Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

495

530 Βρεκεκὲξ κοὰξ κοάξ. ἐφύμνιον παρὰ Ἀριϲτοφάνει ἐν Βατράχοιϲ. [*](A) μίμημα φωνῆϲ βατράχων.

531 Βρέμει: ταράϲϲει, ἠχεῖν ποιεῖ.

532 B ρεν θ ύεϲθαι· αἰτιατικῇ. διὰ θυμὸν μετεωρίζεϲθαι ἢ προϲποιεῖϲθαι [*](Σ) ὀργίζεϲθαι. ὁ δὲ ϲοβαρευόμενοϲ πολλῷ μᾶλλον κατεβρενθύετο. [*](EL) καὶ βρενθύεται, ἐπαίρεται. βρένθοϲ δὲ εἶδοϲ μύρου, ᾧ [*](Σ) χριόμεναι αἱ γυναῖκεϲ μέγα φρονοῦϲι. καὶ Βρενθύῃ, ϲεμνύνῃ καὶ [*](Ar.) μέγα φρονεῖϲ ἐφ’ αὑτῷ. οἱ γὰρ ἀποδεδωκότεϲ ἑαυτοῖϲ ϲοβαρῶϲ τε βαδίζουϲιν. ὡϲ τοῦ μὲν Προδίκου ὄντοϲ ϲοφοῦ, τοῦ δὲ Σωκράτουϲ κενὴν ἡμῖν ἐπὶ ϲοφίᾳ δόξαν καρπουμένου. Ἀριϲτοφάνηϲ Nεφέλαιϲ· βρενθύῃ ἐν ταῖϲιν ὁδοῖϲιν, καὶ τὼ ᾿φθαλμὼ παραβάλλῃ. ἀποϲεμνύνειϲ ϲεαυτὸν τῷ ϲχήματι καὶ ταυρηδὸν ὁρᾷϲ ἢ ἀλαζονικῶϲ. ἡ μεταφορὰ ἀπὸ βρενθείου μύρου. καὶ Βρενθυόμεν οϲ, ἐπαιρόμενοϲ, μέγα [*](Σ) φρονῶν. Ἀγαθίαϲ· οἱ δὲ μειζόνωϲ, εἴπερ ἐχρῆν ἐπὶ τοῖϲ φθάϲαϲι [*](Ε) βρενθυόμενοι τῶν ἐν ποϲὶ κατωλιγώρουν. καὶ αὖθιϲ· ὁ δὲ ἐϲ τὴν [*](EL.) βαϲιλίδα ἐπορεύετο ἐξωγκωμένοϲ καὶ μάλα βρενθυόμενοϲ.

533 Βρεντήϲιον: χώρα τῆϲ Ἰταλίαϲ· εἴρηται δὲ οὕτωϲ, ὅτι λιμέναϲ ἔχει κέραϲιν [*](Etym) ἐλάφου παραπληϲίουϲ. βρένδον δὲ καλοῦϲι τὴν ἔλαφον Μεϲάππιοι.

534 Βρέταϲ: εἴδωλον, ἄγαλμα. παρὰ τὸ βροτῷ ἐοικέναι. προϲπεϲεῖν [*](Σ) ποι πρὸϲ βρέταϲ. πρὸϲ τέμενοϲ, ἢ πρὸϲ ἕδοϲ, ἢ πρὸϲ ἄγαλμα Ar θεῶν ἱκέταϲ γενέϲθαι.

535 Βρέχειν: ἐπὶ τοῦ πίνειν λέγεται. καὶ Ὑπ οβ εβρεγμένοϲ, ὁ μεμεθυϲμένοϲ.

536 Bρ ῆνν ον· ὡϲ οὖν μετὰ τὴν ἅλωϲιν τῆϲ Ῥώμηϲ ἐπανῆλθεν ὁ Κάμιλλοϲ καὶ [*](Suid.) τοὺϲ περὶ τὸν Βρῆννον βαρβάρουϲ ἀνεῖλεν, εἰϲ κρίϲιν ἀγαγὼν τὴν ὑπόθεϲιν ἀπέδειξε πάντων γεγονέναι τῶν πεπραγμένων αἴτιον τὸν Φεβρουάριον.

537 Βριάρεω.

[*](Δ)

538 Βριαροί: βαρεῖϲ, ἄγριοι, ϲτερεοὶ, φοβεροί.

