Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

538 Βριαροί: βαρεῖϲ, ἄγριοι, ϲτερεοὶ, φοβεροί.

[*](Σ)[*](530 sch. Ar. Ran. 209 531 ═ Ba181,30. Bk. 222, 33 cf. sch. Δ 425 Et. M 212.19; H 532 διά —ὀργίζεϲθαι Ba181,32. Bk. 223.1, Et. M.21256 cf. Lex. rhet. ap. Et Gen , H ὁ —κατεβρενθύετο Th. Simoc. 1,312 EL. 478,15 —16 βρενθύεται —vs 6 μύρου cf. Lex. rhet. ap. Et. Gen., Et. M. 212, 48; Hellad ap. Phot bibl. 532 b 13 βρενθύῃ —vs. 14 μύρου Ar. Nu. 362 c sch. βρενθυόμενοϲ —φρονῶν Σc. Bk 223. 3, Ba182.1 cf. Et. M.213,1 H v. βρενθύεται, Moer. Ἀγαθίαϲ —κατωλιγώρουν Agath. 5,16, p.313 ὁ δέ sq. Men. Prot. fr.17. FHG 4, 223 ═ EL 447.19 — 20 533 ═ Et. M. 212,23 cf Steph. Byz. 534 — ἄγαλμα ═ Ba181,31, Bk.223,4, Et. M.213,5 παρά sq. Ar. Eq. 31 c. sch. cf. H, Et. M 213,: 3, Georg. 2,586, 3 535 — λέγεται Ath.1,23a ὑποβεβρεγμένοϲ cf. sch. Luc. 89 28;109, 3 587 cf. Ambr. 824 538 Ba 182,4, Bk. 223.6 cf. H, Et. M. 21321.)[*](530 Z 410 534 cf. v. διοπετέϲ. 407 535 cf. v. ὑπέβρεχον. Z 409 536 ex v. Φεβρουάριοϲ)[*](8 αὐτῷ] ἑαυτῷ FV Mac 16 μάλα] μέγα V 533 om. A FV post 534 GIM A(GITFVM) 17 χώρα G M χωρίον T Et., cp. l 536 om. TF post 539 G 24 et 25 Βρῆννον AV Βρήν GΙM)
496
[*](Σ)

539 Βριθομένη: βαρυνομένη διὰ πλῆθοϲ ὧν ἔφερεν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Anth.) γήραϊ νουϲοφόρῳ βριθομένηϲ παλάμηϲ.

[*](Δ?)

540 Βρῖθοϲ: βάροϲ. τοὺϲ πύργουϲ ἀμήχανον ἑλεῖν, μήτε ἀνατραπῆναι [*](Ε) ῥᾳδίωϲ διὰ τὸ βρῖθοϲ, μήτ’ ἐμπρηϲθῆναι διὰ τὸν ϲίδηρον. [*](Ar.) καὶ αὖθιϲ· ϲιδηροβριθέϲ τ᾿ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον.

[*](Hom ? E)

541 βρῖθ ον: ἀντὶ τοῦ ἔβριθον. τεῖχοϲ ἀνδρῶν τε καὶ ὅπλων βρῖθον.

[*](Synt.)

542 Βρίθων· γενικῇ καὶ δοτικῇ. εὐθηνῶν, ἢ βαρῶν.

[*](Σ)

543 Βριμάζων: τῇ τοῦ λέοντοϲ χρώμενοϲ φωνῇ.

[*](Ar.)

544 Βριμήϲαιο: ὀργιϲθείηϲ. ὥϲτ’ εἰ ϲὺ βριμήϲαιο, ὀϲτρακίνδα νύκτωρ καταϲπάϲαντεϲ ἂν τὰϲ ἀϲπίδαϲ τὰϲ εἰϲβολὰϲ τῶν ἀλφίτων ἄν καταλάβοιεν. ἀντὶ τοῦ εἰ βουληθείηϲ αὐτὸν ἐξορίϲαι, τὰ ϲιτοφυλακεῖα κατάϲχοιεν.

