Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1765 Κλειτή: ἔνδοξοϲ. ϲημαίνει καὶ ὄνομα γυναικόϲ, μιᾶϲ τῶν [*](Δ + x) Ἀμαζόνων.

1766 Κλειτόμαχοϲ, Θηβαῖοϲ, ἐν Ἰϲθμῷ τοὺϲ παλαιϲτὰϲ καὶ πύκταϲ [*](E2) καὶ παγκρατιαϲτὰϲ ἐπὶ ἡμέραϲ τῆϲ αὐτῆϲ ἐνίκηϲε καὶ ἐν Πυθοῖ τοὺϲ παγκρατιαϲτάϲ. ἐν δὲ Ὀλυμπίᾳ δεύτεροϲ ὢν μετὰ Θάϲιον ἐπὶ παγκρατίῳ [*](1755 cf. Ambr. 1079 1756 Ar. Th. 235 et Ach. 119—122 c. sch.; Σιβυρτίου sch. Ar. Lys. 1092 1757 Ar. Av. 829—831 c. sch. 1758 sch. Ar. Nu. 355 Cratin. fr. 195 1759 cf. Ambr. 1117, Et. M. 520,15 1761 Th. Simoc. 7, 14, 8 1762 Aelian. fr. 108 1763 sch. Ar. Lys. 1237 1765 ἔνδοξοϲ ═ Ambr. 1076 cf. sch. A 447. ὄνομα γυναικόϲ Ambr. 1083, μιᾶϲ sq. cf. Et. M, 517, 54 1766 Paus. Per. 6, 15, 3—5) [*](1756 hinc v Στράτων 3 1758 cf. v. Λ 468 1761 cf. v. 0 1066 1762 cf. vv. Δ 340, H 288 1765 cf. 1768) [*](1 καὶ — κλεῖϲ om. F, ante l. V 2 λέγεται—7 Στράτων om. F 8 Σοφοκλῆϲ] ArF(GVM) Ἀριϲτοφάνηϲ Port. 9 ἕϲτηκεν AGVM 10 Κλειϲθένηϲ—11 διεβέβλητο om. F 12 καὶ Κρατῖνοϲ—13 κυβεύων om. F 12 ληρεῖ A αὐτὸν A: cp. GM αὐτῷ V αὔτ᾿ ed. pr. 13 κυβεύων] ταυλίον παίξαϲ ss. V 14 ἵϲταντο FV 19 ἐϲθίειν] ἢ ἐϲθίειν ἔχονταϲ τέχνην praemisit G praemisso γρ. mg. add. VM 20 δὲ κατὰ γαϲτέρα Bhd. 22 μέμνηται—23 Δανοΐϲι om. F 1764 ὄνομα κύριον add. F 25 καὶ] δὲ καὶ F 25. 26 μιᾶϲ τῶν Ἀμαζόνων] Ἀμάζονοϲ A 27 ἐν p. 132,10 νῖκαι om. F)

132
τε ἀνηγορεύθη καὶ πυγμῇ, ἐπάλαιϲε καὶ Ἠλείῳ Κάπρῳ καὶ ἐπαγκρατίαϲεν ἐπὶ ἡμέραϲ τῆϲ αὐτῆϲ. νικήϲαντοϲ δὲ Κάπρου, ἔλεγεν ὁ Κλειτόμαχοϲ, ὡϲ δίκαιον ἦν, εἰ εἰϲεκαλέϲαντο εἰϲ τὸ παγκράτιον πρὶν ἢ λαβεῖν αὐτὸν ἐν τῇ πυγμῇ τραύματα. ἐϲκληθέντοϲ οὖν τοῦ παγκρατίου, κρατηθεὶϲ ὑπὸ Κάπρου ὅμωϲ ἐχρήϲατο πρὸϲ τοὺϲ πύκταϲ ἐρρωμένωϲ καὶ ἀκμῆτι τῷ ϲώματι καὶ μόνοϲ μιᾶϲ ἡμέραϲ εἴληφε πάληϲ καὶ παγκρατίου ϲτέφανον, ἐν μὲν παγκρατίῳ τὸν εἰρημένον Κλειτόμαχον, ἐν δὲ πάλῃ τὸν Παιάνιον καταγωνιϲάμενοϲ, ἄνδρα πολλοὺϲ εἰληφότα ϲτεφάνουϲ. ὥϲτε μετὰ μεγάλων πόνων καὶ ἰϲχυρᾶϲ ταλαιπωρίαϲ ἐγένοντο αὐτῷ αἱ νῖκαι.

