Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Σ)

2158 Ἐπήγγελλεν: ἀντὶ τοῦ προϲέταϲϲεν. ὁ δὲ Μίνωϲ πανίαχόϲε [*](Ε) ἔπλει καὶ πολλοῖϲ ξενίαν ἐπήγγελλεν. ἀντὶ τοῦ ἐνετέλλετο. [*](Ε) εἰθιϲμένον ὄν γράμματα οἰκεῖα τοῖϲ βιβλίοιϲ ἐντιθέναι, ὅϲα ἂν ἐπαγγέλλοντοϲ [*](2443 γέλγιθεϲ sq. Anth. 6, 232, 5—6 2144 ═ Et. Gen., Et. M. 356, 28 Bk. 253, 19 2145 — ἠδικηκόϲι Ar. Pl. 804—5 c. sch. Μυκονίων sq. fr. com. ad. 439 2146 cf. Ambr. 1688 (aliter 1589) 2147 ═ Ba 227, 11 2148 — ἐπειϲελθών ═ Ba 227, 12 cf. Ambr. 1663 et 1714. Ἐπειϲφρήϲω sq. ═ Ba 227,13 cf. H 2149 cf. Ambr. 1698 2150 ταῦτα sch. Α 35, H, Et. M. 356, 22; | 169 2151 Proc. Bell. 1, 18, 11 2152 ═ Ba 227, 14 2153 cf. Abr. 1644 ═ H; l. ═ Ambr. 1767 2154 — ἐπιτυχήϲ Ba. 228, 16, Et. Gen., Et M. 357,18 cf. sch. β 319 (═ Et ), H, Bk 252, 21 2155 ═ Ambr. 1394 2458 — προϲέταϲϲεν cf. Bk. 258, 26 ═ Et. M. 353, 46 ὁ— ἐπήγγελλεν fort. Nic Dam. εἰθιϲμένον— p. 345, 1 γένοιτο Proc. h. a. 6, 12) [*](2145 Ar. Z 833. extr. c. v. Μυκώνιοϲ 2146 Z 833 2447 Z 799 2148 Z 833 2150 Z 854 2154 Z 790 2150 Z 843 2158 cf. 1915. Z 833) [*](A (GIFVM))[*]( 1 ἄνθουϲ A γέλγιθε A κʼ ὄχναι GI 2 ἐπιϲόδεια A 5 et 7 Ἐπειϲπέπηκεν A 6 Πλοῦτον A 13 καὶ A: om. rell. 2158 non nov. gl. AM 28 ἀντὶ— 29 ἐπήγγελλεν om A Μίνωϲ] γήνωϲ V 28. 29 πανταχόθεν V 30 εἰθιϲμέν ὅν A ὂν] οῦν V)

345
γέλλοντοϲ αὐτοῦ γένοιτο. καὶ αὖθιϲ· οὐκ ἔχειν ὀνομάϲαι ὁπότε οἱ [*](Ε) ἐπήγγειλαν ϲτρατιὰν Ἀραβίοιϲ ἐϲ τὸ παραϲχεῖν ἄκονταϲ. ἀντὶ τοῦ ὥριϲαν.

2159 Ἐπήγετο: ἐπεφέρετο.

[*](Σ)

2160 Ἐπήγγειλα· ἔλυϲα τὴν ἐκκληϲίαν καὶ εἰϲ τετάρτην ἥκειν ἐπήγγειλα. ἀντὶ τοῦ παρήγγειλα.

2161 Ἐπηγκενίϲ: ἡ μακρὰ ϲανίϲ.

2162 Ἐπηγκυλημένα ξύλα: τὰ κεκαμμένα εἰϲ θεοειδῆ ϲχήματα, εἰϲ χρῆϲιν ὅπλων.

2163 Ἐπήεϲαν: παρήρχοντο.

[*](Σ)

2164 Ἐπηετανόϲ: ὁ αὐτάρκηϲ.

[*](Δ)

2165 Ἐπήει μοι: ἐπήρχετο.

[*](Δ)

2166 Ἐπηθρηκυῖα: ἰδοῦϲα.

[*](Δ)

2167 ξπήϊξαϲ: ἐφώρμηϲαϲ.

[*](Δ)

2168 Ἐπηκόοιϲ· ἐλοιδοροῦντο τοῖϲ ἐπηκόοιϲ καὶ πολὺ πλέον ἐκθύμωϲ [*](Ε) ἐμάχοντο. ἀντὶ τοῦ πάντων ἀκουόντων, φανερῶϲ.

2169 Ἐπηγορία. ἀλλ’ εἰ μέν τιϲ ἐκ τούτων κακόν τι ἐδεδράκει [*](Δ) ἢ ἐπεπόνθει, ἐπηγορίαν εἶχεν.

