Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

661 Ἐκ τολυπεύϲαϲ: ἐργαϲάμενοϲ. καὶ Ἐκτολυπεῦϲαι, πλῆ [*](Δ Σ) 0ῶζαι. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ τῆϲ τολύπηϲ, τοῦ κατειργαϲμένου ἐρίου.

662 Ἐκτομίαϲ: εὐνοῦχοϲ.

[*](Σ)

663 Ἔκτοπα: ξένα.

[*](Σ)[*](347 cf Ambr 355 ═ sch. Lyeophr. 433 348 ═ Σ, Ba 214, 25 649 Ἐκτικῶϲ, ϲχετικῶϲ ═ Σᵃ, Ba 214, 23, H, L; ἐπίρρημα sq. cf. Ambr. 502 650 cf. Τhdr.in Ps. 51, 7, PG 80,1256c, Ambr.451; l.— H 651 ═ Lex. rhet. ap. Et. Gen., Et M. 324, 50; ϲυνήθειϲ ═ H cf. Paus. Att fr. 241 ap. Eust. l 403, 35 352 cf. H v. ἔκτιμα 653 cf. H 654 Ἐκτίμουϲ sq. Soph. El. 241 c. sch. 655 τῇ— θάπτει Aelian. fr. 242 Ἐκτιννύωνsq. ═ Ba 214, 27 357═ Ba 214, 28 cf. H, Ambi. 444 658 Σ 659 ἀποδώϲει ═ Ambr. 443, H ὁ sq. en. Prat fr. 43, FHG 4, 246a ═ EL 205, 24 661 — ἐργαϲάμενοϲ Ambr. 446 Ἐκτολυπεῦϲαι, πληρῶϲαι ═ Σa, Ba 214, 29 662 ═ Σ, Ambr. 331 H, Ba 214, 30 363 ═ Ba 214, 32, H)[*](646 Z 67A 647 Z 653 348 Z 675 351 cf. v. Κ 2526 652 cf. 2993. Z 675 653 cf. vv 1 525 et 537 Z 660 354 Z 653 655 ἀποδιδοὺϲ pr. cf. 657, Z 1475 655 ex v. B 520. Z 653 657—0 Z 675 660 Z 654 ═ 661 661 cf. v. τολυπεύειν. Z 676 662 Z 653 63 Z 661)[*](645 oτπι ITFV 6 διαφθορὰν T V B Zon.: διαφορὰν rell. 7 καὶ A(GITFVM) om. F V M, nov. gl. 9 κτιλωμένοι Ic acVacMac (Et. Eust) 14. 15 ἐκτίμουϲ om. M, nov. cl. GI 15 ὀξυτόνωϲ Gl ὀξυτόνουϲ T 356 om. F V post 359 A post 657 l post 704 T 357 om G 22 ὁμᾶϲ P V M Exc.1 ἡμᾶϲ rell ἐκτίϲει F Exc. Port.; ἐκτίϲειν vell. 25. 26 ἐκπληρῶϲαι T Ba 26 ἡ—ἐρίου om AV ng. M)
234
[*](Ε)

664 Ἐκτόπια: τὰ κεχωριϲμένα. ἐκτόπια πολιϲμάτια τῶν γραφομένων καὶ παραγγελλομένων.

[*](Δ)

665 Ἐκτοπίζω: πόρρω διάγω. τὸν πολιτιϲμὸν ἐκτοπίζων ἐν Ἀκαδημίᾳ διέτριβεν.

[*](Soph.)

666 Ἐκτόπιοϲ: ἀπὸ ξένου τόπου. ἐκτόπιοϲ ϲυθείϲ. τουτέϲτιν ὁρμήϲαϲ.

[*](Δ)

667 Ἐκ τοπίϲαι: μακρὰν καταϲτῆϲαι. ἀεὶ διὰ τοῦ ι.

[*](Δ)

668 Ἐκτοπιϲμόϲ: πόρρω διαγωγή. οἱ δὲ φοβούμενοι τὸν εἰϲ [*](Ε) Ἰταλίαν ἐκτοπιϲμὸν ἐν ταῖϲ ὁδοιπορίαιϲ διεδίδραϲκον.

669 Ἔκτοπον: παρηλλαγμένον, βίαιον, μέγα. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἔϲτι [*](Ar.) τι δένδρον πεφυκὸϲ ἔκτοπόν τι, Καρδίαϲ ἀπωτέρω, Κλεώνυμοϲ· χρῆϲιμον μὲν οὐδέν, ἄλλωϲ δὲ δεινὸν καὶ μέγα. τοῦτο μὲν οὖν ἦροϲ ἀεὶ βλαϲτάνει καὶ ϲυκοφαντεῖ, τοῦτο δὲ χειμῶνοϲ πάλιν τὰϲ ἀϲπίδαϲ φυλλοροεῖ. δένδρῳ ἀπεικάζει τὸν Κλέωνα, ἢ ὡϲ μέγαν ἢ ὡϲ ἀναίϲθητον, παρὰ τὸ Ὁμηρικόν. Καρδία δὲ πόλιϲ. καὶ Καρδιανοί, οἱ διὰ τὸ ἀκάρδιον δὲ τοῦτό φηϲιν.

