Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

1454 Δωρήκ: ὄνομα κύριον.

1455 Δωρηϲάμενοϲ χρήμαϲι μεγάλοιϲ: ἀντὶ τοῦ δωροδοκήϲαϲ.

1456 Δωρητόν: τὸ ὡϲ δῶρον διδόμενον. ἡ τραγῳδία· ὅϲοϲ παρ᾿ [*](Soph.) ὑμῖν ὁ φθόνοϲ φυλάϲϲεται· οἷον τῆϲδέ γ᾿ ἀρχῆϲ οὕνεχ᾿, ἣν ἐμοὶ πόλιϲ δωρητὸν οὐκ αἰτητὸν εἰϲεχείριϲε, ταύτηϲ Κρέων ὁ πιϲτὸϲ οὑξ ἀρχῆϲ φίλοϲ, λάθρα μ᾿ ὑπελθὼν ἐκβαλεῖν ἱμείρεται.

1457 Δωρητόϲ: ὁ δῶρα λαμβάνων.

1458 Δωριάζειν: παραγυμνοῦϲθαι· Δωρικὸν γάρ ἐϲτι τὸ παραφαίνειν [*](Σ) τὸ ϲῶμα, διὰ τὸ μηδὲ ζώναϲ ἔχειν, τὸ πολὺ δὲ χιτῶναϲ φορεῖ· ἐν δὲ Σπάρτῃ καὶ τὰϲ κόραϲ γυμνὰϲ φαίνεϲθαι.

1459 Δωριεὺϲ καὶ Δωριεῖϲ.

[*](1447 Πελαϲγίᾳ ═ Ba 204, 8; — πόλιϲ ═ Ambr. 1204 vs. 6 αἱ sq. sch. Greg. Cat. Bodl. p. 47 1448 — κύριον ═ Ambr. 1178 1449 οἶκοϲ cf. H et ad 1437. Δωμάτιον sq. ═ Ba 204, 9 cf. H 1450 gl. Rom. 1451 — βαϲιλῆαϲ Paroem. ed. Gsf. 34, n. 330; Hesiod. fr. 272; Pl. Rep. 3, 390e. 1452 δμρεαὶ—vs. 18 πλοῦτον Philostr. vit. soph. 2, 10, 3 vs. 19 δῶρα sq. sch. Ar. Av. 510 1453 Alex. Aphr. 340, 26—7 1456 Soph. OT 382—6 c. sch. 384 1457 ═ L cf. Ambr. 1173 1458 ═ Paus. Att. fr. 140 ap. Eust. l. 975, 37 cf. Orus ap. Et. M. 293, 40 1459 Δωριεύϲ cf. Ps. Herodian 23, Δωριεὶϲ ═ Ambr. 1190)[*](1447 sch. B roc. in Π 233 1448 Z 587 1449 cf. 1437 1450 Z 588 1453 hinc v. A 2027, Z 587 1454 Z 587 1455 Z 590 1456 Z 589. Soph. cf. v χειρίζω 1457 Z 587 1458 Z 590)[*](3 ἔχουϲα A 8 καὶ 5 FV 15 ϲιτίϲειϲ FVM of. Philostr. 18 οὖν] A(GITFVM) ὁ ἦν A 25 ἡμῖν GIFM 26 εἰϲεχείρηϲε AIV)
136
[*](Suid.)

1460 Δωρικόν.

[*](Ar.)

1461 Δώριοϲ: αὔληϲιϲ μουϲική, ὥϲπερ καὶ Λύδιοϲ καὶ Φρύγιοϲ. τὴν δὲ τροφὴν ἐκληρώϲατο μετρίαν τινὰ καὶ ἄθρυπτον, οὔτε κακουργοῦϲαν διὰ πενίαν οὔτε διὰ πλοῦτον βλακεύουϲαν, ἀλλά μέϲην καὶ μουϲική, τὸν Δώριον τρόπον τῆϲ τύχηϲ ἀληθῶϲ ἡρμοϲμένην. καὶ παροιμία· Ἀπὸ Δωρίου ἐπὶ Φρύγιον. οὐ φανοῦμαι ϲτρογγύλων λογάρια, αὐτὰϲ δὲ τὰϲ φάϲειϲ τῶν νοημάτων εἰϲ μέϲον τιθέμενοϲ, μόνον εἰ τῆϲ γλώττηϲ τὸν τόνον ἀπὸ τῆϲ διαλέξεωϲ εἰϲ ἐπιϲτροφὴν μεθαρμόϲαιμι, ἀπὸ Δωρίου φαϲὶν ἐπὶ Φρύγιον.

[*](Δ)

1462 Δώριοϲ: ὄνομα κύριον. καὶ Δώριοϲ οἰκονομία. τήν τε ἀκακία καὶ τὸν αὐχμὸν ὁ Πολέμων ἐνεδέδυτο Ξενοκράτουϲ καὶ τὸ [*](Δ) βάροϲ, οἱονεὶ Δώριοϲ οἰκονομία. καὶ Δώριον μέλοϲ.

[*](Δ)

1463 Δωρίϲ, Δωρίδοϲ, ὦ Δωρί.

[*](Δ)

1464 Δωρίϲκοϲ: διφορεῖται. ὄνομα τόπου.

[*](Ar.)

1465 Δωριϲτί: τουτέϲτι δωροδοκιϲτί. Ἀριϲτοφάνηϲ· τὴν Δωριϲτὶ μόνην ἁρμονίαν ἁρμόττεϲθαι θαμὰ τὴν λύραν, ἄλλην δ᾿ οὐκ ἐθέλειν λαβεῖν.

[*](Suid.)

1466 Δωρίχα: ὄνομα κύριον. καὶ ζήτει ἐν τῷ Ῥοδώπιδοϲ ἀνάθημα.

[*](Harp.)

1467 Δωρογραφή· ὅταν τιϲ αἰτίαν ἔχοι τῶν πολιτευομένων δῶρα λαβεῖν, τὸ ἔγκλημα τὸ κατ᾿ αὐτοῦ διχῆ ἐλέγετο, δωροδοκία τε καὶ δώρων γραφή.

[*](Suid.)

1468 Δωροδοκηθέντα.

[*](Ar.)

1469 Δωροδοκήϲαντα: οὐ μόνον δῶρα διδόναι καὶ ἀναπείθειν, ἀλλὰ καὶ τὸ λαμβάνειν. δωροδοκήϲαντ᾿ ἐκ Μιτυλήνηϲ πλεῖν ἢ μνᾶϲ ἕξ.

[*](Σ)

1470 Δωροδοκήϲαϲ· αἰτιατικῇ. δῶρα λαβών.

[*](Σ)

1471 Δωροδόκοϲ: δῶρα δεχόμενοϲ.

[*](Δ)

1472 Δῶρον: ἡ παλαιϲτή. καὶ Ὅμηροϲ· ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει.

[*](Σ)

1473 Δώρων δόκηϲιν: τὴν δωροδοκίαν. Θουκυδίδηϲ.