[*](Σ)

1767 Κλειτοριάζειν: τὸ ἀκολάϲτωϲ ἅπτεϲθαι τοῦ γυναικείου αἰδοίου.

[*](Ar.)

1768 Κλεῖτοϲ: ὁ Ξενοφάντου. οὗτοϲ ἐπὶ κόμῃ ἐϲκώπτετο. οἱ δὲ Ἱερώνυμόν φαϲι, τὸν διθυραμβοποιόν· ὃϲ Ξενοφάντου μὲν ἦν υἱόϲ, περὶ παῖδαϲ δὲ ἄγαν ἐπτόητο. λάϲιον δὲ εἶχε τὸ ϲῶμα· ὥϲπερ οἱ [*](Δ) Κένταυροι τὸ τῶν ἵππων μέροϲ. Κλειτὸϲ δὲ ὁ ἔνδοξοϲ.

[*](Δ.)

1769 Κλήδην.

[*](Σ)

1770 Κληδών: φήμη, μαντεία. καὶ Κληδονιϲμοί, αἱ διὰ τῶν [*](Ε) λόγων παρατηρήϲειϲ.

[*](Δ)

1771 Κλήθρη: ὄνομα δένδρου. καὶ Κλῆθρον, τὸ φυτόν.

[*](Σ)

1772 Κληῗδα: οὕτω καὶ οἱ τραγικοὶ καὶ Θουκυδίδηϲ.

[*](Δ?)

1773 Κληΐζω: καλῶ.

1774 Κληΐϲατε: ὑμνήϲατε.

[*](Σ)

1775 Κληΐϲαι οἱ ἀρχαῖοι λέγουϲιν, οὐ κλεῖϲαι. καὶ κληΐδα οὕτωϲ.

[*](Ε)

1776 Κλημακτήρων: δυϲχερειῶν. χωρὶϲ γὰρ ἐγκοπῶν καὶ κλημακτήρων οὐχ οἷόν τ᾿ ἦν ἐπιβαίνειν.

[*](Δ)

1777 Κληματίϲ: ἡ ἄμπελοϲ. λύϲιϲ ὀνείρου· κλῆμα κρατήϲαϲ ἐγκαλεῖϲθαι [*](on.) προϲδόκα.

[*](esy.)

1778 Κλήμηϲ, ἱϲτορικόϲ· ἔγραψε Ῥωμαίων βαϲιλεῖϲ καὶ αὐτοκράτοραϲ· καὶ Πρὸϲ Ἱερώνυμον περὶ τῶν Ἰϲοκρατικῶν ϲχημάτων· καὶ ἄλλα.

[*](Thdr.)

1779 Κληρονομοῦϲα: ἡ ἐκκληϲία κοινῶϲ, ἰδικῶϲ δὲ ἡ κατ᾿ εὐϲέβειαν ζῶϲα ψυχή.

[*](1767 ═ P cf. Et. M. 519, 54, H, Poll. 2,174 1768 — μέροϲ sch. Ar. Nu. 348 Κλειτὸϲ sq. ═ Ambr. 991, H 1769 cf. Ambr. 1147, H 1770 — μαντεία ═ P, Ps. Herodian. 67; — φήμη ═ Ambr. 1070, Lex. Patm. 153 cf. H, Et. M. 519, 37 κληδονιϲμοί sq. Georg. 237, 14 1771 δένδρου ═ Ambr. 1078 cf. H, Ap. S. 100, 13, sch. ε 64. Κλῆθρον sq. ═ L 1772 ═ P cf. An. Ox 1, 224, 23; 226, 6 1773 cf. Zon. 1221 aliter Ambr. 1130 (cf. Zon.), L; Et. M. 519, 31 1775 ═ P 1777 — ἄμπελοϲ ═ Ambr. 1080 κλῆμα sq. Astramps. 1779 Thdr. in Ps. 5, 1 PG 80, 896a)[*](1767 cf. v M 1462 1768 extr. cf. 1765 1772 cf. 1775 1775 cf. 1772 1776 cf v. E 113)[*](ArF(GVM))[*](1 Ἠλείᾳ VM Ἠλίακα G 5 ὑπὸ] τοῦ add V cf. Paus. 12 οἱ—15 μέροϲ om. F 14 ὥϲπερ A: ὡϲ καὶ GVM ὥϲτε sch. 17 διὰ] δή V 1771 extra ord. 23 οὐ] καὶ V 26 λύϲιϲ—27 πγροϲδόκα om. F mg. A post 1776 GM 29 καὶ pr. 31 ψυχή om. F)
133

