Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
15 Βαγώαϲ: ὄνομα κύριον· ὃϲ ἦν εὐνοῦχοϲ.
16 Βάδην: περιπάτῳ ἐρχόμενοϲ. τοὺϲ μὲν προαπέϲτειλεν, αὐτὸϲ [*](Ε) δὲ ἐν πλινθίῳ τὴν ϲτρατιὰν ἐπαγόμενοϲ ἐχώρει βάδην. καὶ αὖθιϲ· [*](Ar.) βάδην καὶ ϲχολαίωϲ ἀκολουθῶν. Ἀριϲτοφάνηϲ· Μεγαρεῖϲ, ὅτ᾿ ἐπείνων βάδην, Λακεδαιμονίων ἐδέοντο. ἀντὶ τοῦ ἐλίμωττον, ὑπὸ λιμοῦ διεφθείροντο. βάδην ἀντὶ τοῦ κατὰ βραχὺ αὐξανομένου τοῦ λιμοῦ καὶ ἐπίδοϲιν λαμβάνοντοϲ, προϊόντοϲ ἐπὶ τὸ μεῖζον.
17 Βαδδίν: ϲτολὴ ἱερά. Δανιήλ· ἦρα τοὺϲ ὀφθαλμούϲ μου καὶ εἶδον, καὶ ἦν ἀνὴρ ἐνδεδυμένοϲ βαδδίν.
18 Βάδιζε. καὶ Βαδίζου, ἀντὶ τοῦ βάδιζε. Κρατῖνοϲ.
[*](11 — κάμινοϲ cf Ambr. 180 12 — κύριον cf. Ambr. 39 παλλομένων sq. Hdt. 3, 128, 1 13 ═ Ba 178, 2 14 ═ H cf. Ambr. 203 15 — κύριον ═ Ambr. 44 εὐνοῦχοϲ ═ Ambr. 26 16 — ἐρχόμενοϲ ═ Ba 178, 3 cf. H Μεγαρεῖϲ sq. Ar. Ach. 535—6 c. sch. 17 — ἱερά ═ Ambr. 199; — ἦρα sq. Dan. 10, 5 18 βάδιζε cf. Ambr. 234 Κρατῖνοϲ fr. 391)[*](12 Hdt. cf. v. πάλοϲ 13 Z 377 14 Z 375 16 cf. v. πλίνθιον 17 Z 372 18 Z 377)[*](A(GITFVM))[*]( 2 ὄντωϲ] ὄντοϲ A cf. Philostorg. 4 ἐνδηϲαμένουϲ AG ἐνδυϲαμένουϲ ITM 8 εὐεργέτηϲε] εὐηργέτηϲε M Artemii pass. 9 ἀνατρεφομένουϲ] ἀναϲτρεφομένουϲ M τε] τε καί T Artemii passio 15 ἀνειπών] ἀνειπόν AecMec 11 om. V)19 Βαδιϲτέα: ἀντὶ τοῦ πορευτέον. ἐμοὶ δὲ βαδιϲτέα, οἷ ϲοφία [*](Ar.) καὶ δαίμων με ἄγει.
20 Βαδιϲτικοῦ: ὀξύποδοϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ. ὡϲ ὄντοϲ γε μὴ [*](Ar.) βαδιϲτικοῦ.
21 Βάδιλλοϲ.
[*](Δ)