Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

488
[*](Σ)

458 Βοῦϲ ἕβ δομοϲ: πέμματα κέρατα ἔχοντα κατὰ μίμηϲιν τῆϲ πρωτοφαοῦϲ ϲελήνηϲ. ἐκάλουν δὲ αὐτὸ βοῦν προϲτιθέντεϲ καὶ τὸ ἕβδομον, ὅτι ἐπὶ ἓξ ταῖϲ ϲελήναιϲ ἐπεθύετο οὗτοϲ ἕβδομοϲ, ὡϲ Εὐθυκλῆϲ ἐν Ἀταλάντῃ. ὁμοίωϲ δὲ καὶ αἱ ϲελῆναι πέμματα πλατέα κυκλοτερῆ, ὃ καὶ οὕτωϲ ἐκάλουν. ἔϲτι δὲ παρὰ Εὐριπίδῃ ἐν Ἐρεχθεῖ καὶ παρ’ Ἀχαιῷ ἐν Ἴριδι. τάττεται δὲ ἡ παροιμία ἐπὶ τῶν ἄγαν ἀναιϲθήτων. [*](Prov.) καὶ Βοῦϲ ἐνάλιοϲ, ἐπὶ τῶν μηδὲν χρηϲιμευόντων.

[*](Σ)

459 Βοῦϲ ἐν αὐλίῳ κάθῃ. παροιμία ἐπὶ τῶν ἀχρήϲτων.

[*](Σ)

460 Βοῦϲ ἐπὶ γλ ώ ττηϲ: ἐπὶ τῶν μὴ δυναμένων παρρηϲιάζεϲθαι· ἢ διὰ τὴν ἰϲχὺν τοῦ ζῴου. ἢ διὰ τὸ τῶν Ἀθηναίων νόμιϲμα βοῦν ἔχειν ἐγκεχαραγμένον, ὅπερ ἐκτίνειν ἔδει τοὺϲ παρρηϲιαζομένουϲ.

[*](Prov.)

461 Βοῦϲ ἐπὶ ϲωρῷ. ἐπὶ τῶν ἡδυπαθούντων. ἢ ἐπὶ τῶν ἀλοούντων καὶ διὰ φιμοῦ ἐϲθίειν κωλυομένων. καὶ Βοῦϲ εἰϲ ἀμητόν, ἐπὶ τῶν μετὰ ὠφελείαϲ καμνόντων.

[*](Pron.)

462 Bo ῦϲ Κύπριοϲ: ἐπὶ τοῦ χυδαίου καὶ ἀναιϲθήτου. φαϲὶ γὰρ  τοὺϲ Κυπρίουϲ βόαϲ κοπροφαγεῖν.

[*](Prov.)

463 Βοῦϲ ὁ Μολοττῶν: ἐπὶ τῶν εἰϲ πολλὰ διαιρουμένων καὶ κατακοπτομένων πράγματα. οἱ γὰρ Μολοττοὶ ἐν τοῖϲ ὁρκωμοϲίοιϲ κατακόπτοντεϲ εἰϲ μικρὰ τὰϲ βοῦϲ τὰϲ ϲυνθήκαϲ ἐποιοῦντο.

[*](Prov.)

464 Βοῦϲ ὑπὸ ζυγόν. ἐπὶ τῶν ἀεὶ μοχθούντων.

[*](Σ)

465 Bούϲτα θμον καὶ Βουϲτάδιον: τὸ βοοϲτάϲιον.

[*](Harp.)

466 Βουτάδηϲ. δῆμόϲ ἐϲτι τῆϲ Oἰνηΐδοϲ Βουτία· ἀφ’ ἧϲ Βουτάδαι οἱ δημόται.

[*](Harp.)

467 Βούτηϲ: οὗτοϲ τὴν ἱερωϲύνην ἔϲχε, καὶ οἱ ἀπ’ αὐτοῦ Βουτάδαι ἐκλήθηϲαν. καλοῦνται δὲ Ἐτεοβουτάδαι οἱ ἀπόγονοι τοῦ Βούτου· τὸ γὰρ ἐτεὸν ἀληθὲϲ δηλοῖ.

[*](A.)

468 Βουταλίων καὶ Κόροιβοϲ καὶ Μελιτίδηϲ ἐπὶ μωρίᾳ διεβέβληντο. Ἀριϲτοφάνηϲ· τέωϲ δ’ ἀβελτερώτατοι κεχηνότεϲ Μαμμάκυθοι, Μελιτίδαι κάθηνται.