1780 Κληρονομῶ: τὸ κατεξουϲιάζω, τὸ κτῶμαι. τοϲούτων [*](Δ?) ἐκληρονόμουν οἱ Ῥωμαῖοι κτημάτων, ὅϲων ϲωμάτων ὁ πόλεμοϲ.

[*](Ε)

1781 Κληρονομῶ· ὅτε ϲημαίνει τὸ λαμβάνω καὶ μετέχω, γενικῇ· ὡϲ τό, ταύτηϲ [*](Synt.) γε τῆϲ αἰϲχύνηϲ κληρονομῶ. καί, ὅϲ γε κεκληρονόμηκαϲ τῶν φίλων τοῦ κηδεϲτοῦ. αἰτιατικῇ δέ· ὡϲ τό, μέχρι τίνοϲ κληρονομήϲετε τὸ ὄροϲ τὸ ἅγιόν μου; καί, οὐκ ἔφθη κληρονομῆϲαι τὸν οὐρανόν. ἀντὶ τοῦ εὑρεῖν καὶ οἰκῆϲαι.

1782 Κλῆροϲ: τόποϲ, κτῆμα.

1783 Κλῆροϲ: οὐϲία, ἢ λαχμόϲ. λέγεται κλῆροϲ καὶ τὸ ϲύϲτημα τῶν [*](Σ) διακόνων καὶ πρεϲβυτέρων. κλῆροϲ καὶ ἡ κληρονομία.

1784 Κλῆροϲ: μέτρον γῆϲ. ὅθεν καὶ οἱ κληροῦχοι, ἀντὶ τοῦ οἱ τοὺϲ [*](Σ) κλήρουϲ καὶ τὰ μέτρα τῆϲ γῆϲ κατέχοντεϲ. φωϲφόροϲ, ὦ ϲώτειῤ, [*](Anth.) ἐπὶ Παλλάδοϲ ἕϲταθι κλήρων, Ἄρτεμι. ὅτι Ἰακὼβ τοὺϲ ιβ΄ ἐϲχηκὼϲ [*](Ε) υἱοὺϲ ἀπὸ τοῦ Βενιαμὶν ἀρξάμενοϲ ἀριθμεῖν καὶ εὑρὼν τὸν Λευὶ δέκατον τῷ θεῷ τοῦτον προϲήγαγεν, ἀποδεκατώϲαϲ καὶ τὰ τέκνα καὶ πάντα ὅϲα ἦν αὐτῷ κατὰ τὴν ὑπόϲχεϲιν ἐν τῷ ἀποδιδράϲκειν αὐτόν· πάντα ὅϲα ἄν μοι δῷϲ, δεκάτην ἀποδεκατώϲω ϲοι. διὰ τοῦτο ἐνδύϲαϲ τὸν Λευὶ ϲτολὴν ἱερατείαϲ θυϲίαϲ προϲήνεγκε τῷ θεῷ ἐν Bεθήλ. κἀντεῦθεν οἱ μὲν τῇ κατὰ νόμον θυϲίᾳ τε καὶ λειτουργίᾳ προϲεδρεύοντεϲ Λευίται κέκληνται, οἱ δὲ κατὰ τὴν τῆϲ θείαϲ χάριτοϲ ἱερουργίαν κληρικοὶ προϲηγορεύθηϲαν, διὰ τὸ γεγράφθαι· οὐκ ἔϲται τοῖϲ Λευίταιϲ κλῆροϲ ἐν υἱοῖϲ Ἰϲραήλ. ὁ γὰρ κύριοϲ μερὶϲ αὐτῶν καὶ κλῆροϲ. Κλήρουϲ δὲ ὁ Δαβὶδ τὰϲ τῶν πραγμάτων μεταβολὰϲ καλεῖ, πλοῦτον [*](Thdr.) καὶ πενίαν, δουλείαν καὶ δεϲποτείαν, εἰρήνην καὶ πόλεμον. ἐν ταῖϲ χερϲί ϲου οἱ κλῆροί μου.