Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Ar.)

14 Λαγαριζόμενον· Ἀριϲτοφάνηϲ· ὡϲ ᾔϲθηνται τὸν ϲύρφακα ἐκ κηθαρίου λαγαριζόμενον καὶ τραγαλίζοντα τὸ μηδέν.

[*](Δ)

15 Λάγειον οἷμα: τὸ τοῦ λαγωοῦ.

[*](Δ)

16 Λαγίδηϲ: ὁ τοῦ λαγωοῦ.

[*](Harp.)

17 Λαγίϲκα: ἑταίρα τιϲ, ἧϲ Λυϲίαϲ μνημονεύει.

[*](Δ)

18 Λαγνεία: πορνεία.

[*](Δ)

19 Λάγνηϲ: ἄρϲενικῶϲ ἀντὶ τοῦ ὁ λάγνοϲ.

[*](Σ)

20 Λάγνοϲ: πόρνοϲ, αἰϲχρόϲ, κατωφερὴϲ πρὸϲ τὰ ἀφροδίϲια.

[*](Δ)

21 Λαγόβαρδοϲ: ἐθνικόν.

[*](Δ)

22 Λαγόβιοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

23 Λαγόνοϲ.

[*](Δ)

24 Λαγορία: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Δ)

25 Λάγοϲ: ὄνομα κύριον. ὃϲ Ἀρϲινόην ἔγημε τὴν Πτολεμαίου [*](10 ἐκπώματοϲ ═ Ambr. 211 cf. Ath. 11, 484 c. Λαβρώνιοϲ ═ Ambr. 86 11 — φλυάρων ═ P, Ba 287, 5, H cf. Et. Sorb. ap. Gsf. ad 554, 27, Zon. 1280 παρὰ alt. —κεχρῆϲθαι ═ H (aliter An. Ox. 2, 385, 31 ex quo Et. M. 554, 31) Ἀντριάδω sq. Anth. 6, 224, 1 —3 12 — καπυρώδη ═ Σa cf. Ba 287, 8, P, H παρὰ τὸ λαγαρύ cf. Et. M. 554, 11 λαγαριζόμενον —μηδέν Ar. sp 674 καὶ Δαβίδ cf. 2 Reg. 6, 19 13 — ὑπόκενον aliter H καὶ λαγαρὸν—περικρεμᾶται Anth. 5, 263, 6. ϲοὶ sq. Anth. 6, 231, 3 14 Ar. Vsp 673—4 15 cf. Ambr. 203 Zon. 1288 16 ═ Ambr. 53 17 Harp. ═ P cf. Ath. 13, 586 e; Lys. fr. 155 18 l. ═ Ambr. 168 19 cf. H, Ambr. 56 20 ═ P, Σa; — αἰϲχρόϲ ═ Ba 287,9 cf. Ambr. 56; κατωφερὴϲ sq. cf. H v. λάγνηϲ 21 cf. Ambr. 125 22 cf. Ambr. 94 23 ═ Ambr. 179 24 ═ Ambr. 155 25 ὃϲ sq. Aelian fr. 285) [*](11 Anth. cf. v. Α 346 12 Ar. cf. 14, vv. Η 589 et τραγαλίζοντα 14 cf. 12 v. Η 589, v. τραγαλίζοντα 21 cf. 642 25 cf. vv. Α 963 et 965) [*](A(GFVM)) [*](1 καὶ Λαβρώνιοϲ om. A 2 κοχλοειδὴϲ AV, Photec 3 πολλοῖϲ λ. κύκλοιϲ ed. pr., Hes. 7 λαγαρόν Kust., Et. 8 λαγαριζόμενον F, v. Η 589 cf. vv. Λ 14 et τραγαλίζοντα: λαγυριζόμενον AGVM 9 δέδωκε F 10 κολλουρία δ᾿ ἄρτου G 11. 12 ἢ ἁπαλότητι om. F 12 ἀντήρκει] ἀντιϲήϲειϲ F 15 Λαγαρυζόμενον bis AGM, v l. v. τραγαλίζοντα, cf. v. 589, ordo poscit 16 κιθαρίου AGM, v. τραγαλίζοντα 18 Λαγιδεύϲ Nauck et Bhd., temere λαγωοῦ] Λαγοῦ in Zon. 1279 Tittmann 19 ἦϲ om. A 21 ὁ om. A 22 iterum post 27 V, Λαγώβιοϲ Ambr. 23 om. F)

227
τοῦ Σωτῆροϲ μητέρα. τοῦτον δὲ τὸν Πτολεμαῖον οὐδέν οἱ προϲήκοντα [*](Ε) ἐξέθηκε ἄρα ὁ Λάγοϲ ἐπʼ ἀϲπίδοϲ χαλκῆϲ. διαρρεῖ δὲ λόγοϲ ἐκ Μακεδονίαϲ, ὃϲ λέγει ἀετὸν ἐπιφοιτῶντα καὶ τὰϲ πτέρυγαϲ ὑποτείνοντα καὶ ἑαυτὸν αἰωροῦντα ἀποϲτέγειν αὐτοῦ καὶ τὴν ἄκρατον ἀκτῖνα, καὶ ὅτε ὕοι, τὸν πολὺν ὑετόν· τούϲ γε μὴν ἀγελαίουϲ φοβεῖν ὄρνιθαϲ, διαϲπᾶν δὲ ὄρτυγαϲ καὶ τὸ αἷμα αὐτῷ παρέχειν τροφὴν ὡϲ γάλα.

26 Λαγωβολεῖον: ἐν ᾦ τοὺϲ λαγωοὺϲ ἀγρεύουϲι.

[*](Δ)