Scholia in Euripidis Orestem (scholia vetera et scholia recentiora Thomae Magistri, Triclinii, Moschopuli et anonyma)

Scholia in Euripidem

Scholia Euripidem. Scholia Graeca in Euripidis Tragoedias, Vol. 2. Dindorf, Wilhelm, editor. Oxford: Oxford University Press, 1863.

821.

χρόα
: σῶμα. Gr. τὴν ὄψιν, τὴν κεφαλήν. Gu.

μελάνδετον δέ
: διὰ τὸ μέλαιναν λαβὴν ἔχειν, τουτέστι μελάγκωπον, ἢ μέλαν ὑπὸ τοῦ φόνου γενόμενον. πολλὰ δέ εἰσι τὰ τοιαῦτα σύνθετα, οἷον κελαινεφὲς αἷμα· οὐ γὰρ ἔγκειται τὸ νέφος. οὕτω καὶ ἐνταῦθα τὸ δεδέσθαι οὐκ ἔγκειται. B.M.I. ὑπὸ τοῦ αἵματος μελαινόμενον. M.

μελάνδευτον
: μέλανι αἵματι ὑγρὸν, ἤγουν ᾑμαγμένον. Gr. βεβαμμένον
ἐξ αἵματος, ἢ τὸ σιδηροῦν· μέλας γὰρ ὁ σίδηρος. Gu. μελάνδετον δὲ λέγει φόνῳ τὸ μελανθὲν καὶ βαφὲν ὑπὸ τοῦ αἵματος. πολλὰ δέ εἰσι τὰ τοιαῦτα σύνθετα, οἷον κελαινεφὲς αἷμα, καὶ ἕτερα μυρία. ἢ μελάνδετον τὸ σιδηροῦν· φησὶ γὰρ Αἰσχύλος ἐς μελάνδετον σάκος, ἤτοι τὸ διὰ σιδήρου δεδεμένον. Gu. Bar.