Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Synt.)

81 Καθήκω· γενικῇ.

[*](Σ)

82 Καθημαξευμένοϲ: τετριμμένοϲ, ἐγγεγυμναϲμένοϲ. Αἰλιανόϲ· [*](Ε) γύναιον ἐκ Συρίαϲ καὶ καθημαξευμένον ὑπὸ παντὸϲ τοῦ προϲιόντοϲ. [*](75 ═ Ambr. 390 cf. H 76 Laert. 7, 25 cf. 108 77 — vs. 19 καθῆκον + vs. 20 ἔτι sq. Laert. 7, 107 — 110 vs. 19 τολμῶϲι—20 καθῆκον Polyb. fr. 53 78 Harp. ═ P, An. Ox. 2, 496, 8; Dem. 10, 37 79 ═ P, Ba 265, 22, Et. M. 483, 41 80 ἐν sq. Xen. An. 4, 3, 11 82 — ἐγγεγυμναϲμένοϲ ═ Ba 273, 29 P v. κατημαξευμένοϲ cf. Et. M. 497, 14, H v. κατημαξευμένα; l. cf. Ael. D. fr. 218 ap. Eust. Ο. 1387, 9; Eust. l. 1156, 19 γύναιον sq. Aelian. fr. 123) [*](75 cf. 52 et 63 80 Z 1166) [*](ArF(GVM)) [*](76 non nov. gl. F 2 φηϲι F τὸν Ζήνωνα τὸν A 77 non nov. gl. AM 5 ἀπὸ λογιϲμῶν F 7. 8 κατὰ φύϲιν om. G 13 οὔτε καθήκοντα om. F 14 λόγῳ FGac Vec Mac ἀπαγορεύει A, Laert.: ἀπαγορεύειν rell. 15 γραφεῖ GVM; ζήτει ss. M ϲτελεγγίδα V 19 Πολύβιοϲ—20 καθῆκον om. F, del. Kust. 25 Φιλιππικῷ VM, Phot. 26 ἑαυτῶν F τὰ ex FV, Phot. cf. Harp. 29 τόπον] ποταμόν Xen. 32 καὶ ex AF solis)

9
ἑταίρα γὰρ ἦν ἐμφανὴϲ καὶ τῶν ἐν τοῖϲ μίμοιϲ δι᾿ ἀκολαϲίαν περιπαθεϲτέρα τοῖϲ τε φαινομένοιϲ ἐϲ τὴν κοινὴν ὄψιν ϲχήμαϲιν ἐκκαλουμένη τοὺϲ ὁρῶνταϲ ἐϲ τὰ πάθη τοῦ ϲώματοϲ, καὶ κατατείνουϲα τὸν δῆμον, καὶ ὅϲον μετὰ τοῦ δήμου, πρὸϲ ϲυώδη τινὰ καὶ μανικὴν ἀϲέλγειαν.

83 Κάθημαι.

[*](Δ)

84 Καθήμενον πεδίον: τὸ ὁμαλόν. οἱ δὲ Ῥωμαῖοι ἐϲ καθήμενον [*](Δ) πεδίον ἐϲτρατοπεδεύοντο.

[*](Ε)

85 Καθ᾿ ἡμέραν.

86 Καθῄρει: τοῦ ἀξιώματοϲ κατέϲπα. ὁ δὲ Τραιανὸϲ οὔτε ἐφθόνει [*](EV) οὔτε καθῄρει τινά, ἀλλὰ πάνυ πάνταϲ τοὺϲ ἀγαθοὺϲ ἐτίμα. διὰ τοῦτο οὔτε ἐφοβεῖτό τινα οὔτε ἐμίϲει.

87 Καθῄρηντο τὰϲ γνώμαϲ: ἀντὶ τοῦ εἰϲ δειλίαν ἐνέπιπτον. οἱ [*](Ε) δὲ πλέονεϲ καθῄρηντο τὰϲ γνώμαϲ ἐπὶ τοϲοῦτον, ὥϲτε τῆϲ πίϲτεωϲ τῆϲ πρὸϲ βαϲιλέα ὑπὸ τοῦ περιδεοῦϲ ἀφίϲταντο.

