Suidae lexicon

Suda

Suda, Suidae lexicon, Adler, Teubner, 1935

[*](Hesy.)

452 Γρηγόριοϲ, ὁ καὶ Θεόδωροϲ, ὁ Θαυματουργὸϲ, Νεοκαιϲαρείαϲ τῆϲ ἐν τῷ Πόντῳ ἐπίϲκοποϲ, νέοϲ κομιδῇ διὰ τὴν παίδευϲιν Ἑλληνικῶν τε καὶ Ῥωμαϊκῶν γραμμάτων ἀπὸ τῆϲ Καππαδοκίαϲ εἰϲ Βηρυτὸν κἀκεῖθεν εἰϲ Καιϲάρειαν τὴν τῆϲ Παλαιϲτίνηϲ διέβη ἅμα Ἀθηνοδώρῳ ἀδελφῷ· οὓϲ καὶ κατὰ μέροϲ εἰϲ τὴν τοῦ Χριϲτοῦ πίϲτιν εἰϲάγων Ὠριγένηϲ ζηλωτὰϲ ἰδίουϲ κατέϲτηϲεν. ἐπὶ πέντε τοίνυν παῤ αὐτοῦ παιδευθέντεϲ ἐνιαυτούϲ πρὸϲ τὴν πατρίδα ἀποπέμπονται· ἀφ’ οὐ ὁ Γρηγόριοϲ ἀποδημῶν πανηγυρικὸν εὐχαριϲτίαϲ τῷ Ὠριγένει ἔγραψε λόγον, καὶ ϲυγκαλεϲάμενοϲ πάνταϲ τοὺϲ ἐπιχωρίουϲ αὐτοῦ τε τοῦ [*](451 cf. Hieron. vir. ill. 136, Phot. bibl. 3b 17 sq., Wentzel TU 13, 3, 30 452 cf. Hieron. vir. ill. 75, Wentzel TU 13, 3, 30) [*](452 cf. v. Α 734, v. Ὠριγένηϲ) [*](A(GITFVM))[*]( 1 ἑαυτοῦ] αὐτοῦ M 18 ὑπερανέχοντα] ὑπανέχοντα M)

543
Ὠριγένουϲ παρόντοϲ, τοῦτον ἀνέγνω τὸν λόγον, ὅϲτιϲ ἄχρι τοῦ παρόντοϲ ὑπάρχει· ἔγραψε δὲ καὶ Μετάφραϲιν εἰϲ τὸν Ἐκκληϲιαϲτήν, ἐλάχιϲτον μέν, πάνυ δὲ θαυμαϲτὸν λόγον· καὶ ἄλλαϲ τε πολλὰϲ καὶ ποικίλαϲ ἐπιϲτολὰϲ καὶ λόγουϲ ϲυνεγράψατο, ποιήϲαϲ τε ϲημεῖα καὶ θαύματα ὑπὲρ ἄνθρωπον, ἡνίκα ἐπίϲκοποϲ ἐτύγχανεν. ἐτελεύτηϲεν ἐπὶ Αὐρηλιανοῦ. ὅτι Γρηγόριοϲ καὶ Ἀθηνόδωροϲ ϲυναίμονεϲ· ἀλλ’ ὁ μὲν τερατουργόϲ, ὁ δὲ ϲοφιϲτὴϲ. ἔγραψε δὲ καὶ περὶ ϲαρκώϲεωϲ καὶ πίϲτεωϲ λόγον.

