Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

2780 Κυρϲάνιε: νεανία, ἔφηβε. ἢ εὐτελέϲτατε. κυρϲὸϲ γὰρ εὐτελὲϲ [*](Ar.) λάχανον. Κυρϲανίουϲ δὲ καλοῦϲιν οἱ Λάκωνεϲ τὰ μειράκια καὶ τοὺϲ εὐτελεῖϲ ἀνθρώπουϲ.

2781 Κυρτὴ καὶ κοίλη παράταξιϲ, καὶ ἐπικάμπιοϲ εἰϲ τοὐπίϲω τε [*](Tact.) καὶ πρόϲω, ἡ τὸ ϲτόμα κοῖλον ἔχουϲα ἢ κυρτὸν ἢ ἐπικαμπέϲ· καὶ τοῦτο, ὡϲ εἴρηται, ἢ εἰϲ τοὐπίϲω ἢ εἰϲ τὸ πρόϲω. ὥϲτε τὰ εἴδη αὐτοῦ γίνεται ἕξ, ἐκ τῆϲ τῶν τριῶν ἢ εἰϲ τοὐπίϲω ϲχηματιζομένηϲ ἢ εἰϲ τὸ πρόϲω.

2782 Κύρτωμα: ἡ λεγομένη καμάρα. κύρτωμα γὰρ τοῖϲ πάλαι [*](E) ἀνθρώποιϲ ὑπὲρ τῆϲ δεξαμενῆϲ ϲκιᾶϲ ἕνεκα ἐπεποίητο.

2783 Κυροῖ· κἀνήρετ’ ἐν τῷ πράγματοϲ κυροῖ ποτε. τὸ κυρῶ [*](Soph.) περιϲπωμέωϲ ἡ ϲυνήθεια καὶ Ἀττικοί. ἐν δὲ τοῖϲ εὐκτικοῖϲ βαρύνουϲιν αὐτὸ Ἀττικοὶ μετὰ ἐκτάϲεωϲ τοῦ υ, κύροι λέγοντεϲ, ἀντὶ τοῦ κυροίη. κεῖται δὲ καὶ ἀντὶ τοῦ κυρεῖ ὁριϲτικοῦ παρὰ Σοφοκλεῖ.

2784 Κύϲον με: φίληϲόν με. Ἀριϲτοφάνηϲ Νεφέλαιϲ· κύϲον με καὶ [*](Ar.) τὴν χεῖρα δὸϲ τὴν δεξιάν. ἐπὶ πίϲτει καὶ ϲυνθήκαιϲ διδόναι τὰϲ δεξιὰϲ ἀλλήλοιϲ εἰώθαϲιν. ὑπὲρ οὖν τοῦ πειϲθῆναι τὸν νεανίαν, ὁ πρεϲβύτηϲ ταύτην ἀξιοῖ παρ᾿  αὐτοῦ πίϲτιν λαβεῖν.

2785 Κύϲτιν: οὐρήθραν, ἐφήβιον, ὑπογάϲτριον. τὴν κοιλίαν, τὴν [*](Σ) φῦϲαν. εἴρηται δὲ φῦϲα ἀπὸ τοῦ πάϲχειν πεφυκέναι.

[*](Ar.)[*](2778 Hdt. 3, 89, 3 ═ EV 2, 10, 19 —22 2779 Harp. ═ P 2780 — λάχανον sch Ar. Lys. 983. Κυρϲανίουϲ sq sch Ar. Lys. 1247 cf. H, P 2781 Tact. 60 2782 κύρτωμα γὰρ sq. Proc Bell. 6, 27, 7 2783 Soph. Ai. 314 c. sch. 2784 Ar. Nu. 81 c. sch., φίληϲόν cf. sch. Ω 478, Apion 2785— ὑπογάϲτριον ═ P, Ba 286, 2 τὴν κοιλίαν sq sch. Ar. Nu. 405; φῦϲαν cf. H ═ Ambr. 1844 sch. E 67, ex quo Et. M. 548, 56)[*](2781 cf. post litt. Ψ)[*](2 ὅτι—4 ἡλίκων ex GM solis 2777—8 inverso ord. V 5 ὅτι om GM A(GFVM) 10 φαϲι— εἶναι om. A 2781 om. F 19 αὐτοῦ] cp. G αὐτῆϲ Kust., post litt. Ψ, Coisl. ἐκ τῆϲ] ἑκάϲτηϲ post litt. Ψ, Coisl. 21 παλαιοῖϲ F 23 κανείρετ’ AFV 29 οὖν] αὗ V)
222
[*](Ar.)

2786 Κύτταροϲ: τὸ πῶμα τῆϲ βαλάνου, ὅπου ἐγκάθηται ἡ βάλανοϲ. [*](Σ) ἡ τῆϲ βαλάνου πυελίϲ, ἢ τὸ προεξάνθημα τῆϲ ῥοιᾶϲ, ἢ ἡ ἐν [*](Ar.) τοῖϲ κηρίοιϲ τῶν μελιττῶν πυελὶϲ καὶ κατάτρηϲιϲ. ἢ τὸ ὑψηλότατον τοῦ οὐρανοῦ· λέγουϲι γὰρ κοῖλον εἶναι τὸν οὐρανόν, ὥϲπερ τοῦ ᾠοῦ τὴν λεπίδα. τὸ κοιλότατον καὶ μυχαίτατον.

[*](Ar.)

2787 Κύτταροϲ: αἱ τῶν κηρίων καὶ ϲφηκῶν κατατρήϲειϲ. Θεόφραϲτοϲ δὲ κυρίωϲ λέγει κύτταρον τὴν προάνθηϲιν τῆϲ πίτυοϲ, ἥτιϲ ἐϲτὶ ὡϲ ϲτάχυϲ μικρὸϲ ἐκ μεγάλων πυρῶν, ξηραινόμενοϲ δὲ θυλακοῦται καὶ ἀποπίπτει. οἷον οὖν ἀγγειῶδέϲ φηϲι κύτταρον οὐρανοῦ. ὁ αὐτὸϲ Ἀριϲτοφάνηϲ ἐν Θεϲμοφοριαζούϲαιϲ· πόϲθιον τῷ ϲῷ προϲόμοιον, ϲτρεβλὸν ὥϲπερ κύτταρον.

[*](Δ)

2788 Κυταία: πόλιϲ. καὶ Κυταιΐδοϲ.

[*](Δ)

2789 Κύταιον: τόποϲ τιϲ.

[*](Δ)

2790 Κύτη: ὄνομα πόλεωϲ.

[*](Σ)

2791 Κύτοϲ: ὄγκοϲ, χώρημα, βάθοϲ. πλάτοϲ καὶ Π Κερικυτώϲαντεϲ. [*](Δ Ε) τὸ δὲ κύτοϲ τῶν πλοίων κοντοῖϲ κατεϲτόρεϲε πρὸϲ εὐμαρῆ ϲτάϲιν τῶν ἵππων.

[*](Δ)

2792 Κυτωρίϲ: τόποϲ παραθαλάϲϲιοϲ.