88 Καθῆϲθαι· καὶ Καθῆϲτο, ἐκαθέζετο.

[*](Δ)

89 Καθιγμένοϲ: καθελών, φθάϲαϲ. ὁ δὲ βαϲιλεὺϲ καθιγμένοϲ [*](Σ) καὶ ταύτηϲ τῆϲ ἐπιβολῆϲ ἐγίνετο πρὸϲ ἀναζυγήν.

[*](Ε)

90 Καθιγνῦϲαι: νεκροῖϲ θῦϲαι.

[*](Σ)

91 Καθιδρωϲ: κεκμηκώϲ.

[*](Δ +Σ)

92 Καθίδρυϲαν: ἀϲφαλῶϲ κατῴκιϲαν. καὶ θύϲαντεϲ καθίδρυϲαν τὰϲ [*](Ε) πόλειϲ. Τραιαναὶ μὲν δὴ ἐπώνυμοϲ ἑκατέρᾳ ἦν.

93 Καθιδρυνθέντεϲ.

[*](Δ)

94 Καθιδρύϲαϲθαι: βεβαιῶϲαι. ἐκπέμπει γοῦν τοὺϲ περὶ ϲυμβάϲεωϲ [*](EL) λόγουϲ δυνατοὺϲ καθιδρύϲαϲθαι κεχειροτονηκὼϲ πρεϲβευτάϲ.

95 Καθιεροῖ: θεῷ ἀνατίθηϲι.

[*](Σ)

96 Καθίεϲαν: κατῆλθον.

[*](Δ)

97 Καθιζάνει: ἐγκάθηται.

[*](Δ)

98 Καθίζεϲθε: καταπήξατε.

99 Καθίει: ἐνέβαλλεν, ἐπεχείρει λέγειν. ὁ δὲ καθίει πεῖραν ἐϲ τὸν [*](Ε) ἄνδρα, οἰόμενοϲ αὐτὸν ἕξειν κοινωνὸν ὧν ὥρμηται.

[*](83 cf. Ambr. 385 84 ὁμαλόν cf. H οἱ sq. Th. Simoc. 5, 10, 2 86 ὁ sq. Cass. D. 68, 6, 4 ═ EV 2, 365, 1 —3 87 οἱ sq. Polyb.] fr. 166 88 Καθῆϲθαι cf. Ambr. 416. Καθῆϲτο sq. ═ Ambr. 383, P, Ba 265, 21, H, sch. Α 569 89 — φθάϲαϲ cf. P ═ Σᵃ, Ba 265, 24; H ὁ sq. Polyb. fr. 167 90 ═ P, Ba 265, 23 91 cf. P ═ Ba 265, 25, H; l. ═ L 94 ἐκπέμπει sq. Th. Simoc. 3, 15, 5 ═ E L 480, 29—30 95 ═ P, Ba 265, 26, H 98 ═ Ba 266, 3, P 99 ὁ sq. Aelian. fr. 364)[*](92 Z 1166 94 Z 1166 95 Z 1164 96 Z 1166 98 Z 1166 99 Z 1167)[*](1 ἑταίρα—6 Κάθημαι om. F 4 ὑώδη V 85 om. F 14 πλείονεϲ F ArF(GIVM) 15 βαϲιλέα Gl: cp. AFM βαϲιλέαϲ V τοῦ περι om. F 17 καθελών V, Phot. Ba Σa: θέλων rell. 19 Καθιγνῦϲαι] καθαγνίϲαι add. Gl ss. M mg. add. V coni. Hemst. 22 ἐπώνυμον A 93 om. F 24 βεβιῶϲαι F ἐκπίπτει V 29 καταπήξαντεϲ GIVM 30 ἐνέβαλεν AGIVM)
10
[*](Ar.)

100 Καθίει: ἀντὶ τοῦ κατάφερε, ἢ ἐπίθεϲ τῷ τρυβλίῳ. ἀντὶ τοῦ χάλα αὐτά.