Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

841 Ἐλληνοταμίαι: οἱ τὰ ἐκ τῶν φόρων χρήματα φυλάϲϲοντεϲ, ἃ πρότερον κοινῇ οἱ Ἕλληνεϲ ἐν Δήλῳ ἀπετίθεντο, οὕτωϲ ἐκαλοῦντο.

[*](Ε)

842 Ἑλληνοταμίαι· παραλαβόντεϲ γὰρ οἱ Ἀθηναῖοι τὴν ἡγεμονίαν ἐκόντων τῶν ξυμμάχων διὰ τὸ Παυϲανίου μῖϲοϲ, ἔταξαν ἅϲ τε ἔδει παρέχειν τῶν πόλεων χρήματα πρὸϲ τὸν βάρβαρον καὶ ἃϲ ναῦϲ· πρόϲχημα γὰρ ἦν ὧν ἔπαθον δῃοῦντεϲ τὴν βαϲιλέωϲ χώραν. καὶ Ἑλληνοταμίαι κατέϲτη τοῖϲ Ἀθηναίοιϲ πρώτη ἀρχή.

[*](Harp.)

843 Ἑλληνοταμίαι: ἀρχή τιϲ ἦν· οἳ διεχείριζον τὰ πράγματα. Thus υ΄ τάλαντα καὶ ξ΄ ἐτάχθη ὁ φόροϲ ὑπὸ Ἀριϲτείδου τοῦ δικαίου.

[*](Δ)

844 Ἕληϲ: αὐθυπότακτον.

[*](Δ)

845 Ἑλλήϲποντοϲ.

[*](825 – Ἐλλιπὲϲ cf. Ambr. 684 Ἐλλείποντεϲ sq. ═ Ambr. 731b 826 ═ Synt. Gud. cf. Laur. 828– θερμαϲία cf Ambr. 639, An Ox 2, 212, 21 ex quo Et. M, 298, 53 829 ═ Lex Rom Barocc. 830 Ba 216, 5 sch. Ε 319 831 ═ Ba 216, 6 832 ═ Lex. Rom Barocc. 833 ═ Ba 216, 7 834 ═ Ba 216, 8, H 835 ═ Ba 216, 9 836 ═ L 837 ═ Ba 216, 20 838 Ar. Ach. 115 c. sch. 839 ═ Ambr. 597 et 673 841 ἀπετίθεντο ═ Sabb. cf. Lex. rhet. in Et M 331, 41 ═ Et. Gen ; Bk, 248, 29; sch Thuc. 1, 96, 2, H 842 Thuc. 1, 96,1 –2 843 –πράγματα Harp. υ sq cf. Thuc. 1, 96, 2 c. sch. 844 ═ Ambr. 762 845 Ambr. 605)[*](825 cf. 867 828 Z 687 et 689 829 hinc v. Λ 403 extr., Z 693 840—1 Z 693 832 hinc v. Λ 435, Z 693 834 Z 693 835 hinc v. k: 1065 Z 693 836 Z 693 837 Z 683 840 cf. vv. Δ 444 et Κ 566 841 Z 684)[*](A(GITFVM))[*]( 1 καὶ—2 δέ om. AF V post 825 GIT 826—7 om F V 835 –p. 265, 25 τοῦ πα— propter fol. deperd. om A 15 παρὰ Ἀριϲτοφάν(ει) GIT 17 Ἑλλήνιοϲ utrob. F V Ambr.: Ἐλλήνειοϲ rell. γλῶττα F cp G 19 φόρτων V 20 Δήλῳ k.; ἀδήλῳ omnes Zon. Sabb. 21 Ἐλληνοταμίαι om. GITM, non noν. gl. 24 πρόϲϲχημα IT, v l. Thuc.)
247

846 Ἐλιάϲθη: ἐξέκλινεν.

[*](Δ)

847 Ἑλιγμόϲ: ἡ ϲυϲτροφή.

[*](Δ)

848 Ἑλικαϲ: τὰ περὶ τοὺϲ καρπούϲ ψέλια, ἢ ἐνώτια.

[*](Σ)

849 Ἑλίκη: πόλιϲ.

[*]( Δ)

850 Ἑλικών: ὄροϲ.

851 Ἑλικώνιοϲ, ϲοφιϲτήϲ, Βυζάντιοϲ. χρονικὴν ἐπιτομὴν ἀπὸ τοῦ [*](Hesy.) Ἀδὰμ μέχρι τῶν χρόνων Θεοδοϲίου τοῦ μεγάλου ἐν βιβλίοιϲ ι΄.

852 Ἑλικώ νιοϲ, ἀϲτρονόμοϲ. Ἀποτελεϲματικά, Περὶ διοϲημείων [*](Hesy.) καὶ ἄλλα πολλά.

853 Ἑλικῶπιϲ: εὐόφθαλμοϲ. καὶ Ἑλίκωψ, εὐόφθαλμοϲ.

[*](ΣΔ)

854 Ἑλικώτατον ὕδωρ: τὸ ἑλικοειδῆ ἔχον τὴν ῥεῦϲιν· ἢ διαυγέϲ.

[*](Call.)

855 Ἑλίκωψ.

[*]( Δ)

856 Ἑλλικτήρ· εἶδοϲ ἐνωτίου. Καὶ Ἑλλικτῆρεϲ ὁμοίωϲ.

[*](Δ +Harp)

857 Ἐλλιμενίζω.

[*]( Δ)

858 Ἐλινιῶ: ὑμνῶ.

[*](Δ)

859 Ἔλινοϲ καρπόϲ.

[*](Δ)

860 Ἐλινύειν: ἡϲυχάζειν. βραδύνειν.

[*](Hdt. Δ)