Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1879 Ἐῴη: ϲυγχωροίη.
[*](Δ)1880 Ἐωθεν: πρωίθεν.
[*](Δ)1881 Ἐωθινόϲ.
[*](Δ)1882 Ἐωθώϲ: χωρὶϲ τοῦ 1 Ἄρχιπποϲ, καὶ Ἀραρὼϲ ἔωθαϲ, καὶ [*](Σ) Θουκυδίδηϲ ἐώθεϲαν.
1883 Ἐῴκει: ὅμοια ἦν.
[*](1868 — ϲύνεγγυϲ ═ Ba 225, 15, sch. Pl. Menex. 235c cf. Et. M. 349, 10, H γεγονὼϲ sq. Dam. fr. 62 1869 Alex. Aphr. 344, 23—345, 5 1870 οἱ —κεφαλήν Ath. 1, 34b cf. 10, 44 7b. φέρεϲθαι cf. Ath. 1, 34b 1871 ═ Ambr.1247 1872 ═ Σa cf. H; l. ═ Ba 225, 13 1873 ═ Ba 225, 14, H 1874 cf. L, Ambr. 1329 30 An. Ox. 1, 136, 28, Et. M. 351, 27. ἤλπιζον cf. H, sch. 186. εἰργαϲάμην cf. H, sch. 57, Ap. S. 70,16 1875 ═ Ambr. 1325, Ps. Herodian. 25, sch. Α 533 cf. H 1876 ═ Synt. Gud., An. Ox. 4, 202, 16 cf. Synt. Laur. 1877 cf. Paroem. ed. Gsf. 38, n. 362 1878 ═ L cf. Ambr. 1327 1879 ═ Ambr. 2813 1880 ═ Ambr. 2823 1881 ═ L cf. Ps. Herodian. 26, Ambr. 2803 1882 ═ P; Archipp. fr. 48 (l 689 K.), Arar. fr. 19 (lI 219 K.), Thuc. 8, 69, 2; 97, 1 1883 ═ P, Ba 246, 1 cf. sch. B 58 ═ H)[*](1868 Z 765. extra cf. v. Θ 209 1870 Z 784 1873 Z 784 1874 — 5 Z 786 1877 Z 786 1879 Z 946)[*](9 αὕτη om. GITM 11 πεπτωκότεϲ AV 20 ἀποτιθεμένων — 21 πολλὰ A(GITFVMR) om. A 21 τοῦ] τῶν B 1879 om. F)1884 Ἕωλα: τὰ χθεϲινά. καὶ Ἔωλον ὁμοίωϲ, τὸ ψυχρόν, [*](Σ + Ecl.) μάταιον, ἀνωφελέϲ, ἀνίϲχυρον· τὸ εἰϲ τὴν ἕω λειπόμενον. ἑώλων [*](x + Ecl.) καὶ κρεῶν πλήρηϲι. χθιζῶν, τὸ εἰϲ τὴν ἕω λειπόμενον. ἐπὶ ὄψων. ἔκειτο πήρα ἄρτων.
1885 Ἑωλοκραϲία: τὸ χθιζὸν βρῶμα κυρίωϲ. ἔθοϲ ἦν τοῖϲ νέοιϲ δειπνοῦϲι καὶ νυκτερεύουϲι καταϲχεῖν τῶν κοιμωμένων τῶν ἑώλων δείπνω τοὺϲ ζωμούϲ, πρὸϲ τοιαύτην παιδιὰν κεκραμένουϲ. ἐγὼ δὲ μᾶλλον νομίζω πεποιῆϲθαι τὸ ὄνομα ὑπὸ τοῦ ῥήτοροϲ ἀπὸ τῶν ἑώλων, ἅ ἐϲτιν ἀρχαῖα· ὅτι πράγματα ἀρχαῖα ϲυγκεράϲαϲ κατηγορεῖ ὁ Αἰϲχίνηϲ.
1886 Ἑωλοκραϲία: ἡ ματαία πόϲιϲ. Δημοϲθένηϲ· αἴτιοϲ δ᾿ [*](Harp.) οὗτοϲ ἑωλοκραϲίαν τινά μου τῆϲ πονηρίαϲ αὐτοῦ κατεϲκεδάϲαϲ.
1887 Ἑωλονεκρόϲ: ὁ πρὸ πολλοῦ τεθνηκώϲ.
1888 Ἐώλπειν: ὑπερϲυντέλικοϲ.
