Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2298 Ἐπίδικα· οἷϲ ἄν τιϲ ἐπεδικάζετο, ὡϲ προϲήκουϲιν αὐτῷ κατὰ γένουϲ ἀγχιϲτείαν, εἰ μὴ εἶεν υἱεῖϲ ἢ υἱωνοὶ τῷ τετελευτηκότι, μήτε μὴν διαθῆκαι, ταῦτα ἐπίδικα καλεῖται.

[*](Σ)

2299 πιδικάζεταί· γενικῇ. ἀντιποιεῖται.

[*](Harp.)

2300 Ἐπίδικοϲ καὶ Ἐπίκληροϲ καὶ Ἐπίπροικοϲ καὶ Ἐπικληρῖτιϲ. τιϲ. ἐπίκληροϲ μὲν ἡ ἐπὶ παντὶ τῷ κλήρῳ ὀρφανὴ καταλελειμμένη, μὴ ὄντοϲ αὐτῇ ἀδελφοῦ. ἡ δὲ αὐτὴ καὶ ἐπικληρῖτιϲ, ἐπίπροικοϲ δὲ ἡ ἐπὶ μέρει τινὶ τοῦ κλήρου, ἥ τε προῖκα ἔχειν ἀδελφοὺϲ ἔχουϲα. ἐπίδικοϲ δὲ ἡ ἀμφιϲβητουμένη ἐπίκληροϲ, τίνι χρὴ αὐτὴν γαμηθῆναι. Ἰϲαῖοϲ δὲ τὴν ἐπίκληρον ἐν τῷ πρὸϲ Λυϲίβιον ἐπικληρέτιν ἐκάλεϲεν.

[*](Synt.)

2301 Ἐπδοκιμάζω: ἀντὶ τοῦ ὑπερμαχῶ. γενικῇ.

[*](Σ)

2302 Ἐπιδίφρια: τὰ τῷ ἁρματίῳ δίφρῳ ἐπιτιθέμενα. καὶ ὁ ἐπὶ δίφρου ἱζάνων, ἢ καθήμενοϲ παντοδαποῦ.

2303 Ἐπιδίφριοϲ: ἀργόϲ, καὶ γυναικώδηϲ.

[*](Σ)

2304 Ἐπιδορατίϲ: δ ϲίδηροϲ, τοῦ ἀκοντίου τὸ ἄνω.

[*](Δ)

2305 Ἐπίδοϲαν: ἀντὶ τοῦ εἶδον.

[*](Σ)

2306 Ἐπίδοξοϲ: ἔνδοξοϲ· ἢ προϲδόκιμοϲ. ὡϲ τό, ἐπίδοξοϲ γὰρ ἦν [*](Ε) αὐταρχῆϲαι. καὶ Προκόπιόϲ φηϲι· παρεχομένη χιλίαϲ ἀργύρου [*](Ε + Σ) λίτραϲ τὸν υἱωνὸν ὠνεῖϲθαι ἐπίδοξοϲ ἥν. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἀπήγγειλε, ὡϲ Πέρϲαι ἐπίδοξοί εἰϲιν ἐϲ τὴν Ῥωμαίων γῆν εἰϲβάλλειν. [*](EL) ἀντὶ τοῦ προϲδόκιμοι. καὶ αὖθιϲ· ἐᾶϲαι τὴν ὁδόν, ἢ ἔνδοξοι ἥϲαν ἐπιθήϲεϲθαι οἱ Πέρϲαι.

[*](x + Σ)