453 Γρηγόριοϲ, ἀδελφὸϲ Ἑρμείου τοῦ φιλοϲόφου· ὃϲ ἅπαν τοὐναντίον ἦν τῷ Ἑρμείᾳ, ὀξύτατοϲ μὲν εἰϲ ὑπερβολὴν καὶ εὐκίνητοϲ ἐπί τε τὰϲ ζητήϲειϲ καὶ τὰϲ μαθήϲειϲ, ἄλλωϲ δὲ οὐχ ἡϲύχιοϲ οὐδὲ γαλήνην ἐν τοῖϲ ἤθεϲι φέρων τινά, ἀλλά τι καὶ παρακεκινηκόϲ. ἐπεὶ δὲ Ἀθήνηθεν ἧκον εἰϲ Ἀλεξάνδρειαν, ὕϲτερον ὁ Γρηγόριοϲ ἑάλω τῇ νόϲῳ ἐπὶ τὸ πλέον, ὥϲτε δύϲχρηϲτον αὐτοῦ καὶ πολλαχῆ παραλλάττον γενέϲθαι τὸ ὄργανον. οὕτω φηϲὶ Δαμάϲκιοϲ εἰϲ τὴν φιλόϲοφον ἱϲτορίαν.

454 Γρήνικοϲ: ποταμόϲ.

[*](Δ)

455 Γρίοϲ: ὄνομα κύριον.

[*](Δ)

456 Γριπεύϲ: ἰχθύων θηρευτήϲ. γριπεὺϲ, Ἐριούνιε, ϲοὶ τάδε δῶρα [*](Δ Anth.) φέρει. καὶ Γριπηὶϲ τέχνη. Ἑρμώναξ δ᾿ ἐκίχανεν, ὅτε γριπηίδι τέχνῃ εἷλκε τὸν ἐκ πελάγευϲ ἰχθυόεντα βόλον.

457 Γρῖφοϲ: τὸ δίκτυον. λέγεται δὲ καὶ ὁ δύϲκολοϲ καὶ ϲυμπεπλεγμένοϲ [*](Σ) λόγοϲ. ὁ ἔχων πάθοϲ ἐν ἑαυτῷ μὴ φαινόμενον.

458 Γρῖφοϲ: ὁ ἀϲαφὴϲ λόγοϲ. Ἴῳ ἐνὶ παῖδεϲ Ὅμηρον ἤκαχον, [*](Anth.) ἐκ Μουϲῶν γρῖφον ὑφηνάμενοι. καὶ Γριφώδηϲ λόγοϲ.

[*](Δ)

459 Γρομφίϲ: ὗϲ, ἡ παλαιὰ ϲκρόφα. τὰϲ ὗϲ δὲ πληθυντικῶϲ.

[*](Δ Suid.)

460 Γρώνη: πέτρα.

[*](Δ)

461 Γρύ: βραχύ. ἔνιοι δὲ τὸν ἀπὸ τῶν ὀνύχων ῥύπον. Ἀριϲτοφάνηϲ [*](Σ) Πλούτῳ· καὶ ταῦτ’ ἀποκρινομένου τοπαράπαν οὐδὲ γρύ. τινὲϲ [*](Ar.) παρὰ τὸν γρυλιϲμὸν, τουτέϲτι τὴν φωνὴν τῶν χοίρων· ἢ εἶδοϲ μικροῦ νομίϲματοϲ· ἢ τὸ τυχὸν, τὸ μικρότατον. ὅθεν καὶ γρύτη καὶ γρυτόπωλιϲ· ὅπερ οὐκ εἴρηται, ἀλλὰ γρυπόπωλιϲ. καὶ παροιμία· Τὸ [*](Prov.) Δίωνοϲ γρύ, ἐπὶ τοῦ μικροῦ καὶ τυχόντοϲ.

