Suidae lexicon
Suda
Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935
1523 Ἀμβλίϲκουϲιν: ἀποβάλλουϲιν. ὃ ϲυμβαίνει ταῖϲ διαφθειρούϲαιϲ καὶ προβαλλούϲαιϲ τὰ κυήματα. Πλάτων Θεαιτήτῳ. καὶ [*](Δ) Ἀλμβλίϲκειν καὶ Ἐξαμβλοῦν, τὸ διαφθείρειν καὶ ἀφανίζειν.
1524 Ἀμβλωθ ρίδια: ἐκτρώματα. τὰ ἐξημβλωμένα ἔμβρυα. καὶ Ἀμβλωθρίδιαν, αὐτό τε τὸ φθόριον φάρμακον καὶ δὴ καὶ τὸ διαφθαρέν.
1525 Ἀμβλώϲκειν καὶ Ἀμβλῶϲαι καὶ Ἐξαμβλῶϲαι, τὸ ἀτελὲϲ γεννῆϲαι, τὸ φθεῖραι βρέφοϲ.
1526 Ἀμβλύ· ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἀλλὰ καὶ αὖτιϲ ἐκ καλαμητομίηϲ ἀμβλὺ φέροι δρέπανον.
1527 Ἀμβλυωπίαϲ: ὁ ἀμυδρῶϲ ὁρῶν.
[*](1514 ῆν δέ —κάλλοϲ ἄμαχοϲ Aelian. fr. 50 ἀδοκήτου — ἄμαχον Aelian. fr. 65 ἐϲ sq. Aelian. fr. 86 1515 P; Xen. Hell. 4, 4, 9; Cyr. 4, 1, 16 1517 Call. fr. 111 K., an. 7 S. c. sch. cf. Babr. p. 219 1518 — ἀναβάταϲ cf. H οἱ δὲ ἵπποι— αὐτούϲ Arr. Parth. R. p. 15 1519 ═ Ambr. 1687 1520 cf. Ambr 1787 1794 1521 Ambr ═ 177Ο 1522 ═ Ambr. 1742 1523 — ἀποβάλλουϲιν ═ P, Ba 78, 30; Pl. Theaet 149d ἀφανίζειν cf. Ambr. 1758 1524 — ἔμβρυα ═ P. Ba 79, 2 cf H, Et. M. 80, 17; ἀμβλωθρίδιον sq P cf Et. M. 80, 7 152 Ἀμβλώϲκειν cf. Ambr. 1751 ἀμβλῶϲαι καὶ ἐξαμβλῶϲαι + τὸ φθεῖραι βρέφοϲ P 1526 Anth. 6, 36, 3 — 4 1527 cf. Ambr. 1535)[*](1514 οὐ δυναϲτεία ἄμαχοϲ ex v. ἐναγεῖϲ; Aelian. fr. 86 cf. v. Κλέαρχοϲ 1515 Z 141 1517 Z 148; cf. 3508 1520 Z 165 1522 hinc v. μάννα. Ζ 154 1524 hinc v. ἐξήμβλωϲεν 1525 Ζ 158 1526 hinc v. καλαμητομίη. 1527 Z 141)[*](A(GITFSM))[*]( 4 καταρραγέντοϲ κατηνέχθη πλῆθοϲ χιόνοϲ S καταρρήγνυται πλῆθοϲ rell 5 καί pr —6 ἄμαχοϲ om. S 10 ζήτει M ἐϲτι A 15 Ἄμβεναι] Ἄμβενο GIT Ambr. 17 Ἀμβλίϲιον] Ἀμβλήϲιον AS 19 ϲυμβαίνει] ϲημαίνει FS 27 αὖτιϲ] αῦθιϲ ISM v. καλατομίηϲ cf. Anth.)1528 Ἀμβλύνω. αἰτιατικῇ. τὸ ἐκλύω. ὁ δὲ ἐπὶ πολὺ διῆγε τὸν [*](Δ) πόλεμον, ἀμβλύνων τὴν τοῦ πολεμου ὀξύτητα χρονίαιϲ τε καὶ μακραῖϲ [*](Ε) τοῦ ἔργου τριβαῖϲ. καὶ Ἀμβλύνεϲθαι· μήθ᾿ ὑπὸ νεότητοϲ [*](EV) θραϲύνεϲθαι. μήθ᾿ ὑπὸ γήρωϲ ἀμβλύνεϲθαι.
1529 Ἀμβλυώττει: τυφλώττει. καὶ Ἀμβλυωπέϲτερον.
[*](ΣΔ)1530 Ἀμβλύϲ. ὁ μὴ ὀξύϲ. ϲκοτεινόϲ. Ἀννίβαϲ.
1531 Ἀμβολάδην. ἀναβάλλων. Ἡρόδοτοϲ καθ᾿ ὑπερβολήν.
[*](Hom. Hdt.)1532 Ἀμβολὰϲ γῆ. ἡ ὑπὸ τοῦ ὀρύγματοϲ ὑψωθεῖϲα. Ξενοφῶν· [*](Δ) ὁ δὲ Γῦροϲ πύργουϲ ἐποίει ἐπὶ τῆϲ ἀμβολάδοϲ γῆϲ, ὅπωϲ ὅτι πλεῖϲτα [*](E) φυλακτήρια Εἴη. ζήτει ἐν τῷ δακνόμενοϲ, ὅτι τὸ οἰκοδομεῖν καὶ ἵππουϲ [*](Suid.) τρέφειν καὶ ἀμβολὰϲ ποιεῖν ἐδόκει τοῖϲ Λάκωϲι δαπανηρὰ εἶναι.
