Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

582 Βοιωτία. καὶ Bοιώτιοϲ νόμοϲ, ἐπὶ τῶν τὰϲ ἀρχὰϲ μὲν ἠρεμαίωϲ ἐχόντων, αὖθιϲ δὲ ϲφοδρῶϲ ἐπιγινομένων.

[*](Prov.)

583 Boιωτίαὗϲ: ἐπὶ τῶν ἀναιϲθητούντων καὶ ἀπαιδεύτων.

[*](Prov.)

584 Βοῖπιϲ: ἡ βουνώδηϲ γῆ.

585 Βύαϲ: εἶδοϲ ὀρνέου νυκτερινοῦ. καὶ Βύαϲὤφθη· καὶ Βύαι [*](ΔΣ.) ὤφθηϲαν. Δίων ἐν Ῥωμαϊκοῖϲ ἐν τέρατοϲ λόγῳ τοῖϲ Ῥωμαίοιϲ ταῦτα ἐπιφαίνεϲθαι πολλάκιϲ λέγει. ϲημαίνει δὲ ϲυμφοράϲ.

[*](574 Ar. Eq. 1126 — 30 c sch. 575 Σ cf. Η ν βρυῶδεϲ; l. ═ Ba 182,16 576 l. cf. Ambr. 862 πηγή sq. Astramps. 577 ═ Et. M. 216, 20 cf. Ath. 2, 56 d, Ambr. 885 — 6, H 578 Harp. 579 ὕδατι Ba 182, 15 ἔμβρυον —βρέφοϲ cf Ambr. litt. Ε ἄγκυρον —ἐρυϲινηίδα Anth. 6, 90, 1 ἐπὶ Ἡρακλείου sq. cf Nicephor. 12,10—14 580 cf. Studi it. fil. cl. 1, 80, 88 581— βοίδιον Ambr. 775 cf. Phryn. ecl. 86 βοίδιον alt. —εὐνέτιϲ Anth. 7,169, 7 — 8 Βοίβη sq. cf. An. Ox. 2,19,5 (Theogmost.), Ambr 750 582 l. ═ Ambr. 742 Βοιώτιοϲ sq. ═ Paroem. ed. Leutsch 1, 333, n. 77 (Plutarch. 1 77); Philol. Suppl. 6. 261, n.304 583 Macar. Il 79, Philol. Suppl. 6, 230, n. 22 584 ═ Ambr. 118, An. Ox.2 19, 6 (Theognost.) 585 βόαϲ ὤφθη sq. ═ Ba 182, 211; Cass. D. 40, 17)[*](575cf. v. ἐξαμήϲω 574 Z 410 576 cf. v. πηγή 579 Z 408, 407. Nic. hinc v. Ἡράκλειοϲ 1 extr. 581 Z 401 585 Z 410)[*](1 πλεύμοναϲ] πνεύμοναϲ ITF 6 γένηται om. V 576 om. FV A(GITFVM) 10 λύϲιϲ —λύπαϲ mg. 15 ἄγκυρον] ἄγκυραν T Anth. 17 καὶ alt. om. A 580 om FV mg. A 21 καλεύμαν AFM καλεύμεν G καλοῦμεν I καλοῦμαι V cf. Anth. 22 Χάρητοϲ G Anth. χάριτοϲ rell. ζήτει — λίμνη om. AFV post 584 T 25 Βοιωτία ὗϲ M Βοιωτιᾶϲ rell. ἀναιϲθητούντων] ἀναιϲθήτων FV M Prov. 584 om. GIFV mg. A post 582 M 26 γῆ] γυνὴ M)
500

586 Βύβλιϲ: ὄνομα κύριον. ἀδελφὴ Κάννου· ἀμφότεροι δυϲτυχήϲαντεϲ.

[*](Σ)

587 Βύβλον: πάπυρον. Αἰλιανόϲ· κελεύει τὸν μὲν ἀποδόϲθαι τῷ [*](Ε Ν)ικάνορι φάκελλον βύβλου τετρακοϲίων χρυϲῶν· ἐὰν δὲ μὴ ἐθέλῃ, ἀεὶ προϲεπιτιμᾶν καὶ ἐπαιτεῖν τοῦ χρυϲίου προϲτιθέντα, ἕωϲ ἂν ἀπειπὼν [*](Prov.) δῷ ὅϲον ἂν αἰτηθεὶϲ τύχῃ τῇ ἐπὶ πάϲαιϲ φωνῇ. καὶ παροιμία· Bύβλου δὲ καρπὸϲ οὐ κρατεῖ ϲτάχυν μέγαν, ἐπὶ τῶν οὐ δυναμένων τοῖϲ ἰδίοιϲ χρῆϲθαι καλοῖϲ, παρόϲον ἀϲθενὴϲ οὖϲα ἡ βύβλοϲ οὐ δύναται μέγαν φέρειν καρπὸν.