[*](453 Dam. fr. 75 cf. Phot.  bibl. 341 a 33 — b 1 454 ═  H, Ambr. 556 cf. 546 Et. M. 241, 16 455 ═ Ambr. 545 456 l. cf. Ambr. 559 γριπεύϲ alt —φέρει Anth. 6, 28, 7—8; Ἑρμώναξ sq. Anth. 6, 223, 5—6 457 — λόγοϲ ═ Ba 187, 7 — δίκτυον ═ Ps. Herodian. 16; ὁ δύϲκολοϲ ═ Ambr. 533 cf. Et. M. 241, 35 458 ἀϲαφήϲ cf. sch. Luc. 68, 14 Ἴῳ— ὑφηνάμενοι Anth. 7, 1, 1—2 γριφώδηϲ λόγοϲ ═ Ambr. 544, Ps. Herodian. 16 459 — ϲκρόφα ═ H, aliter Ambr. 537 460 ═ Ambr. 564 cf. Et. M. 241, 52, sch. Lycophr. 20 461 — ῥύπον ═ Σa cf. sch. Ar. Pl. 17, Eq. 877, H, Bk. 228, 2, Theognost. An. Ox. 2, 19, 20 vs. 28 καί —γρυτοπώλιϲ Ar. Pl. 17 c. sch. τὸ Δίωνοϲ sq. cf. Paroem. ed. Gsf. 113, n. 908 Philol. Suppl. 6, 265, n. 632)[*](454 Z 451 456 Ἑρμώναξ sq. hinc v. 458 Anth. hinc v. ἤκαχον 459 Z 454. τάϲ sq. ex v. ὗϲ 461 Z 455. Prov. cf. v. τὸ Δίωνοϲ)[*](6 ὅτι Γρηγόριοϲ—7 λόγον ex ImgM; 7 ἔγραψε — λόγον post vs. 3 λόγον GT A(GITFVM) 25 τάϲ— πληθυντικῶϲ om. FV πληθυντικῶϲ] παθητικῶϲ A 30 μικρότατον] ϲμικρότατον GIT 31 γρυπόπωλιϲ] γρυτόπωλιϲ G cf. sch.)
544
[*](Δ)

462 Γρύζω: θρηνῶ.

[*](Harp.)

463 Γρύλλοϲ· Ξενοφῶντοϲ τοῦ Σωκρατικοῦ υἱοὶ Γρύλλοϲ καὶ Διόδωροϲ. [*](Δ) καὶ Γρύλλοϲ, ὁ χοῖροϲ.

[*](Suid.)

464 Γρυκτόν ἆρα γρυκτόν ἐϲτιν ὑμῖν; τουτέϲτιν ἆρα γρύξαι ὀφείλετε ἢ παρρηϲίαν ἄγειν.

[*](Δ)

465 Γρυμαία: ἡ ϲκευοθήκη.

[*](Σ)

466 Γρύξαι: φθέγξαϲθαι, κράξαι.

[*](Ar.)

467 Γρύττοϲ· τῶν ἐπὶ μαλακίᾳ διαβαλλομένων οὗτοϲ ἦν. οἱ δὲ Γρῦπον λέγουϲι διὰ τοῦ π· ὃϲ ἦν καταπύγων. ἤτοι λαγνόϲ. Ἀριϲτοφάνηϲ· ἔπαυϲα τοὺϲ βινουμένουϲ τὸν Γρῦπον ἐξαλείψαϲ.

[*](Harp.)

468 Γρυπάνιον: γρυπαίνειν τὸ γρυποῦϲθαι λέγουϲιν. οἶον ἐπὶ τῶν ἁπαλῶν ξυλυφίων, ὅταν κάμψαντεϲ ἀφῶμεν αὐτά. Ἀντιφῶν δέ φηϲιν ἐν Ἀληθείαϲ δευτέρῳ· καίων γὰρ ἦν τὴν γῆν καὶ ϲυντήκων γρυπάνιον ποιεῖ. καὶ Μελάνθιοϲ· ϲειϲμὸϲ, φηϲὶ, γέγονε, καὶ ἔγρυπεν ἡ γῆ.

[*](Δ)

469 Γρυπόϲ: ὁ καμπυλόριν.

[*](Σ)

470 Γῦα: μέλη, ἢ πόδαϲ τοῦ ϲώματοϲ. γυιοτακὴϲ δὲ λιπὼν τάδε [*](Anth.) ϲύμβολα κώμων μέμφεται ἀϲτρέπτου κάλλεϊ θηλυτέρηϲ.

[*](Δ)

471 Γύαλον: τὸ κοῖλον.