[*](Δ + Ε)

545 Βριμούμενοϲ: ὀργιζόμενοϲ. οὐ μὴν ἐθέλγετο ὁ ὕπατοϲ, τοῖϲ [*](Σ) ὑπηρέταιϲ ϲὺν ὀργῇ βριμούμενοϲ. καὶ Β ριμοῦται, ἀπειλεῖ. καὶ [*](x + Ε) Βριμωμέναιϲ, ἦχον ἀποτελούϲαιϲ. μύλη γάρ τιϲ ἦν αὐτόθι. ὁπότε οὖν οἱ ἄνω ϲτρατιῶται τὸ αὐτὸ ποιεῖν ἤρχοντο, τότε κἀκεῖνοι ἔϲειον τὴν μύλην· ὑπὸ γὰρ ταῖϲ πολλαῖϲ μύλαιϲ βριμωμέναιϲ ὁ τῆϲ μιᾶϲ ψόφοϲ ῥᾳδίωϲ ἐλάνθανεν.

[*](Σ)

546 Βρόγχοϲ. καταπότηϲ, ὁ λάρυγξ.

[*](Ecl.?)

547 Βρόμιοϲ: ὁ Διόνυϲοϲ, ὁ γενεϲιουργὸϲ τῶν καρπῶν· παρὰ τὸ βορὰ βόριμοϲ, καὶ ὑπερθέϲει βρόμιοϲ.

[*](Hom.)

548 Βρόμοϲ: ἦχοϲ πυρὸϲ κυρίωϲ. καὶ κούφοιο βαρύν τυμπάνου [*](Anth.) βρόμον. ἐν Ἐπιγράμμαϲι. καὶ αὖθιϲ· οὐκέτι κοιμίϲειϲ ἀνέμων βρόμον, οὐχὶ χάλαζαν.

[*](Phil.)

549 Βρ οντή: νεφῶν ψόφοϲ ἐκ παρατρίψεωϲ ἢ ῥήξεωϲ. ἔϲτι δὲ [*](Ar.) καὶ μηχάνημά τι, ὃ ἐκαλεῖτο βροντεῖον. ὑπὸ τὴν ϲκηνὴν δὲ ἦν ἀμφιφορεὺϲ ψηφῖδαϲ ἔχων θαλαττίαϲ· ἦν δὲ λέβηϲ χαλκοῦϲ, εἰϲ ὃν αἱ ψῆφοι κατήγοντο καὶ κυλιόμεναι ἦχον ἀπετέλουν ἐοικότα βροντῇ.

[*](539 ἔφερεν ═ Ba 182, 3, Bk. 223, 7 γήραι sq. Anth. 6, 27,8 540 ϲιδηροβριθέϲ sq. Ar. Ran.1402 541 — ἔβριθον ad ι 219 rettulit Bhd. 542 γενικῇ ═ Synt. Gud. δοτικῇ ═ Synt. Laur. εὐθηνῶν sq. ═ Ba182, 5 Bk. 223, 8 543 Ba 182.6, H cf. Ambr. 900 544 Ar. Eq. 854 —7 c. sch cf. Phryn. 55,1 545 — ὀργιζόμενοϲ cf H v. βριμοῦϲθαι, Et. M. 213,44,48 οὐ — βριμούμενοϲ alt. Aelian. fr. 120 βριμοῦται, ἀπειλεῖ Ael. D. fr. 95 ap. Eust. 1395,51 cf. H v. βριμῶν 546 Ba 182,7 cf H Ambr. 819 547 Et. Gud. Διόνυϲοϲ Et M.214.37, H cf. Ambr. 857 548 — κυρίωϲ. sch.Ξ 396 sch. A in Α 354, Et. M. 214, 34; cf. Ps Herodian. 213, Ambr. 807 H, Paus.Att. fr 96 ap. Eust. l.919. 36 καί —βρόμον pr. Anth.6.165, 5; οὐκέτι sq. Anth. 7, 8, 3 549 ῥήξεωϲ Laert. 7, 153 ἔϲτι sq. sch. Ar. Nu. 294)[*](543 — 5 Z 409 545 Aelian. cf v. ἐθέλγετο; μύλη sq. cf. v. 1542 548 Anth. 7, 8 cf v. ϲυρμόϲ)[*](A(GITFVM) 1 Βριθομένη —ἔφερεν hic Bas, post vs.2 παλάμηϲ omnes (interposito 526 G) ἐν — 2 παλάμηϲ om. T post 542 Βρίζω: τὸ νυϲτάζω add. F cf. sch. Δ 223 Ap.S.53,6; H, Et M.213,32 15 βριμωμέναιϲ] βριμουμέναιϲ A (sed non 17) 16 τὸ αὐτὸ ποιεῖν] ἀλφιτοποιεῖν Dr. 22 τυμπάνου] τυμπάνῳ A 23 κοιμίϲειϲ. κοιμίϲαιϲ V κοιμάϲειϲ v. ϲυρμόϲ, Anth. 24 χάλαζαν] χαλάζηϲ GI TM 25 δέ om. V 26 τι om. A.)
497

550 Bρονταὶ καθ’ ὕπνουϲ ἀγγέλων εἰϲὶν λόγοι. Βροντάϲ· ζήτει On. ἐν τῷ χθονίαϲ βροντάϲ. ζήτει ἐν τῷ ψόφοϲ.

551 Βροτόεντα: ᾑμαγμένα.

