Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

185

354 Αἰϲχγρίων, Μιτυληναῖοϲ, ἐποποιόϲ, ὃϲ ϲυνεξεδήμει Ἀλεξάνδρῳ [*](Hesy.) τῷ Φιλίππου. ἦν δὲ Ἀριϲτοτέλουϲ γνώριμοϲ καὶ ἐρώμενοϲ, ὡϲ Νίκανδροϲ ὁ Ἀλεξανδρεὺϲ ἐν τῷ περὶ τῶν Ἀριϲτοτέλουϲ μαθητῶν.

355 Αἰϲχροκερδήϲ· καὶ θηλυκὸν Αἰϲχροκέρδεια.

[*](Δ)

356 Αἰϲχρόν· Σοφοκλῆϲ· αἰϲχρὸν γάρ ἐϲτι τοῦ μακροῦ χρήζειν βίου [*](soph.) κακοῖϲι ὅϲτιϲ μηδὲν ἐξαλλάϲϲεται. τουτέϲτιν ὅϲτιϲ ἀεὶ ἐν κακοῖϲ ἐξετάζεται. αἰϲχροῦ εἴδη δ΄ ἄδικον, δειλόν, ἄκοϲμον, ἄμορφον. Αἰϲχύλοϲ, Ἀθηναῖοϲ, τραγικόϲ, υἱὸϲ μὲν Εὐφορίωνοϲ, ἀδελφὸϲ [*](Hesy.) δὲ Ἀμενίου, Εὐφορίωνοϲ καὶ Κυναιγείρου, τῶν εἰϲ Μαραθῶνα ἀριϲτευϲάντων ἅμα αὐτῷ. ἔϲχε δὲ καὶ υἱοὺϲ τραγικοὺϲ δύο, Εὐφορίωνα καὶ Εὐαίωνα. ἠγωνίζετο δὲ αὐτὸϲ ἐν τῇ θʼ Ὀλυμπιάδι ἐτῶν ὢν κε΄. οὗτοϲ πρῶτοϲ εὗρε προϲωπεῖα δεινὰ χρώμαϲι κεχριϲμένα ἔχειν τοὺϲ τραγικοὺϲ καὶ ταῖϲ ἀρβύλαιϲ τοῖϲ καλουμένοιϲ ἐμβάταιϲ κεχρῆϲθαι. ἔγραψε δὲ καὶ ἐλεγεῖα καὶ τραγῳδίαϲ ϥ΄· νίκαϲ δὲ εἷλεν η΄ καὶ κ΄, οἱ δὲ τριϲκαίδεκά φαϲι. φυγὼν δὲ εἰϲ Σικελίαν διὰ τὸ πεϲεῖν τὰ ἰκρία ἐπιδεικνυμένου αὐτοῦ, χελώνηϲ ἐπιρριφείϲηϲ αὐτῷ ὑπὸ ἀετοῦ φέροτοϲ κατὰ τῆϲ κεφαλῆϲ, ἀπώλετο ἐτῶν νη΄ γενόμενοϲ.

358 Αἰϲχύνει: αἰκίζεται, λυμαίνεται, αἶϲχοϲ περιτίθηϲιν.

[*](Σ)

359 Αἰϲχύνη πόλεωϲ πολίτου ἁμαρτία.

[*](Σ)

360 Αἰϲχύνομαι· αἰτιατικῇ. καὶ Αἰϲχῦναι.

[*](Synt.)

361 Αἰϲχύνομαι ταῖϲ προτέραιϲ ἁμαρτίαιϲ.

[*](Ar.)

362 Αἰϲχυνόμενοϲ περιπλέκει τὴν ϲυμφοράν: ἐν ϲυνουϲίᾳ.

[*](Σ)

363 Αἴτημα: ἡ ἐπιθυμία. Δαβίδ· καὶ ἔδωκεν αὐτοῖϲ τὸ αἴτημα [*](Thdr.) αὐτῶν.

364 Αἰτήϲαϲθαι: τὸ χρήϲαϲθαι. Μένανδροϲ Τίτθη· ἤν ἄν τιϲ ὑμῶν [*](Σ) παιδίον ᾐτήϲατο ἢ κέχρηκεν, ἄνδρεϲ γλυκύτατοι. καὶ ἐν Ὕμνιδι· οὐ πῦρ γὰρ αἰτῶν οὐδὲ λοπάδα αἰτούμενοϲ.