[*](Ε)

588 Βυζάντιον· ὅτι τὸ Βυζάντιον ἐπὶ Σεβήρου βαϲιλέωϲ Ῥωμαίων τετείχιϲτο γενναίῳ τείχει πεποιημένῳ μυλίτῃ λίθῳ, ἐϲ τετράγωνον εἰργαϲμένῳ. ζ′ μὲν γὰρ ἦϲαν ἀπὸ τῶν Θρᾳκίων πυλῶν πύργοι πρὸϲ τὴν θάλαϲϲαν καθήκοντεϲ. τούτων δὲ ἤν τιϲ τῷ πρώτῳ ἐνεβόηϲέ τι ἢ λίθον ἔρρηξεν, αὐτόϲ τε ἤχει καὶ ἐλάλει καὶ τῷ δευτέρῳ τοῦτο ποιεῖν παρεδίδου, καὶ οὕτωϲ διὰ πάντων ἐχώρει. ζήτει ἐν τῷ Σεβῆροϲ περὶ Βυζαντίου πλατύτερον.

[*](Σ)

589 Βύζην: ἀθρόωϲ, πυκνῶϲ, ἐπαλλήλωϲ, πεπυκνωμένωϲ. Ἀρριανόϲ· [*](Ε) κατὰ τὸ ϲτόμα τοῦ λιμένοϲ, ἡ ϲτενότατον ἦν, βύζην τὰϲ τριήρειϲ [*](Ε) ὁρμίζοντεϲ. ὁ δὲ τὰ φρέατα φορυτοῦ καὶ τῇ ἐπιτυχούϲῃ ὕλῃ βύζην ἐνέπληϲεν.

[*](Synt.)

590 Βυθίζω· αἰτιατικῇ.

[*](Δ)

591 Bυκάνη: ὄργανον μουϲικόν. καὶ βυκάνην ἐξ ἀργύρου εὗρε Ε Μωϋϲῆϲ. ἐγένοντο β΄, καὶ τῇ μὲν πρὸϲ παρακέλευϲιν καὶ ϲυλλογὴν ἐχρῶντο, τῇ δὲ ϲυνελθεῖν ἀρχάϲ.

[*](Σ + Δ)

592 Βύουϲι: φράττουϲι, καλύπτουϲιν. ἔνθεν καὶ ἀκρόβυϲτοϲ, ὁ τὸ ἄκρον βεβυϲμένον ἔχων. Πιϲίδηϲ· ἐρῶ δέ ϲοι νῦν, εἴπερ οὐ βύειν θέλειϲ.

[*](Ar.)

593 Βυρϲαίετοϲ: ὁ Κλέων. ϲυντέθειται δὲ ἡ λέξιϲ ἀπὸ τῆϲ βύρϲηϲ καὶ τοῦ αἰετοῦ. ἅμα μὲν ὡϲ βυρϲοδέψην κωμῳδῶν τὸν Κλέωνα καὶ ὡϲ κλέπτην καὶ ἅρπαγα τῶν κοινῶν. ἁρπακτικὸν γὰρ τὸ ζῷον ὁ Σ? ἀετόϲ. Σκυτοδέψηϲ Ἀττικόν, Βυρϲοδέψηϲ δὲ Ἀϲιανόν. [*](Ar.) ἢ Παφλαγὼν βυρϲεύϲ. ϲημαίνει δὲ τὸ ἐκ τοῦ ἐμβρέχειν τὰ δέρματα καὶ πλείοϲιν ἡμέραιϲ ἐᾶν αὐτὰ εἰϲ τὸ φάρμακον, ἵνα διαλάβοιεν, ἀπὸ [*](587 πάπυρον Σ κελεύει — φωνῇ Aelian. fr. 41 παροιμία sq. ═ Zen. II 73 588 — ἐχώρει cf. Cass.  D. 74, 14, 5 — 6, lo.  Antioch. fr. 127, FHG 4587 589 πεπυκνωμένωϲ ═ Ba 182, 24 cf H: Ambr. 944 ═ sch. Thuc. 4, 8,7 Erotisn. κατά — ὁρμίζοντεϲ Arr. An. 1, 19, 3 ὁ sq. Arr. Parth. p. 8 R. 590 Synt. Laur. et Gud., An. Ox. 4, 288, 18 591 καί sq. los. Ant. 3, 291 — 2 592 φράττουϲι cf. Ba 182,28, H v. βύων καλύπτουϲιν cf. B v. βυούϲηϲ ἐρῶ sq. Pisid. Sever. 508 393 — ἀετόϲ sch. Ar. Eq. 197 ϲκυτοδέψηϲ— βυρϲοδέψηϲ cf. H, Et. M. 217,15 vs 32 ἤ — p. 501, 3 Ἀθηναίων sch. Ar. Eq.44) [*](586cf. v. Καύνιοϲ ἔρωϲ; hinc v Κάννοϲ; Ζ 410 587 Ζ 410. Aelian. cf. v. φάκελον 2 588 — 9 Z 412 591 Z 411 592 cf. v. ἐβύνουν. Z 412 573 cf. v ϲκυτοδέψηϲ A(GITFVM) 1 ἀδελφή T ἀδελφοῦ FAcp ἀδελφόϲ rell. Κάννου] Καύνου Bas. 3 ἀποδόϲθαι] ἀποδεδόϲθαι GIM 17 πεπυκνωμένωϲ] πεπληρωμένωϲ Ba 19 τῇ ἐπιτυχούϲῃ ὕλῃ] τῆϲ ἐπιτυχούϲηϲ ὕληϲ Roos 32 ἐμβρέχειν] βρέχειν FV)

