Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
622 Ἀεικέϲτεροϲ: ἀπρεπέϲτεροϲ.
623 Ἀείκεια: ἡ ἀπρέπεια.
624 Ἀεικήλιον: τὸ ἀπρεπέϲ.
625 Ἀεικίαϲ: τὰϲ ὕβρειϲ. ϲημαίνει καὶ ὄνομα κύριον.
626 Ἀεικίϲϲουϲιν: ὑβρίϲουϲιν.
627 Ἀεικῶϲ: ἀπρεπῶϲ, ἀϲυνήθωϲ. οὕτωϲ ἀεικῶϲ οἰκτρῶϲ τε [*](Soph.) θανόντοϲ. οἰκτρῶϲ μὲν διὰ τὸ βίᾳ καὶ ἐπιβουλευθέντα, ἀεικῶϲ δὲ διότι πελέκει αὐτὸν μεθ᾿ ὕβρεωϲ ἐτίϲαντο.
628 Ἀειλογεῖϲ: ἀεὶ λαλεῖϲ. καὶ Ἀειλογία, πολυλογία ἢ ταυτολογία [*](Σ) ἢ τὸ διὰ παντὸϲ ἐξεῖναι λέγειν. Ἀειλογία. τὸ ἀεὶ λόγον [*](Harp.) καὶ εὐθύναϲ ὑπέχειν. οὕτωϲ Δημοϲθένηϲ καὶ Ἰϲαῖοϲ.
629 Ἀεί με τοιοῦτοι πολέμιοι διώκοιεν: ἐπὶ τῶν ἀνάνδρων καὶ μηδενὸϲ λόγου ἀξίων.
630 Ἀείμνηϲτοϲ.
631 Ἀεινόν: τὸ ἀένναον.
632 Ἀεὶ παρθένουϲ: τὰϲ Ἐριννῦϲ. μυθικὸν δέ ἐϲτι τοῦτο. ὑπονοεῖν δὲ χρὴ τὰϲ ἀδωροδοκήτουϲ καὶ οὐχὶ χρανθῆναι δώροιϲ δυναμέναϲ ὑπὸ τῶν ἀδικούντων. Σοφοκλῆϲ· καλῶ δ᾿ ἀρωγοὺϲ τὰϲ ἀεί τε παρθένουϲ ϲεμνὰϲ Ἐριννῦϲ τανύποδαϲ.
633 Ἀείπλανα: πεπλανημένα, φλύαρα, πλήρη φλυαρίαϲ. ἀείπλανα χείλεα γρηόϲ.
[*](616 ═ Ambr. 543 617 ═ Ambr 565 618 — καλεῖται Harp. cf. P; ἀιδιότητα ═ H ἡ λέξιϲ sq. ═ P; ἐν sq Antiph. fr. 116 619 ═ P, Ba 34, 2 cf. H, Ambr. 554, 601 620 sch Ξ 84 cf. H v. αἰκελίου 621 — ἀπρεπέϲ ═ Ambr. 591 cf H οὔ τοι ἀεικέϲ Ι 70 cf. Aeschin. 3, 185 ═ Plut Cim. 7 (Weil, Revue de philol. 1877, 197) εἰϲ sq. Soph. EI 215—6 622 ═ Ambr. 548 623 ═ Ambr. 582 624 ═ Ambr. 603 625 — ὕβρειϲ ═ Et M. 22, 8 cf. H 626 sch. Π 545 627 — ἀπρεπῶϲ ═ H οὕτωϲ sq. Soph. El. 101—2 c. sch. 628 ═ Ambr. 612, H ἀειλογία—λέγειν ═ P cf. Ba 34, 4 vs. 19 ἀειλογία sq. Harp. ═ An. Ox. 2, 488, 15, P Dem. 19, 2; Isas. fr. 141 629 ═ Zen II 52 630 ═ Ambr. 553 631 ═ P, Ba 35, 8, Ambr. 597 632 Soph. Ai 835—7 c. sch. 633 Call. fr. 6 K., an. 2 S. c. sch. (cf. Babr. p. 215))[*](618 cf. v. αἰειεϲτώ, hinc v. εὐεϲτώ 626 Z 53 628 Harp. Z 52 629 cf. v. αἰεί)[*](A(GITSM))[*]( 4 Διογενιανόϲ] Διογενιανοῦ Mec Phot. 8 ἐν—9 ἀεικῶϲ om. S 9 τοι] τι M 14 ὑβρίϲουϲιν] ὑβρίζουϲιν GIT 21 πολέμιοι] πόλεμοι SM Zen. cf. v. αἰεί 23 Ἀείμνηϲτοϲ S Ambr. Αείμνητοϲ rell)635 Ἄειρε: πρόϲφερε. Ὅμηροϲ· μή μοι οἶνον ἄειρε μελίφρονα.
[*](Hom.)636 Ἄειρεν: ἔβαλε. καὶ ἴπνια λύματ᾿ ἄειρεν.
[*](Call.)637 Ἄειροϲ: ὁ ἄπειροϲ.
[*](Δ)638 Ἀείρω: τὸ ἐπαίρω καὶ κουφίζω.
[*](Δ)639 Ἀείρων: ἀθώπευτοϲ.
[*](Δ)640 Ἀείρρυτοϲ: ὁ ἀεὶ ῥέων.
[*](Δ)641 Ἀείτηϲ: ὁ ἑταῖροϲ.
[*](Δ)