2307 Ἐπίδοϲιν: ἐπὶ ἀρετῆϲ αὔξηϲιν, προκοπήν, προϲθήκην. ὁ δὲ φιλοϲοφῶν ἀνεμπόδιϲτοϲ εἰϲ ἐπίδοϲιν διετέλει καὶ ἐπεδίδου κατὰ πῆχυν, [*](2297 Harp. ═ Et. Gεn., Et. M. 359, 16 cf. An. Ox. 2, 494, 32, Bk. 255, 15 2298 cf. Bk. 184, 1 2209 γενικῇ cf. Synt. Laur., Bk. 140, 13; 145, 8 ἀντι- ποιεῖται Ba. 229, 4, H 2300 Harp. ═ Et. Gen., Et. M 359, 25 cf. Bk. 256, 8 sch. Pl. Leg. 630e, Lex. Patm. 151, Pall. 3, 33; lsae. fr 91 2301 Boisson. 2, 368 vs. 541; γενικῇ cf. Synt. Gud. 2302 ἐπιτιθέλμενα ═ Ba 229, 6 cf. sch. ο 51 2304 ═ Ba 229, 9, H cf. Ambr. 1472 2306 — αὐταγρχῆϲαι ═ Σa, Bh 229, 7 cf. sch. Pl. Theaet. 143d, H, Thom. 136, 9, Phryn. Ecl. 132, Ammon. 80, sch. Greg. Ann. n.106 παρεχομένη— ἦν Proc. h a. 12, 8 ὁ —εἰϲβάλλειν Proc. Bell. 1, 13, 12 προϲδόκιμοϲ ═ Erotian. 39, 3 ἐᾶϲαι sq. Men. Prot. fr. 22, FHG 4, 230 ═ EL. 454, 8— 9 2307 ἀρετῆϲ falso Dam. fr. 51. αὔξηϲιν —προϲῦήκην ═ Σn cf. Ba 229, 10 ὁ —p. 355, 1 ἀτεχνῶϲ Dam. fr. 166) [*](2207 cf. v. H 19. Z 809 2298 Z 810 2299 Z 837 2300 Z 801 2304 Z 801 2305 Z 837 2306 Z 791 2307 cf. v. κ 710) [*](A (GITFVAM))[*]( 9. 10 Ἐπικληρίτηϲ AV Harp. ep. 11 ἐπικληρίτηϲ AnaV 12 ἥ τε] ὥϲτε. F Et. Harp plen. 14 ἐπικληγρέτιν A Et. Harp. ep.; ἐπικληρῖτιν rell. 2301 om. AFV 2302 post 2303 V 19 τὸ ἄνω om. GIT Zon. 20 ἀντὶ τοῦ] αὑτὸν A. 2406 extra ord. 23 τὸν τῶν AI 25 ἐπίδοξοι Men., Port. 27 Ἐπί δοϲιϲ VacM ἀρετὴν F ἀνεμποδίϲτωϲ Bhd. (ad v. K 710))

355
ὡϲ φάναι, ἀτεχνῶϲ. Ἐπίδοϲιν μὲν οἱ Ἀττικοὶ λέγουϲιν, ἡ δὲ [*](Σ) προκοπὴ παρʼ οὐδενὶ τῶν Ἐλλήνων.

2308 Ἐπίδοϲιϲ: αὔξηϲιϲ, προϲθήκη. Πιϲίδηϲ· πρὸϲ τὰϲ ἐπιδόϲειϲ [*](Σ) τῶν ξιφῶν καὶ τῶν λίθων.

2309 Ἐπίδρομον: ἐπιδρομὴν παρέχον, εὐάλωτον.

2310 Ἐπιδουπῆϲαι: ἐπικτυπῆϲαι. καὶ Ἐρίγδουποϲ, ὁ μέγαλόηχοϲ. [*](Δ) Μένανδροϲ· οἱ δὲ Ἄβαροι κατὰ τὴν τοῦ πολέμου κίνηϲιν [*](Ε) ἐβούλοντο ἦχον ἐγεῖραι ξυμμιγῆ τε καὶ ἄγριον, ἔτι τε οὖν ξὺν τῷ ἀλαλάγματι ἐπιδουπῆϲαι τοῖϲ τυμπάνοιϲ, ὅπωϲ ἂν ἐϲ τοϲοῦτον αὐτοῖϲ ὁ κτύποϲ ἐξαρθείη, ὡϲ καταπλῆξαί τε καὶ δεδίξεϲθαι τὸ Ῥωμαϊκόν. ταῦτα ἐπεὶ προέγνω ὁ Bῶνοϲ, προαφηγήϲατο τοῖϲ ϲτρατιώταιϲ, ὥϲτε αὐτοὺϲ τῷ ἀθρόῳ μὴ καταπλαγῆναι, ἀλλὰ προανατυποῦνταϲ ὅπερ ἔμελλε ἔϲεϲθαι, ἐθίζεϲθαι τῇ δοκήϲει καὶ τῷ μήπω παρόντι πρὸϲ τὸ ἐϲόμενον· καὶ ὅταν αἴϲθοιντο τὸν πάταγον τῶν τυμπάνων, ἀντιπαταγεῖν καὶ αὐτοὺϲ ταῖϲ ἀϲπίϲι καὶ ἐπαλαλάζειν τὸ ἐνυάλιον καὶ παίωνίζεῖ καὶ τοῖϲ ὑδροχόοιϲ ἀγγείοιϲ, ξυλίνοιϲ οὖϲιν, ἐπικτυπεῖν.