[*](Σ)

552 Βροτοειδέϲιν: ἀνθρωπίναιϲ.

[*](Σ)

553 Βροτολοιγόϲ: ὁ ὀλέθριοϲ, ὁ τοὺϲ βροτοὺϲ ὀλοθρεύων. ἐν [*](Σ?) Ἐπιγράμμαϲι· Ἄρεϲ βροτολοιγὲ, ϲκῦλα φέρειν δώηϲ πᾶϲιν ἀπ’ [*](Anth) ἀντιπάλων.

554 Bροτολοιγόϲ: ὁ τοὺϲ βροτοὺϲ διαφθείρων. ὥϲπερ οἱ ποιηταὶ [*](Δ) λέγουϲι, βροτολοιγὼ ἤϲτην. [*](Ε) 555 Βροτόϲ: φθαρτὸϲ ἄνθρωποϲ. Βρότοϲ δὲ τὸ μετὰ κονιορτοῦ [*](Σ + Hom) αἷμα.

556 Βρουμάλια· ταῦτα ἐπενόηϲε Ῥῶμοϲ, ἐπειδὴ αὐτὸϲ καὶ ὁ ἀδελφὸϲ [*](Ε) αὐτοῦ Ῥῆμοϲ ἐκ πορνείαϲ γενόμενοι ἐξερρίφηϲαν καὶ παρὰ γυναικὸϲ ἀνετράφηϲαν. ὄνειδοϲ δὲ ἦν Ῥωμαίοιϲ τὸ ἐξ ἀλλοτρίων ἐϲθίειν. ἕκαϲτοϲ ἐν τοῖϲ ϲυμποϲίοιϲ τὸ ἴδιον βρῶμα καὶ πόμα ἐκόμιζε, πρὸϲ τὸ μὴ ἀκούειν ἀλλοτριοφάγοι. οὐ δὴ χάριν ἐπενόηϲε Ῥῶμοϲ τὰ Βρουμάλια, εἰρηκὼϲ ἀναγκαῖον εἶναι τρέφειν τὸν βαϲιλέα τὴν ἑαυτοῦ ϲύγκλητον ἐν τῷ χειμῶνι, ὅτε ἠρεμοῦϲιν ἐκ τοῦ πολέμου, ἀρξάμενοϲ ἀπὸ τοῦ α′ ἕωϲ τοῦ ω′, κελεύϲαϲ καὶ τὴν ϲύγκλητον καλεῖν τοὺϲ ϲτρατιώταϲ. καὶ μέλλοντεϲ οἱ ϲτρατιῶται ἀπιέναι, ηὔλουν ἀφ’ ἑϲπέραϲ πρὸϲ τὸ γνῶναι ὅπου τραφήϲονται. καὶ τοῦτο ἐπενόηϲε πρὸϲ τὸ ἀπαλλαγῆναι τῆϲ ὕβρεωϲ ἑαυτοῦ ὁ Ῥῶμοϲ καλέϲαϲ τὸ ὄνομα τοῦ ἀρίϲτου Βρουμαλιούμ, ὅ ἐϲτι Ῥωμαϊϲτὶ ἐκ τῶν ἀλλοτρίων τραφῆναι.

557 Βροχή· ζήτει περὶ ὄμβρου τοῦ ἐπὶ προρρήϲει Ἀναξαγόρα γενομένου ἐν τῷ Ἀναξαγόραϲ.

558 Βρόχοϲ: τὸ τῆϲ ἀγχόνηϲ ϲχοινίον. ὁ δὲ ἤδη μεμηχανημένοϲ [*](Σ) ἀγχόνην, τὸν βρόχον ἐνδεδυμένοϲ. καὶ αὖθιϲ ἡ δὲ ὑπὲρ τῆϲ ἀϲεβοῦϲ [*](Ε) μίξεωϲ ἀλλαξαμένη βρόχον.

[*](Ε)