Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Δ)

143 Αἰθωνίδηϲ: ὄνομα κύριον.

144 Αἴθρανοϲ: τὸ γυναικεῖον ὑποπόδιον, ἐν ῷ ὡϲ διʼ ὀπῆϲ αὐτῶν θερμαίνονται τοῖϲ κάρβωϲιν.

[*](Σ)

145 Αἴθρει: χειμάζει.

[*](Δ)

146 Αἴθρη: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

147 Αἰθρηγενέτηϲ.

[*](Σ)

148 Αἰθρία: ἔξω ὑπὸ τὸν ἀέρα. λέγεται δὲ καὶ ὕπαιθρον. καὶ [*](Δ) ἡ εὐδία. Ξενορῶν· οἱ δὲ τὰϲ οἰκίαϲ ἐμπρήϲαντεϲ δίκην ἔδοϲαν [*](Ε) ὑπὸ τῆϲ αἰθρίαϲ κακῶϲ ϲκηνοῦντεϲ.

[*](Σ)

149 Αἴθρια ϲτέφη: τὰ ἐξ Ὑπερβορέων κομιζόμενα, ὡϲ ἀεὶ ἐν ὑπαίθρῳ τιθέμενα.

[*](Δ)

150 Αἰθριαίνηϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

151 Αἴθριξ: ὄνομα κύριον.

[*](134 ═ Ambr. 145, Philop. diff. 135 ═ Ambr. 147 cf. Philop diff, H 136 ═ P, Ba 43, 15, Σe 137 Call. (fr. 65 Κ., 43 S.) c. sch. 138 ═ Amhr.173 cf. Heliodor ap. Ap S. 13, 31, sch Α 462, H 139 ═ Ambr. 176 cf. sch. 243, H 140═ Ambr. 195, Ps Herodian. 28, Et. M 33, 19 141 ═ Ambr.185 142— λιμόϲ cf. Et. M. 33, 18 in Call. h. 6, 68 143 cf Ambr. 158 145 ═ Ba 47,11, H 147 cf. Ambr. 146, Ps. Herodian. 28, Et. M. 33,38 sch. ε 296 148 ἡ εὐδία ═ Ambr. 189, H, P, Ba 43, 28, Σe οἱ sq. Xen. An. 4, 4, 14 149 ═ Ba 44, 5 cf. P, H 150 Ambr. 161 151 ═ Ambr.162)[*](134—5 Z 68 136 —7 Z 97 138 cf, 129 140 cf. 119 et 131 141 Z 79 142 Z 68 144 cf v Α 2160 Eust 0. 1571, 25 145 Z 91 146 Z 70 147 Z 68 cf. 71 148 cf. v ὑπαίθριον. Z 79 149 hinc v. ϲτέφοϲ 150—1 Z 68)[*](A(GITFVM))[*]( 2 φευκτάν T Bhd. 5 ὄφειλε V 8 ὄφελοϲ F 9 βλέπουϲαι A 18"ἐλίμωττον αἰεί V 144 om. FV mg. A post 147 GT post 138 M 21 κώβωϲιν Iec M 29 ὑπαίθρῳ] ὑπερβορέῳ V)
167

152 Αἴθριον· καὶ Αἴθριοϲ, ὁ ὑπὸ τὸν ἀέρα.

[*](Δ)

153 Αἴθριπποϲ: ὁ ταχύϲ.

[*](Δ)

154 Αἷθρον: τὸ καῦμα.

[*](Δ)

155 Αἴθυια: ἡ ἴγδη. καὶ ἡ θαλαττία ὄρνιϲ. αἰθυίηϲ ὑπὸ πτερύγεϲϲιν [*](Δ) ἔλυϲαν πείϲματα νηόϲ. αἱ γὰρ αἴθυιαι ὅταν δύνωϲι, κάκιϲτοϲ [*](call.) οἰωνὸϲ ὑπάρχει τοῖϲ πλέουϲι. τὴν δὲ αἰτίαν λέγουϲιν, ὅτι γαλήνηϲ οὔϲηϲ οὐ τολμᾶ προϊέναι φοβουμένη τὰ θαλάϲϲια ζῷα, χειμῶνα δὲ προορωμένη προέρχεται, τῶν ἄλλων ζῴων ἐν ταῖϲ καταδύϲεϲιν ὄντων.

156 Αἴθυγμα: ὅρμημα. ὁ δὲ βαϲιλείαν ὠνειροπόλει καὶ αἴθυγμα [*](Δ) ἀμηγέπη καὶ φανταϲίαν τινὰ ἀπετέλει μοναρχίαϲ. ταύτῃ τοι καὶ Ε ἐκποδὼν ἐγένετο τῷ ἀνδρὶ ὑπάτῳ γενέϲθαι.

157 Αἴθυγμα: ἐπὶ πυρόϲ.

158 Αἰθύξαϲα: κινήϲαϲα. αὐτόθεν ἐξ εὐνῆϲ ὀλίγον ῥάκοϲ αἰθύξαϲα.

[*](call.)

159 Αἰθύϲϲω: τὸ θερμαίνω, ἐκτείνω. οὐδ’ ὑπὸ μαρμαρυγαῖϲ [*](Δ?) θαλερώπιδοϲ Ἠριγενείηϲ ἄκρα παραιθύϲϲειϲ θαλπομένων πτερύγων. καὶ [*](Anth.) Αἰθύϲϲων, διαλάμπων. εἰϲ Ἀνακρέοντοϲ ἐπίγραμμα· αἰθύϲϲων λιπαρῆϲ ἄνθοϲ ὕπερθε κόμηϲ.

160 Αἰκάλλει: θωπεύει, κινεῖ, προτρέπεται. τὴν βαϲιλέωϲ [*](Ar.) θεραπεύω καὶ ὑπαικάλλων δάφνην. λέγεται καὶ ὑπαικάλλειν, τὴν [*](Ε) Ἀντωνίου θεραπεύων καὶ ὑπαικάλλων ἅμα φάτνην.

[*](Ε)

161 Αἰκάλλει: ϲαίνει. αἰκάλλει τι καρδίαν ἐμήν

[*](Ar.)

162 Αἰκανόϲ: ὄνομα ὄρουϲ.

[*](Δ)