Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1480 Κειρία: ἡ ϲπαργάνωϲιϲ.

[*](Δ)

1481 Κειριάδηϲ: Ἱπποθοωντίδοϲ.

[*](Harp.)

1482 Κειτούκειτοϲ: Οὐλπιανόϲ, εἷϲ τῶν δειπνοϲοφιϲτῶν. ἐκλήθη δὲ οὕτωϲ διὰ τὸ ϲυνεχῶϲ προβάλλειν, εἰ κεῖται ὥρα ἐπὶ τοῦ τῆϲ ἡμέραϲ μορίου· suid. καὶ εἰ ὁ μέθυϲοϲ ἐπὶ ἀνδρόϲ· καὶ εἰ μήτρα ἐπὶ τοῦ ἐδωδίμου βρώματοϲ· ϲύαγρόϲ τε εἰ κεῖται ἐπὶ τοῦ ϲυόϲ. καὶ νόμον εἶχεν ἴδιον, μηδενὸϲ ἀποτρώγειν, πρὶν εἰπεῖν, κεῖται ἢ οὐ κεῖται.

1483 Κηδάρ: δεύτεροϲ τοῦ Ἰϲμαὴλ υἱόϲ. οἱ δὲ τούτου ἀπόγονοι [*](Thdr.) μέχρι τήμερον οὐ πόρρω τῆϲ Βαβυλῶνοϲ ἐϲκήνηνται.

1484 Κήδεα: κακά.

[*](Δ)

1485 Κηδεμονία: πρόνοια. καὶ Κηδεμών, φροντιϲτήϲ, ἐπιμελητήϲ, [*](Σ + Hom.) προνοητήϲ.

1486 Κηδεόϲ: ὁ νεκρόϲ.

[*](Δ)

1487 Κηδεϲτήϲ: ὁ κατ᾿ ἐπιγαμβρίαν οἰκεῖοϲ, ἢ πενθερόϲ. οὐ [*](Σ) μόνον δὲ ὁ διδούϲ, ἀλλὰ καὶ ὁ λαμβάνων. οὐ χρῆν ϲε κρύπτειν ὄντα [*](Ar.) κηδεϲτὴν ἐμόν.

1488 Κήδεται· γενικῇ. φροντίζει, βοηθεῖ, ἐπιμελεῖται.

[*](Σ)

1489 Κηδεύειν: φροντίζειν, ἢ θάπτειν. Αἰλιανόϲ· καὶ ἄλλωϲ [*](Σ) αὐτοῦ παλλακίδι ἐπιμανείϲ, ὡϲ ἤδη θεραπαίνῃ, τὸν ἄθλιον ἐν νεκροῖϲ Ε[*]( )ἠρίθμουν. καὶ οἵγε κηδόμενοι τοῦ ἀνδρὸϲ ὠδύροντό τε αὐτὸν καὶ θεοὺϲ ἐκάλουν ϲυμμάχουϲ καὶ πρὸ πάντων Σάραπιν.

1490 Κηδεία: ταφή, ἐκφορά.

[*](Σ)[*](1476 cf. L; — πολίτηϲ cf. Choer. An. Ox. 2, 232, 3 ex quo Et. M. 507, 51. — Κέω ═ Ambr. 564, Ps. Herodian. 66 cf. sch. Pl. Eryx. 398c. Κιώτηϲ sq. cf. Ambr. 863 et 914 1477 Κείω sq. ═ Ambr. 720 1478 ═ P, Ba 274, 20 cf. sch. Λ 559 1479 — ἔχων Ar. Av. 816 c. sch. Κειρίον sq. L, Ambr. 706 cf. Choer. An. Ox 2, 230, 22 ex quo Et. M. 508,13 1480 aliter Et. M. 508, 12, L 1481 Harp. cf. P 1483 Thdr. in Ps. 119, 5, PG 80, 1877a 1484 sch. Α 445 cf. Ambr. 824 1485 praeter ἐπιμελητήϲ ═ P, Ba 277, 14 cf. Ps. Herodian. 65. Φροντιϲτήϲ ═ Ambr. 764 cf. H. ἐπιμελητήϲ cf. sch. Ψ 674 1486 ═ Ambr. 773 cf. Ψ 160 1487 πενθερόϲ ═ P, Ba 277,16 cf. Et. Gen. ═ Et. M. 509, 54; H οὐ μόνον sq. Ar. Th. 74 c. sch. 1488 γενικῇ cf. Synt. Laur. φροντίζει sq. ═ P, Ba 277, 17, H; φροντίζει ═ sch. Β 27 cf. Apion, Ap. S. 98, 28, An. Ox. 2, 481, 8 1489 — θάπτειν ═ P, Ba 277, 18 cf. H καὶ ἄλλωϲ sq. Aelian. fr. 106 1490 ═ P, Ba 277, 11 cf. H; l. ═ Ambr. 818)[*](1479 cf. v. χαμεύνηϲ 1482 cf. v. Δ 359, unde ἐκλήθη sq. 1488 cf. 1494)[*](1 καὶ—2 πολίτηϲ om. F 3 τὸ om. FV 6 Ἀριϲτοφάνηϲ—7 ἔχων ArF(GVM) om. F 10 ἐκλήθη—14 οὐ κεῖται om. F 16 ϲήμερον A ἐϲκήνωνται V, Thdr. ἐϲκήνηντο F 22 χρή AGM 24 βοηθεῖ, φροντίζει G 25 28 Σάραπιν om. F 25 ἄλλοϲ Hercher δειλαίωϲ ἔκειτο Bhd. 26 παλλακίδι— θεραπαίνῃ] τῇ παλλακίδι (ἐπι)περιπλακείϲ. ὡϲ δὲ εἶδον οἱ θεραπευτῆρεϲ Bhd.)
108
[*](Σ)

1491 Κήδειν: κακοῦν, λυπεῖν.

[*](Σ)

1492 Κηδείουϲ: οἰκείουϲ, προϲφιλεῖϲ.

[*](Σ)

1493 Κηδήϲαντεϲ: θεραπεύϲαντεϲ, ἢ λυπήϲαντεϲ.

[*](Δ)

1494 Κήδομαί ϲου: φροντίζω. Κήδω δὲ ϲέ, λυπῶ.

[*](Σ Ecl.)

1495 Κῆδοϲ: ἡ ϲυναλλαγὴ τοῦ γάμου, ἢ τοῦ πένθουϲ. καὶ ἡ [*](Ε) λύπη, ὅτι καίεϲθαι ποιεῖ. ἐϲ κῆδοϲ γὰρ ἀλλήλοιϲ ξυνηλθέτην εὐθύϲ. [*](Ε) καὶ αὖθιϲ· Τιϲϲαφέρνηϲ δὲ κηδεύϲαϲ Ἀρταξέρξῃ καὶ τὴν ϲατραπείαν λαβὼν τὴν ἐπὶ θαλάϲϲῃ.

[*](Δ)

1496 Κηδωλόϲ. ὁ φροντίζων καὶ κηδόμενοϲ ὅλων.

[*](Δ)

1497 Κηδωνίδηϲ, Κηδωνίδου. οὗτοϲ τεθρυλημένοϲ ἦν ἐπὶ παιδεραϲτίᾳ [*](Harp.) ἀνυπερβλήτῳ, ὡϲ Αὐτοκλείδηϲ καὶ Θέρϲανδροϲ.

[*](Δ)

1498 ῇεν: ἔκαιεν.

[*](Δ)

1499 Κηκάϲ: ὁ λοίδοροϲ. καὶ Κηκαϲμόϲ.