2311 Ἐπιέναι: ἐπελθεῖν.

[*](Σ)

2312 Ἐπιεικέϲ: πρέπον, καθῆκον, προϲῆκον.

[*](Σ)

2313 Ἐπιεικεϲτάτη: παρὰ Ἡροδότῳ μετρία, εὐγνώμων, καλῶϲ [*](Hdt.) ἔχουϲα.

2314 Ἐπιεικήϲ.

[*](Δ)

2315 Ἐπιεικῶϲ: τὸ ἐπίρρημα τοῦτο ϲημαίνει τὸ πάνυ. ϲημαίνει καὶ [*](Σ) παραδόξωϲ, καὶ παρʼ ἐλπίδα, καὶ τὸ μετὰ ἐπιεικείαϲ καὶ χρηϲτότητοϲ. ϲημαίνει καὶ τὸ μετρίωϲ, ἤτοι ϲυμμέτρωϲ, καὶ τὸ ἱκανῶϲ. Προκόπιοϲ· Λαζοί δὲ ἐπιεικῶϲ ἤχθοντο. δεῖϲθαι χρημάτων οὐ πολλῶν [*](Ε) εἰϲ τὴν ὁδόν, ζήϲεϲθαι γὰρ ἐπιεικῶϲ. καὶ αὖθιϲ· ταῦτα παρʼ ἐλπίδα [*](E) τοῦ βαϲιλέωϲ εἰϲ τὸ αὔθαδέϲ τε καὶ ὑπέρογκον φέροντα ἢ καθότι [*](Ε) εἰκάζετο, ἐπιεικῶϲ γεγράφθαι ἔδοξεν. καὶ αὖθιϲ· τοιγαροῦν κομιδῆ [*](Ε) ἐπιεικῶϲ ἀνατίθηϲι τῷ ἐπὶ πάντων θεῷ τάϲ ἡνίαϲ τῆϲ ἀποδράϲεωϲ.

[*](2307 Ἐπίδοϲιν sq. cf. Phryn. Ecl. 85, Thom. 290, 2 2308 — προϲθήκη ═ Σa cf. Ba 229, 10, H, An. Ox 2, 479, 18 πρὸϲ sq. Pisid. fr. 95 2309 ═ Ba 229, 11 cf. sch. Z 434 2310 Ἐγίγδουποϲ, ὁ μεγαλόηχοϲ ═ Ps. Herodian. 36 cf. H v. ἐριγδούποιϲι, Ambr. 1801 οἱ sq. Men. Prot. fr. 31, FHG 4, 236 2311 ═ Ba 229, 12, H cf. sch. 238 2312 ═ Σa, H; — πρέπον ═ Ba 229, 13 sch. Α 547, Et. M. 359, 39, Et. Gen. cf. Ap. S. 73, 4, Ambr. 1369; προϲῆκον ═ Ap. S. 7 cf. Ambr. 1369 2315 — ἱκανῶϲ ═ Et. Gen., Et M. 359, 35; Ba 229, 14 (praeter καὶ τὸ ἱκανῶϲ) cf. Phot. Herm. 26, 254, sch. Pl. Rep. 431 e, Charm. 153 c, sch. Luc 93, 27; 250, 27, Erotian. 40, 1 Λαζοί —ἤχθοντο Proc. Bell. 2, 28, 25 δεῖϲθαι—vs. 26 ἐπιεικῶϲ Ios. Ant. 12, 198 τοιγαροῦν sq. Th. Simoc. 4, 10, 2 (falso Dam. fr. 179))[*](2310 cf. 2285 et 2980. Men. cf. v. Δ 150 2311 Z 845)[*](7 Ἄβαγιοι] βάρβαγροι V 8 ἐβάλοντο GVM ἐμβάλοντο l 14. 15 ἀντί- A(GITFVM) παγεῖν FV 16 (κτυπεῖν V 2313 non nov. gl. A 25 Λαζοί] κολάζοι A 26 εἰϲ τὴν] οὐ τὴν αὐτὴν V 28 κομιδή] λίαν ss. V)
356
[*](Δ)

2316 Ἐπίηρα: ἡ μετ’ ἐπικουρίαϲ χάριϲ. οἱ δὲ νεώτεροι ἀντὶ [*](Hom.) τοῦ ἕνεκα φαϲίν.

2317 Ἐπιΐδμονα: ἔμπειρον.