[*](Σ)

469 Βούταϲ: βοονόμοϲ. αὐτὰρ ὁ βούτεω ἀντίοϲ ἐκ πλαγίων [*](Anth.) ἵειθ᾿ · ὁ δὲ ῥοπάλῳ γυρὸν ἀπεκράνιζε βοὸϲ κέραϲ.

[*](458 — ἐκάλουν ═ Sabb. cf. Paus. Att fr. 94 ap. Eust l. 1165,6, H ν. βοῦϲ ἕβδομοϲ et ἕβδομοϲ βοῦϲ: Euthycl fr. 2 (1, 805 K.) Eur. fr 350; Achaei fr. 23 459 ═ H, Paus. Att. fr. 94a ap. Eust. l. 962,20, Miller, Mel. p.384 460 H, Zen II 70 cf. Paus. Att. fr. 94a 461 — κωλυομένων Philol. Suppl. 6 261, n. 313; — ἡδυπαθούντων Zen. II 75; βοῦϲ alt. sq. cf. Zen. II 79 fin. 462 cf Paroem. ed. Gsf. 21,n. 222, H 463 Zen II 83 404 Paroem. ed. Gsf 22,n.230. Diogen.lll54 465 Ba181.15 466 Harp. ═ Et. M.209,52 467 Harp ═ Lex rhet. ap. Et. Gen. cf. Et. M. 209,54 468 Ar Ran. 989 — 991. c. sch. 409 βοονόμοϲ ═Ba 181,16 αὐτάρ sq. Anth. 6,255, 5-7)[*](458 cf. v. Α 2082, v. ἑβδομαῖοϲ, v. ϲελῆναι 462 hinc v. Kύπριϲ fin. 463 hinc v. Μολοττόϲ 465 Z 402 467 hinc v Ἐτεοβουτάδαι 468 hino v. Kόροιβοϲ, v. Μελιτιανόϲ, v. Α 33; cf. v. Γ118 et v. μωροί 469 cf v. Α 2997)[*](A(GITFVM) 2 αὐτό] αὐτόν M 6 ἄγαν om. FV, 457 12.13 ἀλοούντων] ἀλοώντων Bhd. 20 ὑπό] ἐπί V 467 extra ordinem, quia ex eodem fonte ac 466 haustum 24 οἱ ΤV M αἱ A G F, om. I 27 Μαμμάκυθοι] Μαμμάκουθοι M cf Ar)
489

470 Βούτομον: φυτάριον παραπλήϲιον καλάμῳ, ὅπερ ἐϲθίουϲιν Αr. οἱ βόεϲ.

471 Βουτόροιϲ: τοῖϲ πλήττουϲι τοὺϲ βόαϲ. Μαυρούϲιοι ἔχουϲι δόρατα [*](x + Ε) βουτόροιϲ ὀβελοῖϲ ἴϲα.

472 Βουτύποϲ: βοοθύτηϲ, ὁ τοὺϲ βόαϲ βάλλων πέλυκι.

473 Βου φά γοϲ· ὑετὸν ἄρτι κόμηϲ ἀπεμόρξατο, τοῦ δὲ κατ’ ἴχνοϲ βουφάγοϲ [*](Suid.) (εἰϲ κοίλην ἀτραπὸν ἶκτο λέων.

474 Βουφόνια: ἑορτὴ παρὰ Ἀθηναίοιϲ πάνυ ἀρχαία. ἐν γὰρ τοῖϲ [*](Ar.) Διϊπολείοιϲ φαϲὶ τὸν βοῦν τὸ πόπανον φαγεῖν τὸ παρεϲκευαϲμένον εἰϲ τὴν θυϲίαν, Θαύλωνα δέ τινα, ὡϲ εἶχε, τῷ πελέκει ἀποκτεῖναι τὸν βοῦν, ὡϲ καὶ Ἀνδροτίων φηϲί.

475 Βουφόνια: ἑορτὴ παλαιὰ, ἥν φαϲιν ἄγεϲθαι μετὰ τὰ μυϲτήρια· [*](Ar.) ὅτε καὶ τὸν βοῦν ἔθυον εἰϲ ὑπόμνηϲιν τοῦ πρώτου φονευθέντοϲ ἐν ἀκροπόλει βοὸϲ, ἁψαμένου τοῦ πελάνου ἐν τῆ θυϲίᾳ τῶν Διϊπολίων.

476 Βουφόρτων: πολυφόρτων. μέγα πλευρὸν ἀνῆψαν δαίμοϲι [*](Anth) βουφόρτων κοίρανοι εἰκοϲόρων.

477 Βουχανδήϲ: βοῦν χωρῶν. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· βουχανδὴϲ ὁ λέβηϲ· [*](Anth.) ὁ δὲ θεὶϲ Ἐραππίδαυλοϲ Κεύβοτοϲ.