670 Ἔκτοποϲ: παρηλλαγμένη, ἀφόρητοϲ. τοῖϲ δὲ Κελτοῖϲ παρέϲτη [*](Ε) ἔκτοποϲ ἡλίκη πρὸϲ τὸ παράδοξον ὀργή. ἀντὶ τυῦ μεγίϲτη ὅϲη.

[*](Σ)

671 Ἐκτόπωϲ: μεγάλωϲ, ἀπρεπῶϲ. παρηλλαγμένωϲ, ἀφορήτωϲ. ἄρκτοϲ φιλεῖν ἄνθρωπον ἐκτόπωϲ ηὔχει. εἶθ᾿ ὕϲτερον ἐραϲθεῖϲα [*](EΔ) αὐτοῦ ἐν παραβύϲτῳ. Ἐκτόπωϲ, ὑπερβαλλόντωϲ. πρὸϲ τὴν ἐπίπλοκὴν [*](Ε) τῆϲ κόρηϲ ἔχαιρεν ἐκτόπωϲ.

[*](Σ)

672 Ἐκτοπώτατον: ἐξεϲτραμμένον.

[*](Σ)

673 Ἐκτορμεῖν: τὸ ἐκ τοῦ καθήκοντοϲ δρόμου ἐκβαίνειν.

[*](Σ)

674 Ἐκτὸϲ ἰόνταϲ: ἐξερχομένουϲ.

[*](Prov.)

675 Ἐκτὸϲ πηλοῦ πόδαϲ ἔχειν: ἐπὶ τῶν ἔξω κινδύνου καθεϲτώττω. ὅμοιόν ἐϲτι καὶ τό, ἐπὶ ξηροῦ.

[*](Prov.)

676 Ἐκ τοῦ γεύματοϲ γινώϲκω: ἐπὶ τῶν ἐκ μικροῦ πολλά τινα καταλαμβαόντων.

[*](Σ)

677 Ἐκ τοῦ ἐπιπλεῖϲτον.

[*](Σ)

678 Ἐκ τοὔμπαλιν: ἐκ τοῦ ἐναντίου.

[*](Σ)

679 Ἐκ τοῦ παραχρῆμα: ἐκ τοῦ ταὐτομάτου.

[*](365 l. ═ Ambr. 479 τὸν sq. Laert. 4, 39 666 Soph. oc 119 c. sch. cf. sch. 0T 164 et 166 667 —καταϲτῆϲαι cf. Ambr. 416 669 ἔϲτι sq Ar. Av. 1473 —81 c. sch. 670 τοῖϲ—ὁργή fort. Polyb. 671 ἀπρεπῶϲ ═ Σ, Ba 214, 33, H cf. Et. M 323, 57 ἄρκτοϲ —ηὔχει Babr. 14,1 εῖθ sq. Proc. h. a. 1, 17 vs. 21 ὑπερβαλλόντωϲ cf. H πρὸϲ sq Ιambl. altr. Bruhn, Rb. Mus. 45, 283 672 ═ Ba 215, 1, H 673 ═ Paus. Att. fr. 310 ap. Eust. l. 598, 26 cf. H 674 ═ Ba 215, 2 675 cf. Zen Ill 62 676 cf. Dio gen. lV92 677 ═ Σ 378 ═ Ba, Σ, H; in Thuc. 3, 22, 5 679 ═ Ba 215, 8 H, sch. Pl Symp. 186)[*](664 cf. v. παραγγείλαϲ. Z 661 665 hinc v πολιτιϲμόϲ. Z 676 666 Z 653 867 Z 676 668 Z 653 960 cf v. 364 670 Z 657 671 cf 1422 hinc v. Α 3955 673 Z 676 375 cf. v. Al. 299 673 Z 360 679 Z 661)[*](A(GITFVM))[*]( 15 πόλειϲ A 20 ἄρκτοϲ F Babr.; ἄρκοϲ rell. 21 Ἐκτόπωϲ] nov. gl. GI 26 ἔξ κινδύνων A 27 ξυροῦ GIM 28 τινα om. V M)
235

680 Ἐκ τοῦ παρείκοντοϲ: ἐκ τοῦ ἐνδιδοῦντοϲ, ἐκ τοῦ ἐπιτυγχάνοντοϲ.