365 Αἴτηϲιϲ· παρὰ Ἀριϲτοτέλει αἴτηϲίϲ ἐϲτι τοῦ ἐναντίου ἡ ἐν [*](Phil.) λόγοιϲ παραγωγή, τὸ λαμβάνειν τι παρὰ τοῦ ἀποκρινομένου καὶ μετὰ [*](355 ═ Amhr. 357 et 389 356 ἐξετάζεται Soph. Ai. 473—4 c. sch. 357 cf Westermann Biogr. p. 117 sqq. ═ Aeschyl. ed. Wilam. p. 3 sq. 358 ═ P, Ba. 48, 25, H 359 πόλεωϲ cf. Aeschin. 3, 241 361 Ar. Eq. 1355 362 ═ P, Ba 47, 20, Phryn. 2, 9 363 Thdr. in Ps. 105,15, PG 80, 1725b 364 ═ P cf. Ba 48, 26; Men. com. fr 461 et 476 365 Alex. Aphr. 579,10—13) [*](354 Z 73 357 hinc v χελώνη μυιῶν extr. 358 Z 95 3505 Z 82, 3 361 Z 95 363 Z 88 364 cf. 377. Z 95 365 Z 85) [*](2.3 Μένανδροϲ G 356 non nov. gl. M 7 ἐξατάζεται VM αἰϲχροῦ] A(GTFVM) nov. gl. GT δ΄ δην A 8 τραγικόϲ om. V ἀδελφὸϲ — 9 Εὐφορίωνοϲ ex AGV 9 Ἀμενίου Ἀμεινίοιυ Κust. vita Westermann p. 117, 3 10 ἔϲχε —11 κε΄ om. V sed cf. ad vs. 17 11 Εὐαίωνα A: Εὐβίωνα GM Εὀθίωνα T Βίωνα pr. θ’] ξο’ Casaub. ο coll. v. Πρατίναϲ Meursius 12 χρώμαϲι om VM καὶ χ. Kust. 13 τραγικοὺϲ] τραγῳδοὺϲ Bhd., ὑποκριτὰϲ add. Daub χρῆϲθαι Bhd 1414 δέ pr— καὶ sec. om. V καὶ pr. om M 15 οἱ —φαϲι om. V M 16 αὐτοῦ] αὐτὴν M 17 νη΄ ] ξη΄ Hermann γενόμενοϲ] ἦν δὲ κε ἐτῶν ὅτε ἡνίζε τοὺϲ ἐνίκηϲε νίκαϲ κη΄ add V cf ad vs. 10 19 Αἰϲχύνει A πολιτείαϲ V 360 om GTFV post 362 A 361—2 om. T 362 nom nov gl. V 25 Μένανδροϲ Meurs. Phot. Ba; ἀνδρὸϲ omnes, Zon. cf. an 26 ἤν ἄν] ἤ ἄν Phot. ἠδη CF Hermann 26 καὶ ἐν]ἐν VM Μένανδροϲ Bas. cf. ad 25)

186
ταῦτα πειρᾶϲθαι τὸ ἀντικείμενον αὐτῷ παρ αὐτοῦ λαμβάνειν καὶ διὰ τούτου τοῦ τρόπου δεῖξαι τὴν ἐναντιολογίαν τῶν ἀποκρίϲεων.

[*](Δ)

366 Αἰτήϲιοϲ: ὁ αἰτῶν.

[*](EL)

367 Αἰτηταί: οἱ παρά τινοϲ τὶ αἰτοῦντεϲ. οἱ δὲ Ῥόδιοι τῷ Περϲεῖ οὐκ αἰτηταὶ τῆϲ εἰρήνηϲ μᾶλλον ἢ δόται ὄντεϲ ὑπερήφανα τοῖϲ Ῥωμαίοιϲ διελέχθηϲαν.

[*](Δ)

368 Αἰτία καὶ Πανταιτία.

[*](Δ)

369 Αἰτίζων: ποιητικῶϲ. αἰτίζων ἀκόλουϲ, οὐκ ἄοραϲ, οὐδὲ λέβηταϲ.

[*](Phil.)

370 Αἴτιον· ὅτι τετραχῶϲ τὰ αἴτια· ὡϲ ὕλη, ὡϲ εἶδοϲ, ὡϲ τέλοϲ, ὡϲ ποιητικόν. καὶ τῶν αἰτίων τὰ μὲν προκαταρκτικά, τὰ δὲ ϲυνεργὰ ἢ ϲυναίτια, τὰ δὲ τελικά.

[*](Phil.)

371 Αἰτιῶδεϲ ψεῦδοϲ: ἤτοι ὃ ἀπὸ ψεύδουϲ ἄρχεται ἢ μὴ εἰϲ ἀκόλοθον λήγει ἢ ἔχει τῷ λήγοντι τὸ ἀρχόμενον ἀκόλουθον. οἷον διότι νύξ ἐϲτι, Δίων περιπατεῖ ϲύνταξιϲ· οἱ δὲ πεφευγότεϲ ἦϲαν ἀπὸ τῆϲ Μυϲίαϲ αἰτίαιϲ τοιαῖϲδε.

[*](Δ)

372 Αἰ τιῶμαι. δοτικῇ. ἔϲτιν δὲ καὶ αἰτιατικῇ· εἰ μὴ καὶ τὸν ἰατρὸν [*](Synt.) αἰτιῷτό τιϲ. τί ἡμῖν σίτιᾷ ὡϲ αἰτίοιϲ.

[*](Soph.)

373 Αἰτναία πῶλοϲ: ἡ μεγάλη. Αἰτναίαϲ ἐπὶ πώλου βεβῶϲαν.

[*](Σ)

374 Αἰτναῖον πῦρ: τὸ Σικελικὸν πῦρ, ἐκ τοῦ ὄρουϲ τοῦ λεγομένου Αἴτνη. καὶ αἰτνίζοντοϲ.