501
τῆϲ ὀϲμῆϲ τοῦ ὕδατοϲ καὶ τῶν δερμάτων μολυνομένων ἄχαρι ὀδωδέναι. διαβάλλει οὖν ὡϲ δύϲοϲμον, ἄλλωϲ τε καὶ τὴν εὐτέλειαν ἀντιδεικνύϲ Κλέωνοϲ, ἀφ’ οἵαϲ τύχηϲ ὁρμώμενοϲ πρωτεύει τῶν Ἀθηναίων. ἡ Καρχηδὼν ἡ καὶ Ἀφρικὴ Βύρϲα λέγεται· καὶ ζήτει ἐν τῷ Suid Ἀφρικανόϲ.

594 Bυρϲοδέψηϲ: ϲκυτοτόμοϲ, ὁ τὰϲ βύρϲαϲ θεραπεύων.

[*](Σ)

595 Bυϲαύχην. ὁ τοὺϲ ὤμουϲ ϲυνέλκων ἐπὶ τὸν τράχηλον.

[*](Σ)

596 Βύϲϲινον: βύϲϲῳ βεβαμμένον. δέξαι βύϲϲινον εἷμα, τό τοι μετὰ [*](Anth.) παιδὸϲ ἀγαυᾶϲ ὕφανε.

597 Bυϲϲοδομοῦντεϲ: ἐκ βάθουϲ ϲκεπτόμενοι. καὶ Bύϲϲωμα. [*](ΣΔ) θύννων εὐκλώϲτοιο λίνου βυϲϲώμαϲι ῥόμβον φράξαντεϲ [*](Anth.) γλαυκαῖϲ ἐν παρόδοιϲ πελάγευϲ.

598 Βυϲϲόν: βάθοϲ, ὀξυτόνωϲ. βαρυτόνωϲ δὲ ϲημαίνει βαφὴν ἐκ [*](Σ) πορφύραϲ. καὶ Βυϲϲόϲ, βυθὸϲ, παρὰ Ἡροδότῳ.

[*](594 Ba 183, 1 595 ═ Ael. D. fr. 97 ex Eust. I. 207,2 cf. Poll. 2,135 H ═ Paus. Att. fr. 97 596 δέξαι sq. Anth. 6, 265, 3 —4 597 —ϲκεπτόμενοι ═ Ba 183,2 θύννων sq. Anth. 6, 33, 3 —4 598 βάθοϲ ═ Ba 18229 cf Et M 217,19 βυϲϲόϲ sq. gl. Hdt. 2, 28 cf. Ap. S. 53, 19, H, Philop. diff.)[*](594—5 Z 411 596 cf. v. εἷμα 597 Ζ 412; Anth. cf. v. ῥόμβον 598 Hdt. Z 411)[*](1 ἄχαρι sch. ἄχρι omnes 3 ἀντιδεικνύϲ AV ἀντιδείκνυϲι F cf sch. δει. A(GITFVM) κνύϲ GITM 4 ἡ Καρχηδών —5 Ἀφρικανόϲ om. G F mg. Al similia post 284 T post 591 V καί alt. — Ἀφρικανόϲ om. ITV 10 ϲκεπτόμενοι] ϲκεπόμενοι GTVM Zon. 14 καί om. A, nov. gl.)