1889 Ἐωνημένοι: ἀγοράϲαντεϲ, ἢ ἠγοραϲμένοι. Ἀριϲτοφάνηϲ· [*](Ar.) τοῦ ϲώματοϲ γὰρ οὐκ ἐᾷ τὸν κύριον κρατεῖν ὁ δοαίμων, ἀλλὰ τὸν ἐωνημένον. ἀντὶ τοῦ ὠνηϲάμενον· ἀπὸ τοῦ ὠνοῦμαι. λέγεται γὰρ καὶ ἡ ἐφεξῆϲ τοῦ ῥήματοϲ κλίϲιϲ. τοῦ δὲ ὀνόματοϲ τὸ πληθυντικὸν οὐκ ἔϲτιν ὠνηϲάμενοι. διὸ μεταβαλόντεϲ οἱ Ἀττικοὶ πριάμενοι λέγουϲιν ἑτέρᾳ φωνῇ.
1890 Ἐῳνοχόει: ἐκίρνα.
1891 Ἑψων: ἐκ τῶν ἀνατολῶν.
1892 Ἔῳξαϲ: ἀνέῳξαϲ.
1893 Ἑῷοϲ: ὁ ἀνατολικόϲ. καὶ Ἑῷοι, ὀρθρινοί, ἢ ἀνατολικοί.
1894 Ἑώρα: ὕψωϲιϲ, ἢ μετάρϲιοϲ.
1895 Ἐώργειν: ὑπερϲυντέλικοϲ.
1896 Ἐωρηθήτω: κρεμαϲθήτω.
[*](1884 — χθεϲινά ═ Lex. Patm. 16 cf. sch. Luc. 30, 1; 49, 22; 164, 14; Et. M. 352, 16, 29, Ambr. 2801, 2810, Ps. Herodian. 26 Ἔωλον—ἀνίϲχυρον ═ P. Ba 246, 3, Et. M. 352, 33 cf. sch. Lac 96, 14, Ambr. 2801, 2810, Ps. Herodian. 26, PH τὸ—λειπόμενον (bis) cf. An. Ox 2, 442, 1 ἑώλων — πλήρηϲι + ἔκειτο sq. Babr. 86, 2 —3 1885 — κυρίωϲ ═ P, Ba 246, 2, Et. Gen. ἔθοϲ sq. ═ P, Et. Gen., Et. M. 352, 23 cf. sch. Dem. a 18, 50, Lex. Patm. 141, Bk. 258, 12; ῥήτοροϲ Dem. 18, 50 1886 l. ═ L cf. Ambr. 2809. Δημοϲθένηϲ (18, 50) sq. Harp. ═ P 1887 aliter Ambr. 2802 1888 l. cf. L 1889 — ἠγοραϲμένοι ═ P, Ba 246, 5 cf. L, H vs. 16 τοῦ sq. Ar. Pl. 6 —7 c. sch. 1800 ═ Ambr. 2821 sch. Δ 3 1892 cf. L 1893 ἀνατολικόϲ cf. L, Ambr. 2804, Gl. Dionys. PG 4, 25. ὀρθρινοί cf. H 1894 ═ P, Σᵃ, B. 246, 6 cf. sch. Soph. OT 1264 1896 ═ P, Ba 246, 7, H)[*](1884 Z 946. Babr. cf. v ῥωγαλέον 1885 Z 945, scl. Dem. Bav. 18, 50 1886 Z 945 1888 Z 946 1800 Z 947 1898 Z 945 1894 cf. ν Αl 261 1896 cf 2192)[*](A(GITFVM))[*]( 1884 post 1886 A 3 καὶ om. GI πλήροιϲι V πλήρηϲ Babr. 6 καταχεῖν T Phot Et. 7 κεκραμένουϲ GIT Phot. Et. Gen. κεκραμένουϲ rell 19 μεταβάλλοντεϲ GF 21 Ἐπνοχόοι GIM 1891 om. A F V 22 ἀνατολικῶν T 1893 om. T post 1907 A 24 ὁ ἀνατολικόϲ] ἡ πρὸ τολικόϲ A 25 μέταρϲιϲ Ba sch. Sopl.)1897 Ἐώρημα· Βελλεροφόντηϲ διὰ τοῦ Πηγάϲου τοῦ πτερωτοῦ [*](Ar.) ἐπεθύμηϲεν εἰϲ τὸν οὐρανὸν ἀνελθεῖν. καί φηϲιν Εὐριπίδηϲ· ἄγʼ ὦ φίλον μοι Πηγάϲου ταχύπτερον. μετέωροϲ δὲ αἴρεται ἐπὶ μηχανῆϲ. τοῦτο δὲ καλεῖται ἐώρημα. ἐν αὐτῇ δὲ κατῆγον τοὺϲ θεούϲ καὶ τοὺϲ ἐν ἀέρι πολοῦνταϲ.
1898 Ἐώρα: ἡ κρεμάθρα. καὶ Ἐωρῶ, τὸ κρεμῶ