αἱ γυναῖκεϲ.
708 Λοχεύει: ἐνεδρεύει.
[*](Σ)710 Λοχεία: ἐπὶ γυναικόϲ, Λοχία δὲ διὰ τοῦ ι ἐπὶ τῆϲ ἐνέδραϲ.
[*](Δ)711 Λόχηϲιϲ: ἡ ἐνέδρα. ἐκ τοῦ λοχῶ, τὸ ἐνεδρεύω.
[*](Δ)712 Λοχίτηϲ: ὁ ἐνεδρεύων.
[*](Δ)713 Λόχμαϲ: ϲυμφύτουϲ τόπουϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἔχω τὰϲ μαϲχάλαϲ [*](Ar.) λόχμηϲ δαϲυτέραϲ, ὥϲπερ ἦν ξυγκείμενον. ἔθρεψαν αἱ γυναῖκεϲ τρίχαϲ, ἵν᾿, ὅταν χειροτονῶϲι, δοκῶϲιν ἄνδρεϲ εἶναι. καί, ἀλειψαμένη τὸ ϲῶμ᾿ ὅλον δι᾿ ἡμέραϲ ἐχλιαίνετο πρὸϲ τὸν ἥλιον ὥϲτε μελανθῆναι ὡϲ ἀνήρ.
714 Λοχμαία μοῦϲα: ἡ τῶν ὀρνίθων. ἐγκεκρυμμένοι γὰρ ἐν ταῖϲ [*](Ar.) λόχμαιϲ εἰώθαϲι φωνεῖν.
715 Λόχμη· παροιμία· λόχμην πολλὴν φορεῖϲ. ἀντὶ τιλθήϲῃ. οὗτοϲ [*](Ar.) δὲ ὁ Φορμίων τριχώδηϲ ἦν καὶ πυγὰϲ μελαίναϲ εἶχε.
716 Λόχμη: δαϲὺϲ τόποϲ. πλαγία, ϲύμφυτοϲ, καὶ λοχμώδηϲ. [*](Δ Σ) τῶν δὲ γυναικῶν καὶ τῶν μειρακίων ὁ ὄχλοϲ λόχμην τινὰ εἰϲδύντεϲ [*](Ε) ἐκαιροφυλάκουν.
717 Λόχμιοϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· λόχμιον ὑλοβάτᾳ. τουτέϲτι δαϲύν.
[*](Δ Anth. + Δ)718 Λόχοϲ: ἐνέδρα, τάξιϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· γνώϲεϲθ᾿, ὅτι καὶ παῤ [*](Σ) ἡμῖν εἰϲὶ λόχοι δ΄ μαχίμων ἀνδρῶν ἔνδον ἐξωπλιϲμένων. διότι καὶ [*](Ar.) παρὰ Λακεδαιμονίοιϲ ὑπῆρχον δ΄ λόχοι, οἷϲ ἐκέχρητο ὁ βαϲιλεύϲ.
[*](703 — περικεφαλαία ═ P, Ba 292, 20 καὶ παῖδαϲ sq. Babr. 88, 34 704 — ἄκρον ═ P, Ba 292, 21 cf. H, Ap. S. 109, 7, Et. M. 570, 2 et 5 Ambr. 574 sch. Γ 337 et Ψ 508 705 ═ Ambr. 593 706 ═ P, Ba 292, 22 cf. H v. λοχαγενεῖϲ 707 Artem. 5, 73 708 ═ P, Ba 292, 23 cf. H v. λοχεύοντεϲ 709 — γεννῶϲι ═ P, Ba 292, 24 cf. H v. λοχευομένων 710 — γυναικόϲ cf. Ambr. 615. Λοχία sq. ═ Ambr. 617 711 — ἐνέδρα ═ Ambr. 610. Λοχῶ sq. ═ Ambr. 630 712 ═ Ambr. 577, Et. M. 570, 22 cf. H 713 — τόπουϲ cf. sch. Ar. Eccl. 61 et Av. 202, Ap. S. 109, 10 (in τ 439), H. ἔχω sq. Ar. Eccl. 60—61, 63—64 c. sch. 60 et 64 714 sch. Ar. Av. 737 715 Ar. Lys. 800 c. sch. 800 et 804 716 — δαϲὺϲ cf. L πλαγία — λοχμώδηϲ ═ P cf. Ba 292, 25 τῶν sq. fort. Aelian. 717 λόχμιον ὑλοβάτᾳ Anth. 6, 32, 2 718 — τάξιϲ ═ P, Ba 292, 26 cf. H; ἐνέδρα ═ L, Ps. Herodian. 78, Ap. S. 109, 8, Apion, Et. M. 570, 17 cf. sch. Α 227 γνώϲεϲθ᾿ sq. Ar. Lys. 452—7 c. sch.)[*](704 cf. 745. ὅτι sq. ex v. φαλοί 708 cf. 711 et 721 709 καὶ sq. ex v. Α 4506 711 cf. 708 et 721 713 cf. 716 716 cf. 713 717 cf. v. Ι 387)[*](4 ὅτι— 5 τριχώϲειϲ om. AF mg. Ar post 705 V 4 ὅτι om. V 5 κεφαλαιῶν A(GFVM) V 6 Λόφωνεϲ V 8 τεκεῖν ὀψὲ] ἀποτεκεῖν coll. Artem. (v. l.) Kust. 10 καὶ — 11 ἀγέννητοϲ om. AFV mg. omisso καὶ Ar 21 ἀντὶ] τοῦ add. G τιλφήϲῃ AV 24 γυναικείων A μειράκων GM ἐϲδύντεϲ A)719 Λόχοϲ: ϲύϲτημα ἐξ ἀνδρῶν η΄, οἱ δὲ ἐξ ἀνδρῶν ιβ΄, οἱ δὲ ιζ΄· ὃ καὶ τέλειον καὶ ϲύμμετρον. καὶ λοχαγόϲ, πρωτοϲτατήϲ, ἡγεμών, ὁ αὐτόϲ ἐϲτι πρῶτοϲ καὶ ἄριϲγοϲ τοῦ λόχου.
720 Λοχῶ, λοχήϲω· δοτικῇ· ἁπλοῦν. καὶ Ἐλόχηϲα.
721 Λοχῶντεϲ: ἐνεδρεύοντεϲ.
722 Λωβᾶται: βλάπτει, λυμαίνεται, ὑβρίζει.