1533 Ἀμβολία: ἡ ὑπέρθεϲιϲ. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· ἠθάδοϲ ἀμβολίηϲ [*](Δ) αἰὲν ἀεξομένηϲ. καὶ Ἀμβολιεργὸϲ ἀνήρ, ὁ τὸ ἔργον ἀναβαλλόμενοϲ.
[*](Anth. Δ)1534 Ἀμβούλιοϲ: ὄνομα κύριον.
[*](Δ)1535 Ἀμβωμοῖϲι: περὶ τῶν βωμῶν.
[*](Hom.)1536 Ἀμβρακία: πόλιϲ ἐϲτὶν ἐν τῷ Ἀλμβρακικῷ κόλπῳ, ἄποικοϲ Κορινθίων.
[*](Harp.)1537 Ἀμβροϲία. ξηρὰ τροφή. ἀλλὰ τό γ᾿ ἀμβροϲίηϲ καὶ νέκταρόϲ [*](Δ?) ἐϲτιν ἀπορρώξ. νέκταρ δὲ τουτέϲτι νεόκταρ, τὸ νέουϲ ποιοῦν τοὺϲ πίνονταϲ.
1538 Ἀμβρόϲιαι: ἃϲ οὐδεὶϲ βροτῶν δύναται ἔχειν. Ὅμηροϲ· ἀμβρόϲιαι δ᾿ ἄρα χαῖται ἐπερρώϲαντο ἄνακτοϲ κρατὸϲ ἀπ᾿ ἀθανάτοιο.
1539 Ἀλμβρόϲιον: θεῖον ἢ ἀθάνατον ἢ θαυμαϲτὸν. ἢ ἀκήρατον, [*](Σ) ἄφθαρτον. ἦν γὰρ Ἐρώτων καὶ Χαρίτων ἡ παῖϲ ἀμβρόϲιόν τι [*](Anth.) θάλοϲ.
1540 Ἄμβροτα: θεῖα, ἄφθαρτα.
[*](Σ)[*](1528 αἰτιατικῇ An. Ox. 4, 277, 26 cf. Synt Laur. ὁ δέ— τριβαῖϲ lo. Antioch. fr. 52, FHG 4, 557 cf. Eutrop. 53 μήθ᾿ sq. Cass. D. 68, 6, 3 EV 2, 364, 20 — 365, 1 1529 — τυφλώττει ═ Ba 79, 1, Σᵃ, P cf. Ambr. 1749 H, Et. Gud. 1530 ϲκοτεινόϲ Σᵃ, P cf. Ba 78, 31, Et. M, 79, 51, Et. Gen. Ἀννίβαϲ Bhd. ad 1528 (lo. Antioch.) rettulit 1531 — ἀναβάλλων sch. 364 ═ Et. M. 80, 21. Et. Gen. Reitz. p. 22, H cf. Ambr. 1786 καθ᾿ sq. Gl. Hdt 4, 181, 4 1532 ὁ sq. Xen. Cyr. 7, 5, 12 1533 ἠθάδοϲ—ἀεξομένηϲ Anth. 5, 232, 2 ἀμβολιεργόϲ sq Et. M. 80, 25; Hesiod. op. 413 1535 sch. Θ 441 ═ Et. M. 81, 15, Et. Gen. 1536 Harp. ═ P 1537 τροφή cf. Eust. I. 607, 4; ἀλλά—ἀπορρώξ ι 359; νέκταρ sq. cf. Et. M. 600, 13 1538 Ὅμηροϲ sq A 529 — 30 1539 θαυμαϲτόν P, Ba 19, 3 ἄφθαρτον cf. ad 1540 ῆν sq. Anth. 6, 292, 3—4 1540 P, Ba 79, 4 cf. H, Ambr. 1727)[*](1528 Z 158 lo. Antioch. cf. v. διῆγε; Cass. D. cf. v. ἤκμαζεν; hinc v. μήθ᾿ ὑπὸ 1532 Z 148 οἰκοδομεῖν sq. ex v. δακνόμενοϲ cf. v. ἵπποϲ 1537 cf. V. νειπταρέου 1539 Anth. cf. v. θαλέεϲϲι.)[*](2 πολέμου] πολεμίου Kust. Ἀννίβου v. διῆγε 4 μηθ᾿] μήτε omnes A(GITFSM) 5 ἀμβλυωπέϲτερον] ἀμβλώτερον A 6 Ἄννίβαϲ] ζήτει ss. M cf. ad v. 2 10 ζήτει—11 εἶναι om. TF mg. A 10 ζήτει— δακνόμενοι om. GIS 11 εἰναι] τῆϲ S 16 τῶν βωμῶν] τοὺϲ βωμούϲ Et. Gen. ms. A τοῖϲ βωμοῖϲ sch. Θ, Et. Gen. ms. B, Et. M 26 θάλοϲ] θ. καὶ ἄμαχον κάλλοϲ S cf. 136, 3)1541 Ἀλμαία: ἡ Δημήτηρ, Ἀζηϲία δὲ ἡ Κόρη. καὶ παροιμία· Ἡ Ἀμαία τὴν Ἀζηϲίαν μετῆλθεν· ἐπὶ τῶν πολυχρονίοιϲ ζητήϲεϲι χρωμένων.
1542 Ἀμαιμακέτου: ἀκαταπονήτου. ἐν Ἐπιγράμμαϲι· οὐ δίχα βύρϲαϲ θῆκεν ἀμαιμακέτου κρατὸϲ ἔρειϲμα κέρα.