2170 Ἐπῆκτο: ἐπηκολούθει.

2171 Ἐπηλυγάζονται: ἐπιϲκιάζονται, ἐπικρύπτονται. καὶ Ἐπηλυγάζω, [*](Σ) ὀλίγον φαίνω, ϲκοτάζω. καὶ Ἐπηλυγάζοντεϲ, [*](Δ + E) καλύπτοντεϲ, ϲκεπάζοντεϲ. οἱ δ’ οὖν περὶ πλείϲτου τιθέμενοι τὰ τοῦ Φοίνικοϲ, καλλύνοντεϲ ἄρα τὸ κακὸν αὐτοῦ καὶ ἐπηλυγάζοντεϲ, ἄλλωϲ φαϲὶ τοῦτο γενέϲθαι. καὶ αὖθιϲ· ὁ μὲν οὖν Φερεκύδηϲ ἐπηλυγαϲάμεοϲ θοιμάτιον, χρῷ δῆλον, ἔφη, καὶ δακτύλῳ τὴν νόϲον ἐδείκνυε. παϲχητιῶν δὲ μειράκιον ταῖϲ θριξὶ ϲημαινόμεθα.

2172 Ἐπηλυγαϲάμενοϲ: ϲκεπάϲαϲ, καλύψαϲ. ἠλύγη γὰρ ἡ ϲκιά.

[*](Δ + Σ)

2173 Ἐπηλιϲ: εὕρηται παρὰ Ποϲειδίππῳ καὶ ἀντήλιοϲ καὶ ἀπηλιώτηϲ ἐν τῷ [*](Suid.) η καὶ ψιλῶϲ.

[*](2159 ═ Σa, H, Ba 228, 15 cf. Ambr. 1670 2160 ἔλυϲα —ἐπήγγειλα Synes. Ep. 67, 209a 2161 ═ Et. M. 357, 4 ex Orion. 53,9 cf. Ambr.1443, sch. ε 258, H 2163 ═ Ba 228, 17 cf. H, sch. τ 445 2164 ═ Ambr. 1366 cf. sch. θ 233 2165 cf. H, Ambr. 1711 2167 cf. Ambr. 1623 2169 l. cf. Ambr. 1500 2170 cf. Ambr. 1675 2171 ἐπικρύπτονται ═ Lex. rhet. ap. Et. M, 356, 52 et Et Gen., Tim. cf PH, sch. Thuc. 6, 36, 1, sch. Lac. 25, 5, sch. Pl. Lys 207b, P v. ἠλύγη, Bk. 243, 8, Moer. 197, 12. ϲκοτάζω cf. Bk. 243, 8 ϲκεπάζοντεϲ cf. Ambr. 1569 οἱ—γενέϲθαι Aelian. fr. 246 ὁ sq. Synes. Calv PG 66, 1204b 2172 — ϲκεπάϲαϲ cf. Ambr. 1569. ἠλύγη sq. ═ P s. v. cf. Et. Ge., Et M 357, 1 Erotian. 41,11; 87, 12, Eust l. 809, 44; Tim. ═ sch. Pl. Lys. 207b)[*](2159 Z 833 2160 Z 834 2162 Z 834 2464 Z 788 2165—6 Z 834 2173 ex v. Α 3155 cf. v. A 2646)[*](1 αὐτοῖϲ V οἱ ed pr.; ἢ omnes, del Hermann 2 ϲτρατείαν l Bhd. A(GITFVM) Ἀραβίουϲ coni. Bhd. πάϲχειν A 7 Ἐπηνεγκίϲ V μικρὰ V 8 κεκαυ- μένα AV, v. l Zon θεοειδῆ] ϲιγμοειδὴ Hermann 10 ἐπήρχοντο V cf. vs 12 2169 om. A, extra ord 17 ἀλλ’—18 εἰχεν om. T 2170 om. A 24. 25 ἐπί- λυγαϲάμενοϲ A 2173 om. F V mg. A 28 Πηϲειδίππῳ GITM)
346
[*](Σ)

2174 Ἐπηλυν: ξένον, ἔποικον. διακρίνων τὸν ἔπηλυν λεὼν ἀπὸ [*](Ε) τῶν ἐπιχωρίων.

[*](Δ)

2175 Ἐπηλυϲ: ὁ ξένοϲ.

[*](Anth. + Δ)

2176 Ἐπήλυϲιν· μὴ πτερύγων τρομέοι τιϲ ἐπήλυϲιν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. ἀντὶ τοῦ ἄφιξιν, ἐπέλευϲιν, ἔκπεμψιν.

[*](Call.)

2177 Ἐπήλυϲιϲ: ἐπιδρομή. ἐπήλυϲιν ὄφρ᾿ ἀλέοιτο φώριον. τουτέϲτι λῃϲτρικήν.