[*](Σ)[*](530 sch. Ar. Ran. 209 531 ═ Ba181,30. Bk. 222, 33 cf. sch. Δ 425 Et. M 212.19; H 532 διά —ὀργίζεϲθαι Ba181,32. Bk. 223.1, Et. M.21256 cf. Lex. rhet. ap. Et Gen , H ὁ —κατεβρενθύετο Th. Simoc. 1,312 EL. 478,15 —16 βρενθύεται —vs 6 μύρου cf. Lex. rhet. ap. Et. Gen., Et. M. 212, 48; Hellad ap. Phot bibl. 532 b 13 βρενθύῃ —vs. 14 μύρου Ar. Nu. 362 c sch. βρενθυόμενοϲ —φρονῶν Σc. Bk 223. 3, Ba182.1 cf. Et. M.213,1 H v. βρενθύεται, Moer. Ἀγαθίαϲ —κατωλιγώρουν Agath. 5,16, p.313 ὁ δέ sq. Men. Prot. fr.17. FHG 4, 223 ═ EL 447.19 — 20 533 ═ Et. M. 212,23 cf Steph. Byz. 534 — ἄγαλμα ═ Ba181,31, Bk.223,4, Et. M.213,5 παρά sq. Ar. Eq. 31 c. sch. cf. H, Et. M 213,: 3, Georg. 2,586, 3 535 — λέγεται Ath.1,23a ὑποβεβρεγμένοϲ cf. sch. Luc. 89 28;109, 3 587 cf. Ambr. 824 538 Ba 182,4, Bk. 223.6 cf. H, Et. M. 21321.)[*](530 Z 410 534 cf. v. διοπετέϲ. 407 535 cf. v. ὑπέβρεχον. Z 409 536 ex v. Φεβρουάριοϲ)[*](8 αὐτῷ] ἑαυτῷ FV Mac 16 μάλα] μέγα V 533 om. A FV post 534 GIM A(GITFVM) 17 χώρα G M χωρίον T Et., cp. l 536 om. TF post 539 G 24 et 25 Βρῆννον AV Βρήν GΙM)
496
[*](Σ)

539 Βριθομένη: βαρυνομένη διὰ πλῆθοϲ ὧν ἔφερεν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· [*](Anth.) γήραϊ νουϲοφόρῳ βριθομένηϲ παλάμηϲ.

[*](Δ?)

540 Βρῖθοϲ: βάροϲ. τοὺϲ πύργουϲ ἀμήχανον ἑλεῖν, μήτε ἀνατραπῆναι [*](Ε) ῥᾳδίωϲ διὰ τὸ βρῖθοϲ, μήτ’ ἐμπρηϲθῆναι διὰ τὸν ϲίδηρον. [*](Ar.) καὶ αὖθιϲ· ϲιδηροβριθέϲ τ᾿ ἔλαβε δεξιᾷ ξύλον.

[*](Hom ? E)

541 βρῖθ ον: ἀντὶ τοῦ ἔβριθον. τεῖχοϲ ἀνδρῶν τε καὶ ὅπλων βρῖθον.

[*](Synt.)

542 Βρίθων· γενικῇ καὶ δοτικῇ. εὐθηνῶν, ἢ βαρῶν.

[*](Σ)

543 Βριμάζων: τῇ τοῦ λέοντοϲ χρώμενοϲ φωνῇ.

[*](Ar.)

544 Βριμήϲαιο: ὀργιϲθείηϲ. ὥϲτ’ εἰ ϲὺ βριμήϲαιο, ὀϲτρακίνδα νύκτωρ καταϲπάϲαντεϲ ἂν τὰϲ ἀϲπίδαϲ τὰϲ εἰϲβολὰϲ τῶν ἀλφίτων ἄν καταλάβοιεν. ἀντὶ τοῦ εἰ βουληθείηϲ αὐτὸν ἐξορίϲαι, τὰ ϲιτοφυλακεῖα κατάϲχοιεν.

[*](Δ + Ε)

545 Βριμούμενοϲ: ὀργιζόμενοϲ. οὐ μὴν ἐθέλγετο ὁ ὕπατοϲ, τοῖϲ [*](Σ) ὑπηρέταιϲ ϲὺν ὀργῇ βριμούμενοϲ. καὶ Β ριμοῦται, ἀπειλεῖ. καὶ [*](x + Ε) Βριμωμέναιϲ, ἦχον ἀποτελούϲαιϲ. μύλη γάρ τιϲ ἦν αὐτόθι. ὁπότε οὖν οἱ ἄνω ϲτρατιῶται τὸ αὐτὸ ποιεῖν ἤρχοντο, τότε κἀκεῖνοι ἔϲειον τὴν μύλην· ὑπὸ γὰρ ταῖϲ πολλαῖϲ μύλαιϲ βριμωμέναιϲ ὁ τῆϲ μιᾶϲ ψόφοϲ ῥᾳδίωϲ ἐλάνθανεν.

[*](Σ)

546 Βρόγχοϲ. καταπότηϲ, ὁ λάρυγξ.